Πώς και ήρθατε στην Αθήνα; Και γιατί μείνατε τελικά εδώ;
Στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1987 έγινα φίλος με μια Ελληνίδα με το όνομα Ευφροσύνη Δοξιάδη. Αυτή ήταν η αρχή της σχέσης μου με την Ελλάδα. Χάρη σ’ εκείνη, το γιο της και τους φίλους του, μέσα στα χρόνια, μπόρεσα να επισκεφτώ αυτόν το τόπο αρκετές φορές. Μια χρονιά το 2004, γνώρισα και ερωτεύτηκα μια Ελληνίδα, που το 2006 με κάλεσε να ζήσουμε μαζί εδώ. Ήθελα έτσι κι αλλιώς να βρω έναν τρόπο να ζήσω στην Αθήνα. Αυτή η πόλη μου ταίριαζε περισσότερο από το Λονδίνο. Τα πάντα, από το κλίμα μέχρι την πιο περιορισμένη αλλά αποτελεσματικότερη κοινωνική σφαίρα, μου φαίνονταν πιο εύκολα. Από το να μένω μόνος μου στο Λονδίνο, αυτή η προοπτική ήταν πολύ καλύτερη, κι έτσι άρπαξα την ευκαιρία.
Πότε νιώσατε για πρώτη φορά την επιθυμία να γίνετε ζωγράφος;
Δεν είχα ποτέ καμιά επιθυμία να γίνω ζωγράφος, απλώς πάντα ΗΜΟΥΝ ζωγράφος. Η τελευταία φορά που ένιωσα ότι δεν είμαι καλύτερος στη ζωγραφική από τους υπόλοιπους θα πρέπει να ήταν στα 5 μου χρόνια. Θυμάμαι πολύ έντονα μια από τις τελευταίες μέτριες ζωγραφιές που έφτιαξα στη ζωή μου. Μια συνηθισμένη παιδική ζωγραφιά ενός σπιτιού με πράσινη νερομπογιά. Μετά όλα άλλαξαν. Στα 6 μου, οι δάσκαλοι με κατηγορούσαν ότι έκανα ξεπατικωτούρες όταν εγώ απλά ζωγράφιζα με το μάτι. Τα άλλα παιδιά πίστευαν ότι έχω ένα μαγικό μολύβι! Καμιά φορά τους έδινα αυτό το «μαγικό μολύβι» και τους έλεγα «άντε λοιπόν, ζωγραφίστε όπως εγώ». Έτσι από τα έξι μου, όσον αφορά τη ζωγραφική, ένιωθα ανώτερο ον. Κι αυτό το συναίσθημα έμεινε μαζί μου μέχρι τη στιγμή που έπρεπε να αποφασίσω ποιο επάγγελμα θα ακολουθούσα. Το ερώτημα δεν ήταν αν θα γινόμουν ζωγράφος. Το ερώτημα ήταν αν θα παρέμενα ζωγράφος. Δεν είχα απλώς μια κλίση στη ζωγραφική, η ζωγραφική ήταν ο πυρήνας της εικόνας που είχα για τον εαυτό μου από παιδί.
