ESG: Οι στόχοι, το νομικό πλαίσιο και οι τάσεις στην Ευρώπη και στην Ελλάδα
Οι αυστηρότεροι κανόνες και η αυξανόμενη εποπτεία από την πλευρά των ρυθμιστικών αρχών στις επενδύσεις ESG αναμένεται να οδηγήσουν σε ένα «ξεκαθάρισμα» όσον αφορά την πραγματική ενσωμάτωση των κριτηρίων ESG.
Οι αυστηρότεροι κανόνες και η αυξανόμενη εποπτεία από την πλευρά των ρυθμιστικών αρχών στις επενδύσεις ESG αναμένεται να οδηγήσουν σε ένα «ξεκαθάρισμα» όσον αφορά την πραγματική ενσωμάτωση των κριτηρίων ESG. Οι Ευρωπαίοι νομοθέτες εργάζονται εντατικά για τη βελτιστοποίηση του νομικού πλαισίου, ενσωματώνοντας κριτήρια που άπτονται της Πράσινης Συμφωνίας, και η Ελλάδα ακολουθεί, σημειώνοντας μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις υψηλότερες επιδόσεις σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Ηγετική δράση, όπως είναι αναμενόμενο, στη στρατηγική ESG έχουν αναλάβει οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ το Δημόσιο κάνει ήδη τα πρώτα δειλά βήματα. Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί μονόδρομο για την επιχειρηματική κοινότητα, καθώς δεν επιβάλλεται μόνο από τα θεσμικά όργανα αλλά και από τους καταναλωτές. Μια πρόσφατη έρευνα της PwC (Pricewaterhouse Coopers) σε καταναλωτές και εργαζομένους διαπίστωσε ότι το 83% των καταναλωτών πιστεύει ότι οι εταιρείες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη δημιουργία βέλτιστων πρακτικών ESG, ενώ το 86% των εργαζομένων προτιμά να εργάζεται για εταιρείες των οποίων οι πεποιθήσεις ευθυγραμμίζονται με τις δικές τους.
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Επιτροπής, οι εταιρείες θα πρέπει να παρακολουθούν παράγοντες κινδύνου καταναγκαστικής εργασίας που μπορεί να σχετίζονται με τη χώρα που εμπλέκεται, την κατάσταση της μετανάστευσης, τις άτυπες εργασιακές σχέσεις, τους ειδικούς περιορισμούς για τους εργαζόμενους κ.λπ.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι το 76% των καταναλωτών ανέφερε ότι θα διέκοπτε τις σχέσεις του με οργανισμούς που αντιμετώπιζαν άσχημα τους εργαζόμενους, τις τοπικές κοινότητες ή το περιβάλλον. Πρόκειται για μια νέα αγορά η οποία δημιουργεί, μεταξύ άλλων, και «χρυσές» ευκαιρίες απασχόλησης. Σύμφωνα με το Bloomberg, τα στελέχη ESG θεωρούνται περιζήτητα, με τις ετήσιες απολαβές τους να φθάνουν ακόμη και τα 800.000 δολάρια.
Ωστόσο, οι ασαφείς ορισμοί έχουν κάνει ορισμένες εθνικές ρυθμιστικές αρχές να επιβάλουν τους δικούς τους τοπικούς κανόνες σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για τα βιώσιμα κεφάλαια, αυξάνοντας τον κίνδυνο αποκλίσεων απ’ όσα προβλέπουν οι κανονισμοί, ένα πρόβλημα το οποίο έχει αναδειχθεί σε διεθνές επίπεδο και για το οποίο αναμένονται λύσεις που θα βασίζονται σε ενιαία, κοινώς αποδεκτά πρότυπα.
Η αγορά ESG θεωρείται ανώριμη, κάτι που αποδεικνύεται και σε πρόσφατη έρευνα του Finra Investor Education Foundation και του Κέντρου Ερευνών NORC (National Opinion Research Center) του Πανεπιστήμιου του Σικάγου, όπου περισσότεροι από τους μισούς (57%) επενδυτές πιστεύουν ότι οι ESG επενδύσεις μπορεί να αποτελέσουν ένα μέσον για θετική αλλαγή στον κόσμο, αλλά μόνο το 24% μπορεί να ορίσει σωστά τι σημαίνει ESG επένδυση.
Το νομικό πλαίσιο και η επόμενη μέρα
Η ενσωμάτωση του ESG σε ευρωπαϊκό επίπεδο περιβάλλεται από πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες που είτε έχουν ολοκληρωθεί, είτε εμπλουτίζονται, είτε βρίσκονται σε φάση επεξεργασίας. Από την 1η Ιανουαρίου 2022 ο κανονισμός Taxonomy εφαρμόζεται στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα οποία προωθούν ή έχουν ως στόχο τους τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή σε αυτήν.
Το 2021 τέθηκε σε ισχύ ο Κανονισμός Γνωστοποιήσεων Αειφορίας (SFDR) με στόχο τη διαμόρφωση ομοιόμορφων κανόνων ενημέρωσης των τελικών επενδυτών σχετικά με τους κινδύνους βιωσιμότητας στο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. Οι πιο λεπτομερείς γνωστοποιήσεις (επιπέδου 2) υποτίθεται ότι θα ίσχυαν από την 1η Ιανουαρίου 2022. Ωστόσο η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τα σχετικά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα (RTS), έχει μεταθέσει την ισχύ τους από 1η Ιανουαρίου του 2023.
