«Να φορέσω κάτι καλοκαιρινό ή χειμερινό» αναρωτιέται, ενώ στεκόμαστε μπροστά στις γεμάτες χρώμα, μαξιμαλιστικές δημιουργίες της. Αναρωτιέμαι ποιο είναι αυτό το κόσμημα που χαρακτηρίζει χειμερινό, «δεν υπάρχει» θα μου πει και θα γελάσει.
Από τα πρώτα λεπτά με την Κατερίνα Ψωμά, ήδη από ένα γρήγορο τηλεφώνημα, μπορεί κανείς να καταλάβει ότι πρόκειται για μια larger than life προσωπικότητα.
«Τυχαία βρέθηκα σε αυτό», λέει εννοώντας τη δική της υπογραφή στη μόδα. Το ξανασκέφτεται. «Η ζωή έχει διάφορα μονοπάτια. Κάποια στιγμή βρισκόμαστε σε σταυροδρόμια και αναρωτιόμαστε “τι να κάνω;”, “προς τα πού να πάω;”. Ό,τι πλάνα και να έχεις, δεν ξέρεις τελικά πού θα σε βγάλει, αυτό νομίζω ότι φαίνεται πολύ καλά και με τις καταστάσεις που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια».
Οι πρώτες εικόνες κοσμημάτων που έχει είναι οι καρφίτσες της γιαγιάς της ‒θεωρεί ότι κακώς τις σνομπάρουμε, μας προτείνει να βρούμε τρόπο να τις περάσουμε έστω και σε ένα κορδόνι, αν έχουμε κληρονομήσει τέτοιες‒, αλλά αυτές από μόνες τους δεν την έκαναν να σκέφτεται πως όταν μεγαλώσει θέλει να ασχοληθεί με το κόσμημα.
Κάνουμε κοσμήματα από την αρχαία Ελλάδα, έχουμε παράδοση στον διάκοσμο. Από κει που το κόσμημα ήταν θέμα status και φανέρωνε πού ανήκεις, από πού προέρχεσαι, πλέον έχει γίνει κάτι πολύ προσωπικό, έχει μπει στην καθημερινότητά μας για να μας κάνει να αισθανόμαστε όμορφα αλλά και άνετα, γι’ αυτό έχει νόημα να κοσμούμε τον εαυτό μας.
Το δικό της πλάνο ήταν να γίνει ιστορικός της τέχνης, και το σπούδασε, πρώτα βρέθηκε σε πανεπιστήμια της Ρώμης και μετά της Αγγλίας. Το διδακτορικό της ήταν πάνω στη βυζαντινή τέχνη και αρχιτεκτονική. Παράλληλα, ενώ ταξίδευε, συγκέντρωνε πολύτιμους λίθους και σπάνια στολίδια.
«Έφτιαχνα από χόμπι διάφορα κοσμήματα τα οποία τράβηξαν την προσοχή σημαντικών ανθρώπων της μόδας. Δεν τα κρατούσα για μένα, τα έδινα δεξιά και αριστερά». Ο πρώτος που πρόσεξε τα κοσμήματά της ήταν ο Λάκης Γαβαλάς, «μια πολύ καλή φίλη της μητέρας μου και δική μου δούλευε για εκείνον. Της είπε μια μέρα “τι ωραίο αυτό που φοράς, τι είναι;” κι εκείνη απάντησε “είναι της Κατερίνας”. “Ποιας Κατερίνας;” τη ρώτησε, “της κόρης της Μάρθας” του αποκρίθηκε. Αυτός ο διάλογος έγινε πέντε-έξι φορές, ο Λάκης έλεγε “μα δεν πρέπει να τη γνωρίσουμε αυτή την Κατερίνα;” και τελικά έβαλε τα κοσμήματά μου στο μαγαζί του. Τότε δεν υπήρχαν και πολλοί Έλληνες σχεδιαστές, ο Λάκης δεν είχε κανέναν. Στ’ αλήθεια έκανα την εταιρεία για να τον γνωρίσω, σκόπευα να την κλείσω σε έναν χρόνο, αφού θα του είχα δώσει τα κοσμήματα που ήθελε».
Μετά ήρθε το Sotris, το Free Shop, το ένα μαγαζί την πήγαινε στο άλλο. Είδε αυτή την περίοδο σαν μια σαββατική άδεια, που τελικά κρατάει μέχρι σήμερα, μετρώντας είκοσι δύο χρόνια. Δεν γύρισε ποτέ πίσω στο διδακτορικό της.
Πέντε χρόνια μετά τη δημιουργία του brand της, το 2005, αρχίζει να βγαίνει στο εξωτερικό για να δείξει τη δουλειά της στις εβδομάδες μόδας. Η πρώτη ήταν αυτή του Λονδίνου, μετά συνέχισε στο Μιλάνο και στο Παρίσι. Στις αρχές των ’00s δεν υπήρχαν πολλά εγχώρια brands με costume jewellery σαν τα δικά της.
