Με περισσότερα από 60 παραδείγματα του πιο δημοφιλούς ιαπωνικού ενδύματος, του κιμονό, μια έκθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης αναδεικνύει και εξερευνά τις καλλιτεχνικές επιδράσεις του κιμονό στη δυτική μόδα, μέσα από δυτικά ενδύματα, ιαπωνικούς πίνακες ζωγραφικής, χαρακτικά και αντικείμενα διακοσμητικής τέχνης.
Η έκθεση «Kimono Style» παρακολουθεί τη μεταμόρφωση του κιμονό από τα τέλη του 18ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς προσαρμόστηκε στον τρόπο ζωής των σύγχρονων γυναικών της Ιαπωνίας. Η έκθεση περιλαμβάνει μια αξιοσημείωτη επιλογή έργων από τη φημισμένη συλλογή ιαπωνικής τέχνης John C. Weber Collection, καθώς και κιμονό από τη συλλογή του Ινστιτούτου Κοστουμιών.
Η καταλυτική καλλιτεχνική επίδραση του κιμονό σε σχεδιαστές από όλο τον κόσμο μάς προκαλεί να δούμε την εξέλιξη του ενδύματος αυτού, που χρησίμευε επί αιώνες ως ένα ταμπλό πάνω στο οποίο περιγράφονταν και καταγράφονταν οι ιστορίες των γυναικών. Η ποικιλία των μοτίβων και των χρωμάτων και οι συχνά μεταβαλλόμενες τάσεις αποκαλύπτουν πολλά για τον ιαπωνικό πολιτισμό και την κοινωνία, όταν φωτίζονται οι συνθήκες ζωής των ιδιοκτητών αυτών των περίπλοκων ενδυμάτων και οι τεχνικές παραγωγής τους. Για πολλούς δυτικούς σχεδιαστές, το κιμονό, με τη δημιουργικότητα και την ανανέωση του στυλ που το χαρακτηρίζει, αποτέλεσε έμπνευση για νέα μοτίβα που προσφέρουν ελευθερία στο σώμα.
Το κιμονό υπήρξε ένας τρόπος ορατής μορφής τέχνης στην καθημερινή ζωή και διακήρυξης της αισθητικής ευαισθησίας, με τις τεχνικές ύφανσης, βαφής και κεντήματος για τις οποίες είναι τόσο γνωστή η Ιαπωνία να φτάνουν στο απόγειο της καλλιτεχνικής τους εκλέπτυνσης κατά την περίοδο Έντο (1615-1868). Τα βιβλία με τα σχέδια κιμονό και οι ξυλογραφίες ukiyo-e που χρησιμοποιήθηκαν εκείνη την εποχή είναι συγκρίσιμα με τα σύγχρονα περιοδικά μόδας και αποτελούν απόδειξη ενός εξελιγμένου συστήματος παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης.
Η ποικιλία των μοτίβων και των χρωμάτων και οι συχνά μεταβαλλόμενες τάσεις αποκαλύπτουν πολλά για τον ιαπωνικό πολιτισμό και την κοινωνία, όταν φωτίζονται οι συνθήκες ζωής των ιδιοκτητών αυτών των περίπλοκων ενδυμάτων και οι τεχνικές παραγωγής τους.
Οι απεικονίσεις των κιμονό σε ιαπωνικές ξυλογραφίες μελετήθηκαν ευρέως από δυτικούς σχεδιαστές στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίοι εμπνεύστηκαν αρχικά από τα διακοσμητικά μοτίβα του ενδύματος και αργότερα από το ευθύγραμμο κοψιμό του. Το κιμονό άσκησε βαθιά και διαρκή επιρροή στη δυτική μόδα, με σχεδιαστές όπως η Μαντλέν Βιονέ και ο Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα να εμπνέονται για τις πρωτοποριακές τους δημιουργίες από την κατασκευή και τις γεωμετρικές γραμμές του.
Από το 1868 μέχρι το 1912 ο εκσυγχρονισμός της Ιαπωνίας και οι κοινωνικές αλλαγές επέτρεψαν σε περισσότερες γυναίκες να αποκτήσουν πρόσβαση σε μεταξωτά κιμονό. Αργότερα, ορισμένα από τα μοτίβα του κιμονό εμπνεύστηκαν ακόμη και από τη δυτική τέχνη. Γύρω στη δεκαετία του 1920, τα προσιτά έτοιμα κιμονό (meisen) έγιναν πολύ δημοφιλή, αντανακλώντας έναν πιο δυτικοποιημένο τρόπο ζωής.
Η έκθεση ξεκινά με μια ματιά στα κοστούμια που φοριούνται για τις παραδοσιακές μορφές θεάτρου της Ιαπωνίας, το Noh και το Kyōgen. Από αυτές τις παραδόσεις προέρχονται τα περίτεχνα κιμονό. Τα κοστούμια που φορούσαν οι ηθοποιοί –περίτεχνα διακοσμημένα μεταξωτά υφάσματα, συχνά κατασκευασμένα στην περιοχή Nishijin του Κιότο, για το Noh, και απλούστερα βαμμένα υφάσματα για το Kyōgen– ήταν αναπόσπαστα στοιχεία για τη διάκριση της ηλικίας, της κοινωνικής θέσης και του φύλου των διαφόρων χαρακτήρων, που όλους τους υποδύονταν άνδρες ηθοποιοί.
