Το μανιφέστο της Σούπερ Κατερίνας

Facebook Twitter
0

Δύο γυναίκες καλλιτέχνιδες, διαφορετικής ηλικίας, διαφορετικού πλαισίου κοινωνικοποίησης (όπως προκύπτει από το έργο τους), με διαφορετικές σκέψεις αλλά με το ίδιο όνομα, η Κατερίνα Ζαχαροπούλου και η Κατερίνα Κανά παρουσιάζουν την καινούργια τους δουλειά με τίτλους «6΄ περίπου» στην γκαλερί Bernier-Eliades και “In Dust we Trust” στην γκαλερί Ε31, αντίστοιχα. Ο λόγος που επιχειρώ να γράψω για τις δύο αυτές εκθέσεις μαζί δεν είναι φυσικά η συνωνυμία των καλλιτεχνίδων, αλλά ένας αλλόκοτος παραλληλισμός στις δύο –φαινομενικά– εγκάθετα διαφορετικές προσεγγίσεις. Και οι δύο καλλιτέχνιδες επιχειρούν κυρίως μέσα από το μέσο της κινούμενης εικόνας video να κατανοήσουν και να φτάσουν κοντύτερα στην πραγματικότητα την οποία βιώνουν –και μέσα σε αυτή τον εαυτό τους–, και συνάμα να «αποδομήσουν» και να σχολιάσουν την ουσιαστική φύση θεσμών που «διοικούν» αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, αυτόν της τηλεόρασης η Κατερίνα Ζαχαροπούλου και αυτόν της εκκλησίας η Κατερίνα Κανά.
Ο τρόπος «κατασκευής» –ή σκηνοθεσίας, ακόμη πιο κυριολεκτικά– των δύο διαδρομών είναι εκ διαμέτρου αντίθετος.

Με τρόπο σοβαρό και μετρημένο, η Κατερίνα Ζαχαροπούλου μπαίνει σε έναν διάλογο με τον εαυτό της, σε μορφή talk show, προκειμένου να εκφράσει τελικά τις βαθιές της ανησυχίες για τον διχασμό της προσωπικότητας και την ακροβασία ανάμεσα στις πολλαπλές πραγματικότητές της, με κυριότερες αυτήν της εικαστικού και αυτήν της τεχνοκριτικού και τηλεοπτικής παρουσιάστριας μιας εκπομπής στο κρατικό κανάλι τηλεόρασης, στα πλαίσια της οποίας γίνεται ο καθρέφτης πολλών άλλων εικαστικών, παρουσιάζοντάς τους και ρωτώντας τους για τη δουλειά τους. Ξεκινώντας λοιπόν από μια εντελώς κλασική παρουσίαση τέτοιου τύπου συνέντευξης, η Ζαχαροπούλου βάζει τους θεατές αντιμέτωπους με κάτι το οποίο είναι συνηθισμένοι να βλέπουν στους δέκτες της τηλεόρασής τους, το οποίο έχει όμως υποστεί μια «μικρή» ανατροπή! Η ερωτώσα και η συνεντευξιαζόμενη είναι το ίδιο πρόσωπο, και ο φαινομενικά αποστασιοποιημένος τηλεοπτικός διάλογος αποτελεί μια βαθιά ιδιωτική διαδρομή στα έγκατα της ψυχής μιας εικαστικού και ταυτόχρονα ενός δημόσιου, τηλεοπτικού προσώπου. Μέσα σε αυτά τα έξι λεπτά περίπου, ο θεατής βλέπει τη Ζαχαροπούλου να απελευθερώνεται μέσα σε ένα διάλογο με τον ευατό της και να εκθέτει εντέλει πολύ προσωπικές ανησυχίες και πλευρές του εαυτού της, εικόνα η οποία ίσως έρχεται και σε αντίθεση με την προκατασκευασμένη τηλεοπτική αντανάκλαση της ίδιας μέσα από τις τηλεοπτικές εκπομπές της. Η ευαίσθητη πλευρά της εικαστικής ανησυχίας της –και ταυτόχρονα η εκατοντάδων ωρών έκθεση της Ζαχαροπούλου στην κάμερα και τα τηλεοπτικά στούντιο– οδηγούν σε αυτό το καίριο σχόλιο του διχασμού της σύγχρονης προσωπικότητας, και μαζί τής κατασκευασμένης αλήθειας μέσω της τηλεόρασης. Η έκθεση συμπληρώνεται και με ένα χειροποίητο βιβλίο με τα σχέδια και τις σημειώσεις μέσα από τις οποίες ολοκληρώθηκε το video, καθώς και με φράσεις του Πεσόα από το «Βιβλίο της Ανησυχίας», τα οποία κατά τη γνώμη μου αποδυναμώνουν το κεντρικό έργο. Πιστεύοντας ότι το video καθαυτό είναι αρκετά προσωπικό, νομίζω πως η σειρά σημειώσεων και σχεδίων φαντάζει λιγάκι φλύαρη, ενώ την ίδια ώρα η χρήση στην παρουσίαση ενός κειμένου χιλιοδιαβασμένου από ένα μεγάλο μέρος του κοινού (και λόγω της φύσης του χιλιοερμηνευμένου από πολλαπλά βλέμματα) μοιάζει περιττή. Το να έχει επηρεαστεί κάποιος/κάποια από Πεσόα δεν είναι κάτι μεμπτό ούτε σπάνιο, αλλά η αναγραφή των φράσεών του μέσα στον εκθεσιακό χώρο μοιάζει σχολικά κυριολεκτική, και μαζί ένα γεγονός το οποίο δεν χρειάζονται τα υπόλοιπα έργα, που έχουν δική τους, μοναδική βαρύτητα.

