Η ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ακόμα «χαμηλή πολιτική». Παρά τις αλλαγές αρμοδιοτήτων, τους μεγάλους προϋπολογισμούς και τις δυνατότητες που έχουν δήμαρχοι και περιφερειάρχες, εξακολουθεί να συντηρείται μια σχεδόν σνομπ αντιμετώπιση: δήμαρχος, δηλαδή να μαζεύει τα σκουπίδια και να βάζει συνεργεία καθαρισμού, λένε, πιστεύοντας πως «τέτοια θέματα» είναι μη πολιτικά και κυρίως όχι τόσο σημαντικά όσο η γενική πολιτική.
Αυτό έχει αλλάξει κάπως, όχι όμως στον βαθμό που θα έπρεπε. Τώρα, τα αποτελέσματα των εκλογών και κυρίως η ανατροπή σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και στην περιφέρεια Θεσσαλίας (τρία παραδείγματα που δικαίως συζητιούνται περισσότερο), δείχνουν ότι διαμορφώνεται μια νέα κοινωνική προσδοκία για την αυτοδιοίκηση. Παρά τις διαφορές των προσώπων και των κατά τόπους καταστάσεων, αυτή η νέα προσδοκία στρέφεται στους δήμους αναζητώντας ό,τι δεν έχει ικανοποιήσει η γενική πολιτική στην Ελλάδα: μια ποιότητα στη μικρή κλίμακα του κατοικείν, μορφές πιο πειστικής κοινωνικής πολιτικής, αποδέσμευση χώρων για αναψυχή και άλλες δραστηριότητες των απλών ανθρώπων. Το «χαμηλό» επανέρχεται ως άλλου τύπου υψηλή πολιτική, εντοπισμένη, λιγότερο αφηρημένη και απόμακρη.
Ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών φαίνεται πως δεν ενδιαφέρεται να είναι πολίτες παρά μόνο χρήστες υπηρεσιών, εκδρομείς, ταξιδιώτες ή οτιδήποτε άλλο.
Φυσικά, η αυτοδιοίκηση δεν είναι ένας ιδεαλιστικός θεσμός. Η διαφθορά, οι πελατειακές συναλλαγές, οι διακανονισμοί συμφερόντων, έχουν δημιουργήσει σκληρές, υπόγειες δομές. Η παλιά μυθοποίηση που ήθελε την αποκέντρωση και την αυτοδιοίκηση ως κάτι πάντα καλύτερο σε σχέση με την κεντρική γραφειοκρατία του κράτους έχει διαψευστεί. Αυτό που αληθεύει όμως είναι ότι σήμερα γίνονται πολύ περισσότερα πράγματα στο επίπεδο του δήμου και των περιφερειών. Υπό όρους, μια ενεργητική και δημιουργική δημοτική αρχή μπορεί να βελτιώσει αισθητά τους όρους της συλλογικής μας ζωής (ή να τους διαλύσει ακόμα περισσότερο). Κρίσιμες υποδομές και έργα περνούν από μια περιφέρεια ή από τους δήμους.
Τώρα, λοιπόν, πρόσωπα όπως ο Χάρης Δούκας στην Αθήνα ή ο Στέλιος Αγγελούδης στη Θεσσαλονίκη καλούνται να αλλάξουν προτεραιότητες και μεθόδους. Προφανώς ποικίλες δυνάμεις θα θελήσουν να ασκήσουν επιρροή, να μη θιγούν, να μετακυλίσουν το κόστος αποφάσεων ή να αναστείλουν έργα. Και οι δυο πόλεις έχουν ένα πολύ ισχυρό λόμπι «τραπεζοκαθισμάτων», ομάδες συμφερόντων που δεν θέλουν μια πράσινη πολιτική ή που ταυτίζουν τον ευπρεπισμό της πόλης με την ακρίβεια και την έξωση των κατοίκων για χάρη εξευγενισμένων αναπλάσεων.
