«Το μέλλον δε θα ’ρθει
από μοναχό του έτσι νέτο σκέτο
αν δεν πάρουμε μέτρα
και εμείς».
— Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΠΟΛΥΣ ΚΟΣΜΟΣ έχει συνηθίσει, σχεδόν έχει εθιστεί στο να ψηφίζει το μικρότερο κακό· κάθε φορά, με μικρή ή μεγάλη απογοήτευση, σχεδόν σέρνονται ως τις κάλπες για να ρίξουν ένα ψηφοδέλτιο που σηματοδοτεί όχι μια επιλογή ελπίδας και προοπτικής για κάτι, ό,τι και αν είναι αυτό, αλλά μια άρνηση να βρεθούν στην εξουσία και να αποφασίσουν για τις τύχες τους κάποιοι τους οποίους μισούν πολιτικά περισσότερο απ’ οποιουσδήποτε άλλους.
Οι πολιτικοί επιστήμονες ορίζουν αυτή την πολιτική στάση ως «αρνητική ψήφο» και αν αναλογιστούμε πόσους τέτοιους ανθρώπους συναντάμε γύρω μας στις καθημερινές κουβέντες μας, θα διαπιστώσουμε ότι είναι εντυπωσιακά πολλοί αριθμητικά, τόσοι ώστε σε κάθε εκλογική αναμέτρηση να μετατρέπονται σε εκείνη την κρίσιμη μάζα που με την επιλογή της κάνει την πλάστιγγα να γέρνει και αναδεικνύει τον νικητή.
Δεν ήταν πάντα έτσι· υπήρξαν στη νεότερη μεταπολιτευτική ιστορία περίοδοι που συντριπτικά μεγάλες ομάδες πολιτών είχαν ελπίδες και προσδοκίες που γίνονταν προφανείς με τις επιλογές τους.
Όσοι έχουν τη διάθεση και το κουράγιο να παρακολουθούν είτε από επαγγελματική διαστροφή είτε από προσωπικό ενδιαφέρον όσα συμβαίνουν μέχρι τώρα στην προεκλογική περίοδο, θα είδαν πολλές εικόνες που αναδεικνύουν μια γενικευμένη αδιαφορία για όσα μηνύματα εκπέμπουν κόμματα και πολιτικό προσωπικό. Στις συγκεντρώσεις όπου αρχηγοί υπόσχονται νέα θαύματα αν εκλεγούν συμμετέχουν λίγοι. Και αν δεν βοηθούσαν οι σκηνοθέτες με ικανότητες σαν του Μπιρσίμ (όσοι δεν γνωρίζουν, ας αναζητήσουν τον ρόλο του σε παλιές εποχές), θα αποκαλυπτόταν ότι οι πολιτικοί απευθύνονται σε ελάχιστους πιστούς του κόμματος με ιδιαίτερο φανατισμό που συνήθως βασίζεται σε «ίδιον όφελος». Πηγαίνουν εκεί για να τους δουν εκείνοι που πρέπει να τους δουν όταν έρθει η κρίσιμη ώρα.
Στους δρόμους που άλλοτε γέμιζαν από αφίσες, στα καφενεία όπου άναβαν τα αίματα, συχνά και κυριολεκτικά, στις τηλεοράσεις όπου άλλοτε παρακολουθούσαν πολλοί με περίσσιο ενδιαφέρον τις συζητήσεις που γίνονταν, ακόμα και στο διαδίκτυο που κυριαρχούσαν οι πολιτικές αναφορές, σχεδόν παντού υπάρχει μια εντυπωσιακή απουσία ενδιαφέροντος για ένα σημαίνον γεγονός που σε μικρό ή μεγάλο βαθμό θα καθορίσει τις τύχες όλων μας τα επόμενα χρόνια. Η κοινωνία, σχεδόν στο σύνολό της, βιώνει εξαιρετικά ήσυχες ημέρες κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Κι αυτές δεν σχετίζονται με μια πολιτική κουλτούρα που παρατηρούμε σε άλλες χώρες, με μια αλλαγή συμπεριφοράς που με έναν αιφνιδιαστικό τρόπο υιοθετήθηκε από τις μάζες οι οποίες μερικά χρόνια πριν έδειχναν ικανές για έκφραση οποιουδήποτε είδους φανατισμού ώστε να υποστηρίξουν όσα πολιτικά πιστεύουν. Δεν γίναμε Ευρώπη ούτε σε αυτό, άλλοι είναι οι λόγοι.
Δεν ήταν πάντα έτσι· υπήρξαν στη νεότερη μεταπολιτευτική ιστορία περίοδοι που συντριπτικά μεγάλες ομάδες πολιτών είχαν ελπίδες και προσδοκίες που γίνονταν προφανείς με τις επιλογές τους. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν το 1981 με τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά, αν περιοριστούμε στα τελευταία χρόνια, η τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο ήταν τον Ιανουάριο του 2015, ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές εκτιμήσεις για το περιεχόμενο της μεγάλης αλλαγής που συντελέστηκε τότε κατά τη διακυβέρνηση της χώρας και τις κάθε είδους ματαιώσεις. Τότε εξαιρετικά πολλοί πίστεψαν σε αυτό που σηματοδοτούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο ρεύμα ανθρώπων που από επιλογή πίστεψαν και υιοθέτησαν όσα ευαγγελιζόταν· τον ακολούθησαν με μεγάλο ενδιαφέρον και ελπίδες, αυτοί οι πολλοί άνθρωποι έδιναν μια θετική ψήφο.
Στις εκλογές του 2019 παρατηρήθηκε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο που ήταν εξαιρετικά έντονο ως προς τις διαστάσεις του. Η κρίσιμη ομάδα των πολιτών που έδωσαν την αυτοδυναμία στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν προερχόταν από το παραδοσιακά συντηρητικό ακροατήριο της παράταξης αλλά από αγανακτισμένους με τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ανθρώπους, οι οποίοι στο πρόσφατο παρελθόν επέλεγαν οτιδήποτε άλλο εκτός από τη δεξιά. Αυτοί έδωσαν την εξουσία στον Μητσοτάκη, ψηφίζοντας αρνητικά με σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο «να μην ξανάρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία». Aυτή η μάζα δείχνει να είναι παρούσα και σε αυτή την περίοδο· πόσο κρίσιμη είναι ακόμα, θα αποδειχτεί την Κυριακή της κάλπης.
Όμως, μια κοινωνία που ψηφίζει με κριτήριο «το μικρότερο κακό» δεν έχει πολλές πιθανότητες να ξεπεράσει τις πολυεπίπεδες κρίσεις που αντιμετωπίζει και παραπέμπουν σε μια συνολική παρακμή. Χρειάζεται μια θετική πρόταση που δεν θα έρχεται απαραίτητα από κάποιους «φωτισμένους» ηγέτες που θα την παρασύρουν σε αυτή και, όπως λέει και ο σπουδαίος ποιητής, «το μέλλον δε θα ’ρθει από μοναχό του έτσι νέτο σκέτο αν δεν πάρουμε μέτρα και εμείς». Δικό μας θέμα είναι…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.