Η Ελλάδα ενσωματώνει σταδιακά τις ευρωπαϊκές οδηγίες, ενώ στα μέσα του 2022 εκτιμάται ότι θα είναι έτοιμο και το θεσμικό πλαίσιο για τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση των υπόλοιπων εισηγμένων αλλά και των μεγαλύτερων μη εισηγμένων. Οι τελευταίες θα καλούνται να δημοσιεύουν από το 2023-2024 πληροφορίες για ESG, μια απαίτηση η οποία συνιστά πρόκληση ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Σε επόμενη φάση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζεται να υποβάλει σχέδιο νομοθεσίας στις αρχές του 2022 σχετικά με έναν υποχρεωτικό νόμο για την αλυσίδα εφοδιασμού και σε προκαταρκτικό στάδιο έχει δημοσιεύσει ήδη οδηγίες σχετικά με την αντιμετώπιση του κινδύνου καταναγκαστικής εργασίας στις δραστηριότητες και στις αλυσίδες εφοδιασμού των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις οδηγίες της Επιτροπής, οι εταιρείες θα πρέπει να παρακολουθούν παράγοντες κινδύνου καταναγκαστικής εργασίας που μπορεί να σχετίζονται με τη χώρα που εμπλέκεται, την κατάσταση της μετανάστευσης, τις άτυπες εργασιακές σχέσεις, τους ειδικούς περιορισμούς για τους εργαζόμενους κ.λπ. Σε αυτήν τη βάση οι πολυεθνικές εταιρείες θα πρέπει να προετοιμάσουν, να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν επαρκή πρωτόκολλα για να λάβουν περαιτέρω μέτρα για την καταπολέμηση της καταναγκαστικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου των αλυσίδων αξίας τους.
Τι συμβαίνει στην ελληνική αγορά
Η ελληνική αγορά καταγράφει πρόοδο στην ενσωμάτωση των κριτηρίων ESG, καθώς αυξάνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων που ακολουθούν τη διαδικασία υποβολής ESG δεδομένων, ενώ κινητικότητα παρατηρείται και από την πλευρά των μη εισηγμένων, των μεσαίων και των μικρών επιχειρήσεων.
Μια γενική εικόνα της τάσης που επικρατεί στην Ελλάδα δίνει το Χρηματιστήριο Αθηνών, το οποίο έχει αναλάβει να κινητοποιήσει το σύνολο των εισηγμένων προς την κατεύθυνση του ESG, κάνοντας την αρχή με την πρωτοβουλία για τον Οδηγό Δημοσιοποίησης Μη Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών και συνεχίζοντας με τον δείκτη ATHEX ESG. Μάλιστα, μετά την πρόσφατη αναθεώρησή του, αυξήθηκε ο αριθμός των εταιρειών από 35 σε 49, ενώ έχει αυξηθεί και η βαθμολογία από το 0,45 στο 0,70 (αφορά την ποσότητα των στοιχείων που υποβάλλονται).
Επόμενη «στάση» για το ESG: Ο δημόσιος τομέας
Το ενδιαφέρον του κοινού για την κλιματική αλλαγή βρίσκεται στο αποκορύφωμά του και οι αναφορές βιωσιμότητας επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να αποδείξουν την πρόοδο που σημειώνουν στη μείωση των εκπομπών.
Οι στόχοι του δημόσιου τομέα συνδέονται με το δημόσιο συμφέρον και το όφελος και κατ’ επέκταση οι δημόσιοι φορείς έχουν επίσης ισχυρά κίνητρα για να είναι πιο διαφανείς σχετικά με τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων τους. Ωστόσο, όπως συνέβη κατά την πρώτη φάση υιοθέτησης προτύπων στον ιδιωτικό τομέα, έτσι και στο Δημόσιο καταγράφονται στρεβλώσεις οι οποίες αποτρέπουν τις γνωστοποιήσεις για τις επιδόσεις των οργανισμών.
Το 2021, το Ορκωτό Ινστιτούτο Δημοσίων Οικονομικών και Λογιστικής CIPFA υλοποίησε μια έρευνα με τίτλο «Evolving Climate Accountability», η οποία εξέτασε την πρακτική της υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας στον δημόσιο τομέα. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ευρύτερη υιοθέτηση αναφορών βιωσιμότητας στον δημόσιο τομέα είναι ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει συμφωνημένο πρότυπο ή πλαίσιο. Η έρευνα της CIPFA επικαλείται δώδεκα διαφορετικά πλαίσια αναφοράς βιωσιμότητας που είναι διαθέσιμα επί του παρόντος, αλλά κανένα από αυτά δεν σχετίζεται, ειδικά με το πλαίσιο του δημόσιου τομέα.
Σχεδόν το ένα τέταρτο των οργανισμών που συμμετείχαν στην έρευνα και συντάσσουν έκθεση βιωσιμότητας ανέφεραν ότι η έλλειψη ποιοτικών δεδομένων αποτελεί σημαντική πρόκληση για την παραγωγή εκθέσεων, ακολουθούμενη από έλλειψη πολιτικής βούλησης και συμφωνημένου πλαισίου. Στο ίδιο πλαίσιο, από τους οργανισμούς που δήλωσαν ότι ήδη παράγουν εκθέσεις, μόνο το 37% πιστεύει ότι είχε επαρκείς δεξιότητες για να το κάνει, ενώ μόλις το 34% δήλωσε ότι διέθετε τα κατάλληλα στελέχη για να συντάξουν τέτοιες εκθέσεις.