Το σήμα που δόθηκε αυτήν τη δεύτερη Κυριακή μιλάει, εμμέσως πλην σαφώς, για όλα αυτά. Δυστυχώς, μιλάει λιγότερο καθαρά γιατί το μέγεθος της αποχής θολώνει το μήνυμα. Να το πούμε ξανά: ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών φαίνεται πως δεν ενδιαφέρεται να είναι πολίτες παρά μόνο χρήστες υπηρεσιών, εκδρομείς, ταξιδιώτες ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό από μόνο του κάνει πιο ευάλωτη τη δημοκρατική ζωή και φτιάχνει μια επαγγελματική τάξη χιλιάδων πολιτευτών που διεκδικούν το πολιτικό πεδίο αυτοί και οι συγγενείς ή ο άμεσος περίγυρός τους.
Η αποχή, ο ακροδεξιός χώρος και η κυνική αντιμετώπιση των εκλογών (ως δαπανηρού και άχρηστου πανηγυριού) είναι σοβαρά προβλήματα κάθε νέας αρχής. Υπάρχει όμως, και καταγράφτηκε, η διάθεση για μια διαφορετική κουλτούρα αντιμετώπισης των αστικών προβλημάτων. Θέματα όπως η ακριβή στέγη και το πράσινο γίνονται θεμελιώδη, παράλληλα με το πρόβλημα των υποδομών και της κυκλοφορίας. Δεν μπορώ να καταλάβω την αντίδραση πολλών όταν πει κανείς πως αυτά τα θέματα έχουν πολιτική αιχμή και νόημα. Ανεξάρτητα από το αν στέκουν ή είναι υπερβολικές οι προσδοκίες «προοδευτικών μετώπων», έχει διαφανεί μια διαίρεση στις ιεραρχήσεις των στόχων και των προτιμήσεων σε σχέση με την αστική ανάπτυξη και τη διαχείριση των πόλεων, ιδίως των μεγάλων.
Υπάρχει μια οικονομίστικη, υπερ-τουριστική, real estate φαντασία για τη σύγχρονη πόλη και από την άλλη μια προσδοκία για ήπιες χρήσεις, αναζωογόνηση των γειτονιών και βελτίωση της «μικρής» καθημερινότητας. Η συμπερίληψη είναι μια καλή λέξη, αλλά δεν σημαίνει ότι μπορεί κανείς να δίνει ίση σημασία και την ίδια προτεραιότητα σε όλα τα σχέδια ζωής, τα μοντέλα ευημερίας και τα θεμιτά συμφέροντα. Κάποια έχουν μεγαλύτερη σημασία και προτεραιότητα για τους μεν και τους δε. Και αυτή η διαίρεση, όπως και αν το κάνουμε, έχει προεκτάσεις στην κεντρική πολιτική. Δεν είναι κάτι άχρωμο.
Οι πόλεις μας είναι ευαίσθητα συστήματα όπου περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας. Κατά κάποιον τρόπο, είναι οι πολιτείες μας, οι πρωταρχικές πολιτικές μας κοινότητες. Την ίδια στιγμή όμως είναι βιωμένα τοπία, εγκατεστημένες μνήμες, εμπειρίες καθημερινών διαδρομών στο πέρασμα του χρόνου. Κάποιες από τις επιλογές των πολιτών στις εκλογές αυτές έδειξαν πως οι νέες κοινωνικές ευαισθησίες αναζητούν έκφραση. Άλλες επιλογές επιβράβευσαν αρχαϊκούς λαϊκιστές ή πρόσωπα αμφιλεγόμενα και εξουσιαστικά πλέγματα. Κάποτε νικάει και η απελπισμένη ανάγκη για αποτελεσματικές και γρήγορες κινήσεις ανακούφισης.
Το βέβαιο είναι πως αυτό που έχασε είναι μια πόζα βεβαιότητας και η επιχείρηση μετατροπής των κεντρικών δήμων και των περιφερειών σε εργαλεία κυβερνητικού συνδικαλισμού. Με τον έναν ή άλλον τρόπο (και ενίοτε με τις επιλογές «ανταρτών» κ.λπ.) οι άνθρωποι ψήφισαν για πιο αυτόνομες φωνές και παρουσίες. Η προεξόφληση των «χρωμάτων του χάρτη» (μπλε, πράσινο, κόκκινο) βρίσκει πλέον τα όριά της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.