Τα βιβλία που μας μένουν είναι εκείνα που μας δένουν με ανθρώπους που αγαπάμε

Τρεις συντάκτριες της LiFO ξεχωρίζουν ένα βιβλίο από τις Εκδόσεις Ψυχογιός που τις κρατά για πάντα δεμένες με μια ξεχωριστή ιστορία.

Αν τα δώρα που κάνουμε στους αγαπημένους μας λένε περισσότερα για το ποιοι είναι εκείνοι ή τελοσπάντων για το πώς τους βλέπουμε εμείς, όταν δωρίζουμε ένα βιβλίο αποκαλύπτουμε και πράγματα για τον εαυτό μας.

Γιατί το βιβλίο είναι πολλά παραπάνω από ένα δώρο -είναι ένας ολόκληρος κόσμος, μια ιστορία που χωράει και εμάς τους ίδιους όσο βυθιζόμαστε στην ανάγνωσή της. Ταυτιζόμαστε, ονειρευόμαστε, θυμώνουμε και αγωνιούμε, ζούμε πολέμους, μάχες, μεγάλους έρωτες και ταξίδια ενηλικίωσης καθισμένοι στην πολυθρόνα μας.

Και όταν τελειώνουμε τα βιβλία που έχουμε αγαπήσει, νιώθουμε ότι έχουμε αφήσει μέσα τους ένα δικό μας κομμάτι. Σαν να είμαστε αιώνια δεμένοι μαζί τους.

Όταν δωρίζουμε, λοιπόν, ένα βιβλίο σε κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, είναι σαν να του δίνουμε αντικλείδι για να έχει πρόσβαση σε κάτι πολύ δικό μας. Έτσι, δενόμαστε μαζί του για πάντα.

Και επειδή τα Χριστούγεννα είναι πάντα μια καλή αφορμή να κάνουμε δώρα που μένουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η επιλογή ενός βιβλίου είναι ιδανική για να δημιουργήσουμε ακόμα πιο ουσιαστικές σχέσεις με τους ανθρώπους μας, να μοιραστούμε κάτι που μας άγγιξε βαθιά.

Τρεις συντάκτριες της Lifo ξεχωρίζουν ένα βιβλίο από τις Εκδόσεις Ψυχογιός που τις κρατά για πάντα δεμένες με ανθρώπους, ιστορίες και ξεχωριστές αναμνήσεις.

Ήταν καλοκαίρι και έψαχνα το επόμενο ανάγνωσμά μου όταν έπεσα πάνω σε αυτή την περιγραφή: «Μυστικές αδελφότητες, σέκτες, φαύλοι εξουσιαστές, αδίστακτοι δολοφόνοι, εκδικητές, μαύρες μαγικές ιστορίες, πρωτόγνωρες δίοδοι, αποκαλυπτικές ρωγμές, μια χρυσαλλίδα στα σύννεφα, ψυχεδέλεια και παράδοση, στοιχειωμένες μουσικές, νοσταλγία, μια ματιά στο φεγγάρι - ή στα φεγγάρια. Στα δυο φεγγάρια του 1Q84, αυτής της Πόλης των γάτων».

Παρόλο που δεν είμαι cat person και συνήθως προτιμώ κοινωνικά μυθιστορήματα, μου δημιουργήθηκαν αμέσως απορίες. «Τι ακριβώς είναι το 1Q84; Τι σχέση έχουν οι γάτες με τις μυστικές αδελφότητες και πού κολλάει η ιστορία δύο εραστών που ψάχνουν ο ένας τον άλλο με όλα τα υπόλοιπα;». Το βιβλίο, λοιπόν, είχε ήδη ξεκινήσει να με αφορά.

