ΛΙΓΑ ΚΑΙ ΣΠΑΝΙΑ είναι τα πράγματα που μας εντυπωσιάζουν και μας σοκάρουν πραγματικά πλέον στον μάταιο, και όλο και πιο αλλόκοτο, τούτο κόσμο, η αλήθεια όμως είναι ότι μου προκάλεσε κι εμένα ένα σοκ και μια ταραχή αυτό το μεγαλοπρεπές πανό στην κορυφή της πορείας υπέρ της ικανοποίησης του αιτήματος του απεργού πείνας Δ. Κουφοντίνα, προκειμένου να παραμείνει στη ζωή. «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» έγραφε με κεφαλαία γράμματα. Κατανοώ τις τακτικές πρόκλησης εκ μέρους ριζοσπαστικών φορέων με σκοπό να ταρακουνηθεί η κοινή γνώμη, δεν περίμενα όμως τέτοιου είδους απροκάλυπτη ταύτιση με το όραμα και τα memoirs του Δ. Κουφοντίνα, που φέρουν αυτόν τον αγέρωχο –και δηλωτικό ενός εκ φύσεως επαναστατικού DNA– τίτλο.
Αποτελεί αυτή η δήλωση μια σύγχρονη μετάλλαξη του «κλασικού» και vintage πλέον συνθήματος «Είμαστε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας», που είχε κάνει την πρώτη θεαματική του εμφάνιση το 1990 σε πανό κατά τη διάρκεια πορείας ενάντια στην απόφαση αθώωσης του Μελίστα; Αν ναι, πρόκειται για μια μάλλον δυσάρεστη εξέλιξη, κατά την ταπεινή μου γνώμη πάντα. Είναι σαν να χάθηκε μια προδιάθεση υγιούς νεανικού σαρκασμού απέναντι στην καταπίεση του ανόσιου τριπτύχου πατρίς - θρησκεία - οικογένεια, το οποίο ζει και βασιλεύει, όπως διαπιστώνουμε καθημερινά, για να αντικατασταθεί από μια στεγνή ταύτιση με εγκληματικές, σκιώδεις και εντελώς αμφιλεγόμενες πολιτικά πρακτικές.
Το καζάνι βράζει διεθνώς, τα απόνερα του lockdown διαχέονται στο ήδη φορτισμένο πεδίο του κοινωνικού σώματος, απειλώντας το με βραχυκύκλωμα και ηλεκτροπληξία, η ριζοσπαστική διάθεση πλανάται στον αέρα παράλληλα με τον κορωνοϊό.
Ούτε είμαι αντίθετος στο να γίνονται πορείες εν μέσω πανδημίας – αυτό μας μάρανε, την ώρα που αποδεικνύεται διαρκώς πόσο αναποτελεσματικά, γελοία και άστοχα είναι κάποια από τα μέτρα περιορισμού. Το καζάνι βράζει διεθνώς, τα απόνερα του lockdown διαχέονται στο ήδη φορτισμένο πεδίο του κοινωνικού σώματος, απειλώντας το με βραχυκύκλωμα και ηλεκτροπληξία, η ριζοσπαστική διάθεση πλανάται στον αέρα παράλληλα με τον κορωνοϊό. Δεν αντέχω όμως την αγιοποίηση τέτοιου είδους προσωπικοτήτων, ούτε την «κοινωνική δικαίωση» της δράσης τους. Άλλο η συλλογική δραστηριοποίηση και άλλο ο πλήρης εξαγνισμός μιας φρικαλέας διαδρομής, από νεαρά άτομα που εξακολουθούν να έλκονται από την αντιεξουσιαστική αύρα του λεγόμενου «χώρου».
Όχι ότι μπορούν να δικαιολογηθούν οι υπόλοιπες δολοφονίες, θυμήθηκα όμως αυτές τις μέρες τη χαρακτηριστική περίπτωση του (Αφρο)Αμερικανού λοχία Ρόναλντ Στιούαρτ, ο οποίος εργαζόταν στο ΚΨΜ της βάσης του Ελληνικού και εκτελέστηκε από την οργάνωση τον Μάιο του 1991. Με εξαίρεση την τραγική περίπτωση του Θάνου Αξαρλιάν, ο οποίος δεν ήταν «στόχος» και καταχωρίστηκε στις «παράπλευρες απώλειες», σύμφωνα με τη λογική της «17Ν», αυτή ήταν η δολοφονία που είχε ταρακουνήσει πολλούς από εμάς, που μέχρι εκείνη την ώρα δεν υποστηρίζαμε μεν τη δράση της οργάνωσης, σφυρίζαμε αδιάφορα δε, πιστεύοντας κάπου μέσα μας ότι μπορεί να λειτουργεί και ως παραδειγματισμός για εκατοντάδες εκπροσώπους της εξουσίας και του κεφαλαίου με πολλούς σκελετούς στην ντουλάπα τους, ότι δεν είναι και το τέλος του κόσμου να ζουν με τον φόβο αυτοί που έχουν σπείρει τον φόβο και την επισφάλεια στους πολλούς. Μετά από εκείνη τη δολοφονία, όμως, παγιώθηκε η αίσθηση ότι επρόκειτο για φονιάδες που δεν είχαν ούτε τα κότσια ούτε την πρόθεση να αναμετρηθούν με πανίσχυρους στόχους. Και μπορούσαμε να το λέμε, όχι πια από μέσα μας αλλά δημόσια. Κι ας μας έκοβαν την καλημέρα οι πιο επαναστάτες από τους φίλους μας, όπως απειλούν να το κάνουν και τώρα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.