Πώς θα περιγράφατε την έκθεσή σας Old Age;
Είναι μια έκθεση 20 σχεδίων με μολύβι που ασχολούνται με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε η τραγωδία του να γερνάς. Δεν ήθελα όμως να αντιγράψω εκ του φυσικού το πώς φαίνονται οι γέροι, ήθελα να πω κάτι πιο κατηγορηματικό γι’ αυτήν την προδοσία που η Φύση επιφυλάσσει σε όλους μας. Για να το κάνω αυτό προσπάθησα να επινοήσω μια παράλληλη καταστροφική διαδικασία μ’ Εκείνη. Μια διαδικασία που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι υπαρκτή, αλλά που για μένα εκφράζει αυτό που αισθάνομαι για την ήδη υπάρχουσα. Υπό αυτή την έννοια, τα έργα είναι σατιρικά, αλλά ο στόχος της δικής μου σάτιρας είναι αυτό το σύμπαν που απαιτεί τη φθορά και το θάνατό μας. Ο στόχος δεν είναι το πρόσωπο στο σχέδιο αλλά η δύναμη που το καταστρέφει. Προσπάθησα να αντιμετωπίσω το κάθε άτομο στα σχέδια με τη μέγιστη δυνατή συμπόνια. Η έκφραση των ματιών σε πολλά από τα πρόσωπα μοιάζει να προέρχεται από την ανάμνηση μιας γυναίκας που είχα συναντήσει πριν πάρα πολλά χρόνια στον οίκο ευγηρίας του παππού μου. Ήταν γύρω στα 80, αλλά με κάποιο τρόπο μπορούσες να δεις καθαρά πώς κάποτε ήταν νέα.- τα γηρατειά έμοιαζαν σαν ένα επίχρισμα πάνω της, σαν μια αρρώστια. Κι αυτό προσπάθησα να δείξω σε μερικά από τα σχέδια. Τη θυμάμαι να λέει, βουρκωμένη: «Είναι φρικτό το να γερνάς», σαν να υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να είχε κάνει για να το σταματήσει.
Σε ενδιέφερε η γήρανση από παλιότερα;
Ναι, παρ’ όλα αυτά δεν είχε εμφανιστεί ιδιαίτερα στη δουλειά μου μέχρι σήμερα.
Και τι σας έκανε τελικά να ασχοληθείτε με το θέμα;
Η χρονολογία στο ημερολόγιο. Είμαι 45 χρονών τώρα, και βλέπω στο πρόσωπό μου να εμφανίζονται οι πρώτες παραμορφώσεις σε εμβρυακή μορφή. Και φυσικά οι γονείς μου που μπαίνουν πια στα 70 τους. Τα υπερβολικά κρεμασμένα μάγουλα σε πολλά από τα σχέδια βασίζονται στα ζυγωματικά της μητέρας μου που έχουν καταρρεύσει. Στη δουλειά μου επιτίθεμαι σε όσα δεν μπορώ να αποδεχθώ, σ’ εκείνα τα πράγματα που μπορούν να με τρελάνουν. Αυτά τα σχέδια είναι μια διαμαρτυρία, μια δημόσια διαδήλωση ενάντια σε μια πλευρά της Φύσης που δεν θέλω να αποδεχθώ. Ίσως να είναι ένα παιδικό πείσμα, ίσως όμως και να με βοηθήσει να ξορκίσω το θυμό και τον φόβο μου…
Πώς σας φαίνεται σήμερα η Αθήνα;
Εξακολουθεί να είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις στον κόσμο για να ζήσει κανείς, παρά την σημερινή κατάσταση. Από πλευράς τοπογραφίας είναι εκπληκτική και θα παραμείνει έτσι ό,τι κι αν γίνει. Εννοώ το δαχτυλίδι των βουνών, η θάλασσα και τα λοιπά. Ακόμα και η τοπογραφία της ίδιας της πόλης- μια θάλασσα από χρηστικό μπετόν που από μέσα του αναδύεται και δεσπόζει πάνω απ’ όλα, αυτή η χιλιάδων χρόνων ανώτερη κατασκευή. Έχει την ποιητικότητα ενός πίνακα του Μαξ Έρνστ ή του Πωλ Κλέ.