Βούτηξα στο μυστηριώδες σύμπαν του Χαρούκι Μουρακάμι διαβάζοντας για ώρες κάθε μέρα, και μόλις τελείωσα το πρώτο βιβλίο αγόρασα το δεύτερο και το τρίτο, που ολοκληρώνουν την ιστορία. Τότε ήταν που μπήκαν στο παιχνίδι οι γονείς μου, με τον πατέρα μου να ξεκινά το πρώτο βιβλίο και τη μητέρα μου να ακολουθεί αμέσως μετά. Εγώ διασκέδαζα με την αναγνωστική παντοδυναμία μου, αφού μπορούσα ανά πάσα στιγμή να αποκαλύψω ένα σημαντικό γεγονός της πλοκής και να τους γκρεμίσω την αγωνία που τόσο απολαυστικά χτίζει ο Μουρακάμι στις σελίδες του.

Από την άλλη, αυτό το ιδιαίτερο αναγνωστικό τρίγωνο έδωσε στις οικογενειακές μας διακοπές μια αύρα μυστηρίου -σαν άλλος ντετέκτιβ ρωτούσα διερευνητικά σε ποιο σημείο βρισκόταν ο καθένας, έκανα συνωμοτικές, χαμηλόφωνες συζητήσεις με τον πατέρα μου για να μην κάνουμε spoiler στη μητέρα μου ενώ το peer pressure για να τελειώσουν όλοι τα βιβλία ώστε να συζητήσουμε ανοιχτά άρχισε να εντείνεται.

Η γραφή του Χαρούκι Μουρακάμι είναι απλή και η δράση τρέχει σαν νερό -έτσι κολλάς και είναι αδύνατο να το αφήσεις. Αλλά αυτή ακριβώς η απλή γλώσσα είναι σαν παγίδα γιατί ο κόσμος που φτιάχνει ο Μουρακάμι γλιστράει στο παράλογο σε ανύποπτο χρόνο -έτσι ο αναγνώστης βεβαιώνεται ότι υπάρχει ένας άλλος κόσμος ακριβώς δίπλα από τους ήρωες και εμφανίζεται μέσα από μικρές ρωγμές.

Η ιστορία του Τένγκο και της Αομάμε και η εθιστική γραφή του Μουρακάμι με έκαναν φανατική αναγνώστριά του, και αφού τελείωσα το 1Q84 διάβασα όλα τα υπόλοιπα βιβλία του. Και για να συνεχίσει η οικογενειακή παράδοση εκείνου του καλοκαιριού…οι γονείς μου διάβασαν επίσης τα βιβλία του Μουρακάμι με την ίδια σειρά και διαδοχή. Για να κλέισει ο κύκλος, φέτος θα το πάρω δώρο στον αδερφό μου!

Πριν κάποιο καιρό έζησα το πιο υπέροχο ραντεβού. Ένα από αυτά που θυμάσαι με χαμόγελο και ένα από αυτά που σου μένουν στην κυτταρική μνήμη. Αγόρι συνάντησε κορίτσι σε ένα βιβλιοπωλείο και αυτή μπορούσε να είναι αρχή από κάποια ρομαντική κομεντί.

Εκείνος είχε πιάσει το «Μεσάνυχτα στη Βιβλιοθήκη» του Ματ Χέιγκ και εγώ του έλεγα για το πόσο υπέροχο βιβλίο είναι. Για το πόσο σε έβαζε να σκεφτείς πώς θα ήταν η ζωή σου αν είχες κάνει μία διαφορετική επιλογή. Άραγε, πόσο διαφορετικά θα θυμόμουν αυτή τη χειμωνιάτικη βόλτα στο βιβλιοπωλείο, αν δεν είχαμε μιλήσει; Θα τη θυμόμουν άραγε καν ή θα είχε ενσωματωθεί μέσα στην υπόλοιπη, σχετικά αδιάφορη μέρα;

Περάσαμε κάποια ώρα να συζητάμε και αργότερα είπαμε να πάμε για έναν καφέ. Βόλτα στην Αθήνα, στα γραφικά σοκάκια της και δύο άγνωστοι μέχρι πριν λίγη ώρα, τώρα να συζητάνε για βιβλία και ιστορίες. Ναι, ήταν το πιο υπέροχο ραντεβού. Η συνέχεια δεν ήταν αντάξια της αρχής της και έτσι, λίγο καιρό μετά, γίναμε ξανά δύο άγνωστοι. Όμως, κάθε φορά που βλέπω το όνομα του Ματ Χέιγκ, γυρνάω πίσω σε αυτή την ιστορία. Σε αυτό το ραντεβού.

