ΕΙΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΛΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ είτε με οποιοδήποτε άλλο εκλογικό σύστημα, η δημοκρατία, αυτό το ζαλισμένο από τις πλανητικές κρίσεις σύστημα, δεν αντέχει την πολιτική κουλτούρα του αλαζονικού ηγεμονισμού. Χρειαζόμαστε νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής συνεργασίας και την έξοδο από τον πολιτικό πρωτογονισμό: έξοδο από την ωμότητα, τη λογική των τρολ, την πολιτική των συμβολικών δολοφονιών. Το να χειρίζονται τον πολιτικό λόγο στελέχη δημοκρατικών κομμάτων με όρους πρωτοσέλιδων του «Μακελειού» είναι τεράστια ντροπή.
Η άποψη πως το θέμα της πολιτικής ηθικής είναι πολυτέλεια ή εξωπραγματική δεοντολογία, ότι τάχα δεν αφορά την ουσία της πολιτικής, είναι χυδαίος οικονομισμός. Δεν έχει σημασία αν προέρχεται από νεοφιλελεύθερο ή αριστεριστή, από κάποιον που υποτιμάει τους θεσμούς για χάρη των αποτελεσματικών αγορών ή από κάποιον που περιφρονεί τους θεσμούς, επειδή, έτσι κι αλλιώς, θεωρεί την πολιτική ως πόλεμο αλληλοεξόντωσης.
Μεγάλος αριθμός πολιτών πιστεύει πως η συνεργασία είναι αδυναμία ή συνταγή χάους και πως η δύναμη βρίσκεται στις κλειστές ομάδες γύρω από τον έναν ή τον άλλον αρχηγό.
Ανεξάρτητα από τα εκλογικά συστήματα και τις ανάγκες τους, έχουμε ανάγκη από θεσμικές πολιτικές δυνάμεις. Αυτό δεν σημαίνει κάποια υποκριτική, ψευτομετριοπαθή γλώσσα ή να λειανθούν μόνο για επικοινωνιακούς λόγους οι χονδροειδείς συμπεριφορές. Σημαίνει πως αντιλαμβανόμαστε συλλογικά τo ότι οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή χρειάζεται κοινωνικές συμμαχίες· περισσότερους πάντως απ' όσους στοιχίζονται πρόθυμα σε μια κομματική γραμμή ή σε έναν πολιτικό αρχηγό. Δεν μπορεί να κυβερνά κανείς μόνο με τους «δικούς του» και κυρίως βρίζοντας σκαιά όλους τους υπόλοιπους. Και η υποταγή μέρους της πολιτικής τάξης στη ζούγκλα των τρολ δεν έχει τίποτα το δημοκρατικό.
Προφανώς, η πολιτική αντιπαράθεση πρέπει να αφορά την εργασία, το κράτος, την υγεία, την εσωτερική ή εξωτερική ασφάλεια. Το «ποιος θα μας κυβερνήσει» σχετίζεται με τις απαντήσεις που κρίνει κανείς πειστικές και επιθυμητές, λογικά και με την οπτική του συναισθήματος (που δεν μπορεί να εξοριστεί από τις πολιτικές μας εκτιμήσεις). Τα περιεχόμενα της πολιτικής, οι κατευθύνσεις τους, είναι η μία πλευρά. Η άλλη όψη είναι όμως το πώς αντιλαμβάνεται κάποιος τη δημόσια εξουσία και την ίδια του την ισχύ, αν τη βλέπει όπως ο αριστοκράτης ηγεμόνας που δεν θέλει να τη μοιράζεται ή αν καταλαβαίνει ότι στις δημοκρατίες η ισχύς περνά από τη συνεργασία και την κοινωνική εμπιστοσύνη.
Από παλιά υπήρχε ένα αίτημα για εκδημοκρατισμό της πολιτικής, για το πέρασμα από μια ολιγαρχική και συγκεντρωτική σε μια πιο συμμετοχική διάσταση. Επειδή όμως τρομάξαμε από τις άγριες μάχες για τα oφίτσια στα κόμματα και από το γενικότερο οργανωτικό χάος στο ελληνικό Δημόσιο, κυριάρχησε η εντύπωση ότι η πολιτική «δουλεύει» μόνο με σφιχτές, ολιγαρχικές ομάδες πιστών στον αρχηγό και τώρα πια με στρατούς ψηφιακών τραμπούκων στα social media. Μεγάλος αριθμός πολιτών πιστεύει πως η συνεργασία είναι αδυναμία ή συνταγή χάους και πως η δύναμη βρίσκεται στις κλειστές ομάδες γύρω από τον έναν ή τον άλλον αρχηγό. Θα ήταν ευτύχημα να ξεπερνούσαμε μια τέτοια ψευδαίσθηση που τη λίπανε η χρόνια οργανωτική και διοικητική σύγχυση, η οποία άγγιζε έναν βαθμό παράνοιας. Ο τρόπος που πολιτεύτηκαν τα κόμματα μεταξύ τους, βλέποντας πάντα τον αντίπαλο ως συμφορά ή διάβολο, αδυνατώντας να συνομιλήσουν για τις πραγματικές τους διαφορές, αυτό το καρναβάλι της πολιτικής έπρεπε να έχει τελειώσει. Είναι, φυσικά, πολύ δύσκολη η ιδέα και κυρίως η πρακτική μιας πιο συνεργατικής δημοκρατίας και μιας πολιτικής που δεν θα παθιάζεται με το αν ο Τσίπρας έκανε μπότοξ, αν ο Μητσοτάκης πήγε για ποδήλατο ή αν ο Ανδρουλάκης μιλάει κρητικά.
Ένα πρώτο, καλό βήμα θα ήταν να μην επιβραβευτούν από τους ψηφοφόρους υποψήφιοι/-ες που πολιτεύτηκαν με επιθέσεις επί προσωπικού, με τοξικές και αλλοπρόσαλλες ανοησίες, με ασημαντολογία δίχως μια λέξη για τα ουσιαστικά θέματα. Γιατί η πολιτική δεν είναι μόνο «θέσεις» ή προγράμματα αλλά και εκείνα τα πρόσωπα που κάνουν ορατή στον κόσμο τι είναι η αριστερά, η δεξιά, η σοσιαλδημοκρατία, ο ριζοσπαστισμός κ.λπ. Αν τα πρόσωπα τείνουν προς τη γελοιότητα, την ωμότητα ή τη γραφικότητα, συμπαρασύρουν και τις αντίστοιχες ιδέες, γιατί, εξάλλου, πολύς κόσμος δεν ξεχωρίζει λ.χ. την έννοια «αριστερά» από αυτούς που βλέπει στην οθόνη του και δηλώνουν αριστεροί.
Μια πιο επινοητική πολιτική κουλτούρα που δεν θα δώσει περισσότερη ισχύ στην πολιτική αγραμματοσύνη ή στον θεσμικό πρωτογονισμό είναι τελικά πιο κοντά στη συλλογική μας χειραφέτηση: στην απαλλαγή μας από την ψευδαίσθηση ότι η ισχύς βρίσκεται στον ηγεμονισμό της μίας αλήθειας και των κλειστών κύκλων της.