«Θεωρώ ότι στην Ελλάδα, τόσο στο κόσμημα όσο και στο ρούχο, έχουμε απίστευτα brands. Ειδικά στο κόσμημα έχουμε από τα πιο πρωτοποριακά, με βάθος όσον αφορά την τεχνική της κατασκευής».
Η Λητώ Καρακωστάνογλου, ο Γιάννης Σεργάκης, ο Νίκος Κούλης, η Ιλεάνα Μακρή, η Μαρία Μάστορη, είναι, κατά την ίδια, οι σχεδιαστές που επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά της. «Κάνουμε κοσμήματα από την αρχαία Ελλάδα, έχουμε παράδοση στον διάκοσμο. Από κει που το κόσμημα ήταν θέμα status και φανέρωνε πού ανήκεις, από πού προέρχεσαι, πλέον έχει γίνει κάτι πολύ προσωπικό, έχει μπει στην καθημερινότητά μας για να μας κάνει να αισθανόμαστε όμορφα αλλά και άνετα, γι’ αυτό έχει νόημα να κοσμούμε τον εαυτό μας».
Το όνομά της δεν άργησε να διαδοθεί. «Με έβαλαν αμέσως στα περιοδικά, μου πήρε τέσσερα χρόνια για να μπω στις καλύτερες μπουτίκ παγκοσμίως. Ήταν σωστό το timing; Ήμουν πολύ συγκεντρωμένη σε αυτό; Μιλάμε για μια εποχή πριν από το Ιnstagram, όταν οι επιβεβαιώσεις παραγγελιών γίνονταν με φαξ».
Από τότε μέχρι σήμερα η σχεδιαστική της ταυτότητά βασίζεται σε «ένα μικρό, λαμπερό σύμπαν», έτσι την περιγράφει. «Αυτό το σύμπαν δεν έχει να κάνει μόνο με το αντικείμενο per se, αφορά μια στάση ζωής. Κι όταν λέω “λαμπερό”, δεν το εννοώ με την έννοια του glamorous. Έχω στο μυαλό μου όλα τα αυτόφωτα πλάσματα. Εκείνο που προσφέρει το brand στα πλάσματα αυτά είναι λίγη παραπάνω χαρά. Το κόσμημα αποτελεί μια εύκολη, καθημερινή λύση για να αισθανόμαστε όμορφα».
Ρετρό αναφορές, κοσμοπολίτικος αέρας, κλασικά κοσμήματα δοσμένα αλλιώς, αυτές είναι οι συλλογές της. Στο εργαστήριο της Απόλλωνος στην Πλάκα δουλεύουν με ετερόκλητα, χειροποίητα και vintage υλικά, «πρώτα τα ερωτεύομαι και μετά τα μοιράζομαι με άλλους ανθρώπους που πιστεύω ότι θα τα ερωτευτούν κι εκείνοι με τη σειρά τους». Μουράνο, καμπουσόν, κεραμικές πέτρες και ημιπολύτιμες, παλιά κρύσταλλα, που πλέον δυσκολεύεται να βρει, συνθέτουν τις πληθωρικές δημιουργίες της. «Συνεργάζομαι με τεχνίτες που φτιάχνουν πράγματα για εμάς, οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται στην Ιταλία. Είναι άνθρωποι που πωρώνονται με αυτό που κάνουν». Ογκώδη και εντυπωσιακά, πιο διακριτικά και ευκολοφόρετα σαν τα charm necklaces της, η «σχεδιαστική πρόκληση» για εκείνη είναι να δούμε κάτι φορεμένο και να σκεφτούμε ότι μπορεί να είναι Katerina Psoma. Το πετυχαίνει σταθερά.
Θαυμάζει τα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά κοσμήματα, τις συλλογές των οίκων Bulgari και Buccellati, του Ντέιβιντ Γουέμπ, αυτά ήταν όσα ανέφερε όταν τη ρώτησα για εμβληματικά κομμάτια. «Ωστόσο αυτή είναι η προσωπική μου αισθητική, δεν ξέρω κατά πόσο η κοινωνία μας πλέον μπορεί να ταυτίζεται με την έννοια του εμβληματικού, αν μας κάνει καλό και μας βοηθάει το δέος που αυτή εμπεριέχει. Πιστεύω ότι τη θέση των αντικειμένων πρέπει να πάρουν οι εμβληματικές αξίες πάνω στις οποίες μπορεί κανείς να βασιστεί και να δημιουργήσει. Για παράδειγμα, παρατηρώ ότι το παιδί μου θα δώσει σημασία και θα ψάξει για το αποτύπωμα άνθρακα που αφήνει κάτι πριν το αγοράσει online. Αυτή είναι μια αξία που θα ήθελα να δω να θεωρείται εμβληματική».