Όταν κυκλοφόρησε το «Αβάσιμη ζωή», αποφάσισα πως θέλω να «να το ζήσω» όπως πρέπει. Ένα Σαββατοκύριακο, ο καναπές μου, το βιβλίο και εγώ. Στις σελίδες του διάβαζα τον χαρακτηριστικό τρόπο γραφής του, ταξίδευα με τη Γκρέις στο μικρό νησί και παράλληλα πήγαινα ξανά πίσω σε εκείνο το ραντεβού. Ο Ματ Χέιγκ για μένα, εκτός από υπέροχες ιστορίες γεμάτες μαγικό ρεαλισμό, θα μου θυμίζει πως κάποτε έζησα μία στιγμή όπως αυτές που γράφοντα στα ρομαντικά βιβλία.

Θυμάμαι την ημέρα που το «Το Τρίτο Στεφάνι» μπήκε στη ζωή μου σαν να ήταν χτες. Εγώ ήμουν περίπου στα 15 και εκείνο ένα καλοκαίρι ατελείωτης εφηβικής βαρεμάρας, μοιρασμένο ανάμεσα σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα ενόψει Λυκείου. Ένα σίριαλ μόλις είχε αρχίσει στην τηλεόραση, με τη μαμά να ενθουσιάζεται για το «αριστούργημα του Ταχτσή» και τον μπαμπά να με κοιτάζει με εκείνο το σοβαρό ύφος που έπαιρνε μόνο όταν μιλούσε για βιβλία.

«Αν είναι να το δεις στην τηλεόραση, διάβασέ το πρώτα», είπε, πριν μου δώσει το βιβλίο. Η φωνή του είχε κάτι σαν διαταγή, οπότε δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια διαπραγμάτευσης. Όπερ και εγένετο.

Από την πρώτη σελίδα, η γλώσσα ζωντανή, αθυρόστομη και γεμάτη συναίσθημα σε συνδυασμό με τις φωνές της Νίνας και της Εκάβης με τράβηξαν σαν μαγνήτης. Ο τρόπος που η Εκάβη μιλούσε δε για τους άντρες της, τη φιλία με τη Νίνα, και όλα τα ευτράπελα της ζωής τους, μας έφτασε σε σημείο σχεδόν να με κυνηγάει η μαμά για να μην ξενυχτάω διαβάζοντας. Γιατί μπορώ να πω με βεβαιότητα πως πραγματικά το καταβρόχθισα.

Όταν τελείωσα, έδωσα επιτέλους «άδεια» στον εαυτό μου να δει το σίριαλ. Και εδώ είναι που κατάλαβα τη σοφία της συμβουλής του πατέρα μου: το βιβλίο είχε ήδη δημιουργήσει μέσα μου εικόνες τόσο ζωντανές, που καμία τηλεοπτική μεταφορά δεν θα μπορούσε να τις ξεπεράσει. Όχι ότι το σίριαλ ήταν κακό – κάθε άλλο. Αλλά τα δικά μου «σκηνικά» και «σκηνοθεσία» είχαν γίνει ήδη μέρος της φαντασίας μου.

Από τότε, όποτε ένα βιβλίο γίνεται ταινία ή σειρά, η φράση του «διάβασέ το πρώτα» ηχεί σαν κανόνας. Κι αν με ρωτάς, είναι μια από τις καλύτερες συνήθειες που έχω υιοθετήσει.

Σήμερα, το «Το Τρίτο Στεφάνι» έχει μια θέση στο ράφι μου, μαζί με τα βιβλία που θεωρώ «απαραίτητα». Και κάθε φορά που το κοιτάζω, θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι, τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου, και την πρώτη φορά που ένιωσα πόσο ισχυρή μπορεί να είναι μια ιστορία. Δεν είναι απλά ένα βιβλίο – είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μου. Και αν δεν το έχεις διαβάσει ακόμα, να το κάνεις. Αλλά, ξέρεις, πριν δεις την τηλεοπτική μεταφορά!

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Scroll to top icon