Τα πιο γευστικά ταξίδια τα έκανα σπίτι μου
Κάπου ανάμεσα σε φρεσκοφυτεμένα αμπέλια.
ADVERTORIAL
Ο Νικόλας μεγάλωσε στο οινοποιείο. Αμέσως μετά το σχολείο, έφυγε στο εξωτερικό για τις σπουδές του. Περπατώντας πάντα παράλληλα με τον γνώριμο δρόμο του κρασιού, γέμισε εμπειρίες και γνώσεις που κάθε λίγο συνδύαζε με μερικά, ψαγμένα ταξίδια στις κάβες του κόσμου. Στα 35 του, αποφάσισε να επιστρέψει στο νησί του. Το για χρόνια κλειστό και σκονισμένο οικογενειακό οινοποιείο έμοιαζε να ζητά πίσω τη χαμένη του αίγλη. Και ο Νικόλας, χορτάτος από τα βουητά των μεγάλων πόλεων, ζητούσε από τη μεριά του μια ανάπαυλα διαρκείας. Μια μεγάλη αυλή με θέα στη θάλασσα και ένα τραπέζι στη μέση. Το τοπίο πράσινο και φουντωμένο τριγύρω, χρειαζόταν ένα τυπικό, ανθρώπινο συγύρισμα. Και ο Νικόλας είχε πάρει την απόφασή του. «Φεύγω για τα πάνω, κυρία Λένα! Θα κάνω σπίτι το οινοποιείο!», φώναξε στη γειτόνισσα της κάτω μεριάς του νησιού απαντώντας στην ερώτηση για που το ‘βαλε με τόση πραμάτεια στο πορτμπαγκάζ.
Και το εννοούσε. Ο Νικόλας είχε ξεκινήσει, λίγο μετά την άφιξή του στο νησί, να «ισιάζει» το παλιό οινοποιείο. Τα τοπικά συνεργεία δούλευαν σαν τρελά για να μετατρέψουν το κάποτε πρώτο και μοναδικό σπίτι του κρασιού στο νησί σε αληθινό σπίτι με τα όλα του. Βέβαια, το σπίτι αυτό επρόκειτο να απέχει αρκετά από τα κοινά κυκλαδόσπιτα, καθώς ο πρότερος ρόλος του μάλλον θα διατηρηθεί. Ο Νικόλας, κατακόκκινος και ιδρωμένος με ένα ψάθινο καπέλο κάτω από τη ζέστη, έχει αρχίσει να φροντίζει τον κήπο. Και εκεί, στην ίδια πλαγιά, μερικά νέα αμπέλια θα λάβουν σύντομα και στην ώρα τους τη δική τους θέση. Συγγενείς και φίλοι νησιώτες περνούν καθημερινά από εκεί, βάζοντας ένα χεράκι στις εργασίες. Το «πρότζεκτ» φαίνεται να έχει ενθουσιάσει τους ντόπιους κοντινούς του Νικόλα. Κάπως σαν και οι ίδιοι να το έχουν πιστέψει λίγο παραπάνω απ’ ότι ο ίδιος περίμενε. Η καλύτερη άφιξη της εβδομάδας είναι πάντα η θεία Έμιλυ. Έχοντας τις ρίζες της στα ξένα, αυτή ήταν που «έσπρωξε» με κάθε τρόπο τον Νικόλα για σπουδές στο εξωτερικό. Και τώρα είναι εδώ, πρώτη και καλύτερη, να τον καλωσορίσει πίσω.
Δροσιστικά αναψυκτικά και μπύρες, φρέσκα φρούτα, μοσχομυριστές ντομάτες και ποικιλία από τυριά σε αυτοσχέδιο σακίδιο-ψυγείο. Το λεωφορείο την αφήνει ακριβώς έξω από το οινοποιείο. Έχει κάνει αδιάρρηκτη συμφωνία με τον οδηγό. Περνάει από τα Lidl και προμηθεύεται «νοστιμιά». Έτσι της αρέσει να αποκαλεί καθετί φρέσκο που βρίσκει εκεί. Το μικροσκοπικό πορτοφολάκι της έχει καλά υπολογισμένο περιεχόμενο και στα Lidl δεν ξεφεύγει ποτέ. Ξέρει τι ψωνίζει, αλλά και για ποιον. Ο Νικόλας την έχει σαν δεύτερη μάνα του. Κι εκείνη σαν παιδί της. Κι αυτό είναι που έχει λείψει σε εκείνον πιο πολύ απ’ όλα. Τα αυτοσχέδια τραπέζια. Και η αγάπη, που βρίσκει πάντα τη θέση της σ’ αυτά. Το μοναδικό, αναλλοίωτο κομμάτι στο πέρασμα του χρόνου. Το βαρύ, μεταλλικό τραπέζι που έχει σφηνώσει στην αυλή του οινοποιείου εδώ και χρόνια.
Οι πρώτοι μήνες περνούν νεράκι και οι εργασίες ολοκληρώνονται. Ο Νικόλας έχει χάσει την «ασπρίλα» της ξενιτιάς για τα καλά και πλέον είναι ένας κλασικός νησιώτης σώμα και πνεύμα. Το πρώτο άνοιγμα του σπιτιού δεν έχει τίποτα άλλο από τα απολύτως απαραίτητα. Απλές, φρέσκες πρώτες ύλες από τα Lidl της πόλης, σακούλες γεμάτες γευστικά ταξίδια που κρέμονται από το τιμόνι της βέσπας του. Ντόπια-κλασικά και εμπνευσμένα από άλλες κουζίνες, τα κουβαλά, τα συνδυάζει, τα εξελίσσει. Η θεία Έμιλυ τον συνοδεύει. Πάντρεμα νησιώτικο που γνωρίζει την απλότητα και την αξία της. Φίλοι και οικογένεια μαζεύονται στη συγυρισμένη αυλή. Το σούρουπο τους βρίσκει όλους αντάμα. Και η έμπνευση έρχεται άμεσα για το μελλοντικό του πόνημα. Ένα οινοποιείο για τους δικούς του. Αλλά και για άλλους. Για όσους θέλουν να σαλπάρουν μαζί του σ’ αυτό το νέο, γευστικό ταξίδι ζωής που μόλις έχει ξεκινήσει. Συνοδεία κρασιών από τη δική του κάβα. Μια κάβα εμπειριών και γνώσης που τελικά θα τον ριζώσει στο νησί. Σε μια λιτή ζωή, γεμάτη νόημα. Με έντονη, αλλά ισορροπημένη οξύτητα και γεμάτο… αληθινά γεμάτο σώμα! Κάνοντας τι άλλο φυσικά; Την κάθε μέρα να αξίζει πραγματικά.