Κι η καθημερινότητά σας, πώς είναι;
Κοίτα, εφόσον δεν έχω αφεντικό, μπορώ να ακολουθώ μέσα στη μέρα έναν φυσιολογικό ρυθμό. Το πρωί δουλεύω γύρω στις 5 ώρες αλλά συχνά τα μεσημέρια εδώ, δυσκολεύομαι να μείνω ξύπνιος. Δεν μ’ αρέσει καθόλου να κοιμάμαι τα μεσημέρια, αλλά τα καλοκαίρια, αναγκάζομαι να το κάνω. Πολλές φορές ξυπνάω αποπροσανατολισμένος και με κακή διάθεση. Ποιος ξέρει γιατί. Μετά κάνω διάφορες μικροδουλειές στο σπίτι, παίρνω τη Βασιλική απ’ τη δουλειά, πάω για περπάτημα στη Φωκίωνος Νέγρη ή πάνω στα Τουρκοβούνια. Κι αν μπορώ, συνεχίζω να δουλεύω. Αν έχω αρχίσει ένα καινούργιο έργο δουλεύω 8-9 ώρες συνεχόμενα, γιατί δεν αντέχω να παρατάω κάτι που φαίνεται χάλια, αλλά αν πρόκειται για κάποιο σχέδιο από τη σειρά Vehicles, η πνευματική προσπάθεια είναι τεράστια και 4-5 ώρες τη μέρα είναι το όριό μου. Τα βράδια καθόμαστε στο μπαλκόνι και συζητάμε, παίζουμε μαζί τραγούδια στην κιθάρα ή καμιά φορά βλέπουμε τηλεόραση. Αλλά όχι «ζωντανή» τηλεόραση. Δεν είμαστε συνδεδεμένοι με τα κανάλια. Βλέπουμε DVD από παλιές Αγγλικές σειρές. Αποφασίσαμε ότι δεν αντέχουμε άλλο την τηλεόραση- τους παρουσιαστές, τις διαφημίσεις, τις ειδήσεις, τα τηλεπαιχνίδια. Μας είναι τελείως ανυπόφορα. Μπορεί να υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες εκπομπές, αλλά το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις είναι ένας χείμαρρος από σκουπίδια. Έτσι κι αλλιώς, είχα σταματήσει να βλέπω τηλεόραση 5 χρόνια πριν φύγω απ’ το Λονδίνο.
Ποιους καλλιτέχνες εκτιμάτε περισσότερο;
Τον Μιχαήλ Άγγελο, γιατί πήγε την ανατομία πέρα από τον ρεαλισμό και την αναδημιούργησε πάνω σε μια ανώτερη κλίμακα. Τον Ρούμπενς, γιατί έδωσε στην ανθρώπινη σάρκα μια πυρετώδη φρενίτιδα. Τον Ρέμπραντ, για το ξεγύμνωμα της ανθρώπινης ψυχής. Τον Γκόγια, για τις νοσηρές δημιουργίες του. Τον Βαν Γκογκ, γιατί επανεφηύρε επιστημονικά τα χρώματα.
Τον Πικάσσο, γιατί επανεφηύρε όλες τις φόρμες. Τον Μπέκμαν, για τους μυθολογικούς του λαβύρινθους. Τους Σουρεαλιστές, για την επανάσταση του παράλογου. Όσον αφορά στην ποπ αρτ και την conceptual art (εννοιολογική τέχνη), κοίτα, καταλαβαίνω τι θέλουν να πουν, αλλά πέρα από αυτό δεν πεθαίνω κιόλας από ενθουσιασμό.
Από τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι τις μέρες μας, οι ζωγράφοι που θαυμάζω περισσότερο δεν προέρχονται κυρίως από τα Εικαστικά, αλλά είναι άνθρωποι όπως ο κομίστας Robert Crumb- που έχει χαρακτηριστεί από τον Ρόμπερτ Χιούζ (Robert Hughes) ως ο Μπρέγκελ του 20ου αιώνα- και πολλοί «εικονογράφοι» επιστημονικής φαντασίας, πραγματικοί οραματιστές, όπως ο Chris Foss και ο HR Giger. Από τους σύγχρονους εικαστικούς θαυμάζω περισσότερο τον Paul Noble, και κανα δυο εννοιολογικούς καλλιτέχνες που αυτή τη στιγμή το όνομά τους μου διαφεύγει….
Afta!
* «Old Age», Steven C. Harvey
ELIKAGallery - Ομήρου 27, Αθήνα, 210 3618045 // Μέχρι τις 27/10.
Επίσης, αυτή την εποχή, από τη σειρά Vehicles, εκτίθενται έξι έργα του στο Λονδίνο - στην γκαλερί Harris-Lindsay
σχόλια