ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ που δεν είχαν την τύχη να γευτούν την πληκτική ειρήνη των δημοκρατικών καιρών έπρεπε να κρύβουν την «παιδικότητά τους». Οι νέοι της Κατοχής και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων περνούσαν από το κοντό πανταλόνι στο σακάκι και στο κουστούμι. Η παράταση της εφηβείας και η εξερεύνηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η περιορισμένη ευθύνη (με άλλα λόγια, η μοντέρνα ελευθερία του ανέμελου ατόμου) ήταν προνόμιο ενός μικρού αριθμού.
Οι πολλοί φαίνονται στα φωτογραφικά κάδρα πρόωρα μεγαλωμένοι, σφηνωμένοι σε μια επισημότητα, με τις στολές ή τα πολιτικά τους ρούχα τεκμήρια ένταξής τους στον κόσμο των ευθυνών. Συχνά είχαν να «κοιτάξουν» μιαν αδελφή ή μια μάνα και μετά να κάνουν και το «δικό τους κομμάτι». Τα παιδικά χρόνια άρχισαν να αποκτούν διάσταση κυρίως στις οικογένειες της μεσαίας τάξης.
Εκεί που από τη δεκαετία του ’50 και μετά ο κόσμος της φαντασίας των παιδιών διευρύνεται και αφομοιώνει καινούργιους ήρωες. Τα κόμικς, το ραδιόφωνο, τα πάρτι και όλες οι μορφές κοινωνικότητας των νέων δημιουργούν ένα πεδίο πειραματισμού και ελαφρότητας που δεν μπορούσε να εκφραστεί παλαιότερα, ακόμα και αν υπήρχε. Η φιλολογούσα ή αγροτο-χειρωνακτική νιότη του ’40, τα παιδιά που διάβαζαν τους ποιητές ή έμπαιναν στο μεροκάματο στα 12 ή στα 14, έδωσαν τη θέση τους σε πιο «κανονικούς» νέους.
Όσο περισσότερο εξασφαλίζονται διαστήματα μιας σχετικής κοινωνικής ειρήνης, η νεότητα αυτονομείται από το ενήλικο σύμπαν της υποχρέωσης. Και αυτή είναι μια ιστορία που εξελίσσεται σε όλες τις μεταπολεμικές δεκαετίες και ιδίως (όχι όμως αποκλειστικά) στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες.
Όπως έχουν αναλύσει εδώ και χρόνια οι άνθρωποι που μελετούν τις πολιτισμικές αλλαγές, η εισβολή των γκάτζετ, η τηλεόραση και περισσότερο ακόμα τα social media επιβεβαιώνουν την τεράστια δύναμη του νεανικού ύφους στον σύγχρονο πολιτισμό.
Στην Ελλάδα, η ανακάλυψη μιας ενήλικης παιδικότητας, μιας παιδικότητας που συνεχίζεται και στην ώριμη ηλικία του ατόμου, περνάει μέσα από διακριτά σύμβολα. Και εδώ η σχέση με εκπομπές όπως το «Εδώ Λιλιπούπολη» είναι χαρακτηριστική. Οι ιδιοφυείς στίχοι της Μαριανίνας Κριεζή και οι παράξενοι ήρωες της Λιλιπούπολης συνομιλούν περισσότερο με την ενήλικη παιδικότητα παρά με αυτήν καθαυτή την παιδική ηλικία.
Φαντάζομαι όμως πως κάποιος γεννημένος το 1920, αν στα πενήντα πέντε του (το 1975 που βγήκε η εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα) άκουγε κάποιο από αυτά τα τραγούδια, μάλλον θα σήκωνε τους ώμους του, λέγοντας «σάχλες». Θα έβρισκε σε όλα αυτά κάτι ανώριμο και αφελέστατο. Αυτοί οι παλιοί της Κατοχής μπορούσαν να διεκδικούν τα σκίτσα και τα κείμενα του Μποστ ή τα ευθυμογραφήματα των μετρ του είδους που ελάφραιναν το κλίμα: αυτά όμως, παρότι είχαν μια σατιρική και ανορθόδοξη γραφή, δεν μετέφεραν τον κόσμο των παιδικών ονείρων στο σύμπαν των μεγάλων.
Η πραγματική αλλαγή προς την ενήλικη παιδικότητα θα επιταχυνθεί μόνο με το σπάσιμο του κύκλου της πολιτικής καταπίεσης και της κρατικής λογοκρισίας. Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης διασχίζεται εξαρχής από δύο αντιφατικές κινήσεις. Η μία κίνηση θέλει τους νέους να φορούν τα μεγαλίστικα ρούχα των ηρωικών γενιών, να ποζάρουν κάτω από τα φισεκλίκια των ανταρτών, να παρακολουθούν προσηλωμένοι καλλιτεχνικές δημιουργίες τριών και πέντε ωρών και στη συνέχεια ανάλυση-συζήτηση σημειολογική. Η δεύτερη κίνηση παίζει, αντιθέτως, με το μοτίβο μιας επίμονης και τρελαμένης εφηβείας που διεκδικεί την αποκοπή της από τα βάρη του παρελθόντος.