Την ίδια ώρα, η Κατερίνα Κανά με φαινομενικά πολύ πιο χαλαρό τρόπο «τα ρίχνει» στην εκκλησία, πραγματευόμενη την ίδια ώρα την έννοια του θείου και της τελετουργικής λατρείας μέσα από ένα φιλμ σε πνεύμα πανκ, λόγω του οικιακού (επιτηδευμένου ή μη) χαρακτήρα της ποιότητάς του. Εδώ, η αναπαραστατική διαδρομή είναι αντίθετη. Μέσα από ένα φιλμ που είναι άμεσα αναγνωρίσιμο ως ανατρεπτική γραφή, η Κανά δημιουργεί μια παράλληλη κριτική με τη Ζαχαροπούλου, σχολιάζοντας την κοινωνική και ιδιωτική της πραγματικότητα στην Αθήνα. Το “Dust II” αποτελεί το δεύτερο μέρος της ενότητας “DUST”, μιας σειράς φιλμ κατά την οποία η καλλιτέχνις και οι φίλοι της (τουλάχιστον έτσι μοιάζει) μπαίνουν σε νυχτερινές περιπέτειες προκειμένου να σχολιάσουν τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας, χωρίς όμως να υιοθετούν καμία στρατευμένη πολιτικά θέση, αλλά ασκώντας πολιτική μέσα από το προσωπικό τους βίωμα. “Dust my ass” ήταν ο τίτλος του πρώτου επεισοδίου, κατά το οποίο μια ομάδα νέων ανθρώπων που φορούν μάσκες ζώων ανεβαίνουν στο λόφο του Λυκαβηττού προκειμένου να συζητήσουν, να εκφράσουν τη γνώμη τους για το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, το οποίο βασίζεται σε μια σειρά υποσχέσεων για μια καλύτερη ζωή. Ατενίζοντας την Αθήνα, μας χαρίζουν στο τέλος ένα πολλαπλό mooning, προκειμένου να διαβάσουμε την επιγραφή που είναι γραμμένη στα οπίσθιά τους και φέρει τον τίτλο του έργου. Κάτω από το ίδιο μοτίβο και κρατώντας την ίδια ισορροπία χαλαρότητας και σοβαρού, γελοίου και τραγικού –γεγονός το οποίο αποτελεί και την ουσιαστική δύναμη αυτών των ταινιών–, το τωρινό video αποτελεί ακόμη μια φορά μια διαδρομή στην αστική Αθήνα τη νύχτα, με προορισμό το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, εκεί όπου η «παρέα» –ντυμένοι παπάδες– θα μας δώσει το δεύτερο μήνυμα, πάντα μέσω πολλαπλού mooning: “Dust my Trust”. Ανάμεσα παρεμβάλλουν εικόνες μιας γυναίκας (χωρίς αυτό να είναι ξεκάθαρο) να αυτομαστιγώνεται και ενός άντρα να αυνανίζεται, σκηνοθετημένες μεν αλλά όχι μακρινές. Μοιάζει σαν να είναι εικόνες της «καθημερινότητας» της καλλιτέχνιδος, οι οποίες χρησιμοποιούνται εδώ σε αντιδιαστολή ως προς την εκκλησία και ως διαφορετική προσέγγιση προς το θείο και τη λατρεία. Από το φιλμ αντηχεί τόσο ο πραγματικός πόνος όσο και το γέλιο (το οποίο είναι διάχυτο), γεγονός που το προστατεύει από την λούμπα του πομπώδους σχολίου και του δίνει την επιτυχία μιας σύγχρονης δημιουργίας, η οποία –χωρίς καμία αμηχανία– οφείλεται σε αυθεντική εμπειρία.

0