Με τον μαξιμαλισμό που χαρακτηρίζει το στυλ της ως σχεδιάστριας πώς τα πάμε; «Τα social media έχουν παίξει απίστευτο ρόλο στο να εξοικειωθούμε με το διαφορετικό, έχουμε απομυθοποιήσει πολλά που κάποτε βρίσκαμε εκκεντρικά. Θα δεις μια φίλη σου να φοράει κάτι και είναι πολύ πιθανό να σκεφτείς “γιατί να μην το τολμήσω κι εγώ; Ή κάτι άλλο που σκέφτομαι καιρό;”».
Από τη στιγμή που η φράση «τα διαμάντια είναι οι καλύτεροι φίλοι μιας γυναίκας» είναι κλισέ και κατά βάση ουτοπική, υπάρχει για εκείνη κάποιο πιο προσιτό κόσμημα που θεωρεί απαραίτητο; «Δεν είμαι καθόλου του “πρέπει”, εξάλλου υπάρχουν και άνθρωποι που δεν φοράνε καθόλου κοσμήματα. Πριν από πάρα πολλά χρόνια θυμάμαι μια κυρία σε μια έκθεση να μου λέει ότι δεν φοράει κοσμήματα και το επανέλαβε πολλές φορές. Ξαφνικά ήθελε να αγοράσει ό,τι πιο ογκώδες είχα. Τότε της είπα “σκεφτείτε το δεύτερη φορά, έχετε επηρεαστεί από το περιβάλλον”. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι έγινε μετά, νομίζω ότι την έπεισα να μην το πάρει τελικά. Το μόνο που οφείλουμε στον εαυτό μας να κάνουμε είναι να ακούμε την εσωτερική μας φωνή.
Για μένα οι κρίκοι είναι πολύ κομψοί, και τα μαργαριτάρια, με τα οποία μπορούμε να επανεφευρίσκουμε συνέχεια τρόπους για να φορεθούν. Αλλά δεν πιστεύω στους κανόνες. Αν είχα να διαλέξω μόνο ένα κόσμημα, θα επέλεγα με συναισθηματικά κριτήρια, πρόκειται για κάτι που φοράς πάνω σου, που καμιά φορά κοιμάσαι το βράδυ μαζί του. Τι πιο ωραίο από το να κοιτάς ένα δαχτυλίδι που φόραγε ένα αγαπημένο σου πρόσωπο; Δεν είναι ανάγκη να είναι κάτι ακριβό, το πιο πολύτιμο πράγμα είναι αυτό που περνάει από γενιά σε γενιά και μας φέρνει στο μυαλό μνήμες αγάπης».
Τις αρχές του modus vivendi αλλά και operandi της τις έχει χαράξει σε κοσμήματα της τελευταίας της συλλογής: «Choose well», «Be a poem», «All fine».
«Οι επιλογές μας ορίζουν με τέτοιον τρόπο τη ζωή μας ώστε πρέπει να τις σκεφτόμαστε δύο φορές. Έπειτα, κάθε μέρα που περνάει νομίζω ότι πρέπει να προσπαθούμε να τη δούμε με τη δική μας γραφή, και ας είναι απλώς μια Τρίτη π.χ.. Επίσης, θεωρώ πολύ σημαντικό να πιστεύουμε ότι όλα θα πάνε καλά, γιατί έτσι ωθούμε τον εαυτό μας να σταθεί στα δύσκολα».
Σε λίγες μέρες θα δούμε την «Ταβέρνα το Κατερινιώ», τη νέα της συλλογή. «Έχει μια ελληνικότητα, αλλά χωρίς το φολκλόρ, έχει χρώματα, είναι πλουμιστή, συμπυκνώνει όσα βρίσκουμε μια Κυριακή μεσημέρι σε μια ταβέρνα τρώγοντας καλαμαράκια με εκείνους που θέλουμε, το μοίρασμα, την παρέα και την ξεγνοιασιά, πράγματα δηλαδή που είχα κι εγώ ανάγκη μετά από δύο χρόνια με μουντάδα και κλεισούρα».
Έχω ένα γούρι της από το 2021, είναι η καθημερινή μου λύση, όπως είπε και η ίδια, γράφει πάνω του «Delete all shit». Η Κατερίνα Ψωμά αντιμετωπίζει τα κοσμήματα και ως «ευγενικές υπενθυμίσεις». «Έβλεπα συνέχεια στα social media το “delete 2020” και τότε σκέφτηκα ότι δεν μπορούμε να διαγράφουμε ολόκληρες χρονιές. Αλλά μπορούμε να επιλέγουμε και να σβήνουμε όσα δεν μας αρέσουν, ώστε να κρατάμε όσο γίνεται σταθερή τη ρότα μας».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.