Στον πολιτισμό της νέας δημοκρατικής Ελλάδας το «Εδώ Λιλιπούπολη» μοιάζει να κατέχει μια ενδιάμεση θέση. Έχει μεν πολιτικούς συμβολισμούς και κοινωνική κριτική, αλλά με φιγούρες και σχήματα λόγου που παραπέμπουν σε κόσμους της παιδικής φαντασίας. Τα ζώα, τα φυτά, τα χρώματα, γίνονται αυτόνομοι συντελεστές συγκίνησης.
Η ενήλικη παιδικότητα μετά από χρόνια θα τροφοδοτήσει φαινόμενα τόσο διαφορετικά όσο μια αληθινή λατρεία του ζώου συντροφιάς ή το binge-watching με τηλεοπτικές σειρές τα τελευταία χρόνια. Όπως έχουν αναλύσει εδώ και χρόνια οι άνθρωποι που μελετούν τις πολιτισμικές αλλαγές, η εισβολή των γκάτζετ, η τηλεόραση και περισσότερο ακόμα τα social media επιβεβαιώνουν την τεράστια δύναμη του νεανικού ύφους στον σύγχρονο πολιτισμό.
Επιστρέφω όμως πάλι στην ταπεινή αφορμή του κειμένου: στη «Λιλιπούπολη» και στον κόσμο που έστησε η στιχουργική φαντασία της Μαριανίνας Κριεζή. Διάβασα αυτές τις μέρες μια απορία, γιατί, ας πούμε, δεν έγινε εξίσου λόγος και για τις άλλες στιχουργικές δημιουργίες της Κριεζή, για παράδειγμα για το πασίγνωστο τραγούδι του Στράτου Διονυσίου σε μουσική Τάκη Μουσαφίρη «Ένα λεπτό περιπτερά».
Νομίζω όμως πως ο Στράτος Διονυσίου είναι μία από τις φωνές της παλαιάς, αρσενικής ματιάς στα πράγματα. Η «Λιλιπούπολη» ήχησε στο αυτοκίνητο της οικογενειακής εκδρομής ή στα υπνοδωμάτια μιας χώρας που γινόταν πιο δημοκρατική και άφηνε να αναδυθούν περισσότερα γυναικεία χνάρια. Η γυναίκα, το παιδί, ο έφηβος, δηλώνουν εμφατικά την παρουσία τους μέσα από ποπ σουρεαλισμούς, έναν συνειρμικά πιο ελεύθερο στίχο και νέους κώδικες τρυφερότητας. Η εξουσία της σαγήνης δεν μονοπωλείται πλέον από τον καημό του μεγάλου αρσενικού που δεν άντεχε την εγκατάλειψη και την προδοσία του. Η σαγήνη πέρασε σε έναν σπασμένο και ονειρικό λυρισμό που δεν είχε το μεγάλο λαϊκό ακροατήριο, αλλά έδειχνε προς το μέλλον, προς τις ευαισθησίες που θα φανούν τα τελευταία χρόνια.
Η ενήλικη παιδικότητα είναι προφανώς μια ιστορία με δύο όψεις ή με δυο κόψεις. Η μία στάθηκε απελευθερωτική, λυτρωτική και ανακουφιστική. Η άλλη όμως μπορεί να ήταν και ένας μηχανισμός αποποίησης ευθυνών και μια εκδοχή καθήλωσης στο εφηβικό δωμάτιο. Μπλέκεται επίσης με διάφορα σημαντικά πράγματα που την υπερβαίνουν, όπως τα εργασιακά πρότυπα, η επέκταση του χρόνου φοίτησης των νέων, το προσδόκιμο ζωής, που αυξήθηκε αλλάζοντας και τα ηλικιακά όρια της νεότητας και του γήρατος.
Όμως, όποια και αν είναι τα διαπιστευτήριά της, η ίδια η ειρηνική δημοκρατική καθημερινότητα αναζήτησε μαγικές μεταμορφώσεις και αλλόκοτους ήρωες. Κατά κάποιον τρόπο, οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν αποδεχτεί περισσότερες δόσεις ελαφρότητας και το δικαίωμα να τις εκφράζουν ελεύθερα. Για το καλό και το κακό. Και ίσως ποτέ άλλοτε δεν τραγούδησαν τόσα κοινά τραγούδια οι μάνες με τις έφηβες κόρες και δεν απόλαυσαν τις ίδιες ταινίες οι πατέρες και οι γιοι. Η ενήλικη παιδικότητα τίναξε στον αέρα το παλιότερο χάσμα γενεών που έκοβε στα δύο τις οικογένειες. Γι’ αυτό και εμβληματικά της αποτυπώματα, όπως η «Λιλιπούπολη», θα έχουν πάντα μια θέση στην καρδιά μας, ακόμα και αν μας έχουν κουράσει οι κατεψυγμένοι παιδισμοί της ποπ κουλτούρας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.