Μάλιστα, στις απαρχές του θεάτρου Noh, οι θεατές συχνά έδιναν τα δικά τους πλούσια διακοσμημένα ρούχα στους ηθοποιούς, σε ένδειξη εκτίμησης. Αυτά τα πολύτιμα δώρα μετατρέπονταν στη συνέχεια σε κοστούμια, μια παράδοση που πιθανότατα οδήγησε στη δημιουργία εκλεκτών ενδυμάτων ειδικά για τη σκηνή.
Κατά την περίοδο Έντο (1615-1868), ο αυστηρός έλεγχος της κοινωνίας από τη στρατιωτική κυβέρνηση σήμαινε ότι η ενδυμασία δεν αποτελούσε εντελώς ελεύθερη ή προσωπική επιλογή. Η χρήση πολυτελών υλικών ήταν κυβερνητική επιλογή.
Στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας βρίσκονταν οι σαμουράι. Στις σπάνιες επίσημες περιπτώσεις που οι γυναίκες της ελίτ των σαμουράι εμφανίζονταν δημοσίως, φορούσαν λεπτοδουλεμένα μεταξωτά ενδύματα.
Από τις τρεις κοινωνικές τάξεις των απλών πολιτών που βρίσκονταν ιεραρχικά κάτω από τους σαμουράι –αγρότες, τεχνίτες και έμποροι–, οι γυναίκες της εμπορικής τάξης είχαν τη μεγαλύτερη ελευθερία να αποφασίζουν τι θα φορέσουν. Αν και οι επιλογές τους έπρεπε να αντικατοπτρίζουν την κοινωνική τους θέση και να συμμορφώνονται με τους νόμους περί ενδυμασίας, συχνά αγνοούσαν τους κανόνες αυτούς προκειμένου να είναι μοντέρνες και να επιδεικνύουν τον πλούτο των οικογενειών τους. Η ξεχωριστή τους εμφάνιση παρουσιάζεται στην έκθεση μέσα από μια σειρά ξυλογραφιών της περιόδου Έντο και βιβλίων μόδας που απεικονίζουν μοτίβα και τεχνικές βαφής.
Από το 1868 και μετά την κατάργηση της ταξικής δομής, ο εκσυγχρονισμός του ιαπωνικού συστήματος μόδας συνέβη πρώτα στην κλωστοϋφαντουργία. Το παγκόσμιο εμπόριο και η εκβιομηχάνιση στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα διεύρυναν σημαντικά την πρόσβαση της Ιαπωνίας στο ακριβό μαλλί, το βαμβάκι και το μηχανικά κλωσμένο μετάξι.
Τα μοτίβα κιμονό από τις αρχές έως τα μέσα του 20ού αιώνα αντλούσαν όλο και περισσότερο από τα δυτικά καλλιτεχνικά ρεύματα, συμπεριλαμβανομένου του στυλ της Art Nouveau και των τολμηρών, γεωμετρικών μορφών της Art Deco.
Ταυτόχρονα, οι δυτικοί σχεδιαστές αντλούσαν έμπνευση από την ιαπωνική τέχνη και ένδυση. Τα κιμονό επαναπροσδιορίστηκαν αρχικά ως ρόμπες και αργότερα, κυρίως τα υφάσματά τους, έγιναν πηγή έμπνευσης για τις δημιουργίες οίκων υψηλής ραπτικής όπως ο Γουόρθ. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η ευθύγραμμη μορφή και το χαλαρό σχήμα του ενδύματος έφεραν επανάσταση στη δυτική μόδα: οι σχεδιαστές εγκατέλειψαν τον κορσέ για μια επίπεδη, πιο ευθεία, μοντέρνα γραμμή.
Παριζιάνοι καινοτόμοι, όπως ο Πολ Πουαρέ, ο διάσημος οίκος μόδας Καλό Σερ και η Μαντλέν Βιονέ, δανείστηκαν τις ιαπωνικές ιδέες, όπως, για παράδειγμα, το μοντερνιστικό παλτό «Paris» του Πουαρέ από το 1919, ένα από τα κορυφαία κομμάτια της συλλογής του Ινστιτούτου Κοστουμιών, που κατασκευάστηκε χρησιμοποιώντας μεταξωτό βελούδο μήκους 15 μέτρων με ελάχιστο κόψιμο, θυμίζοντας τη δημιουργία ενός κιμονό από ένα μόνο κομμάτι ύφασμα, χωρίς καθόλου σπατάλες και χρησιμοποιώντας μόνο ευθύγραμμα στοιχεία.
Τα προσιτά, κομψά κιμονό από meisen, ένα φθηνό μετάξι υφασμένο από προβαμμένα νήματα, μια τεχνική γνωστή ως ikat (kasuri), έγιναν δημοφιλή στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, οι γυναίκες της εργατικής και μεσαίας τάξης, από τις μαθήτριες γυμνασίου μέχρι τις πωλήτριες, μπορούσαν να αγοράσουν αυτά τα casual, φωτεινά, έτοιμα για χρήση μοντέρνα κιμονό με έντονα σχέδια.
Τα πολυκαταστήματα κυκλοφορούσαν συχνά νέα σχέδια για να πυροδοτήσουν τάσεις και να εμπνεύσουν αγορές. Πολλά σχέδια κιμονό meisen ήταν εμπνευσμένα από τα κινήματα της πρωτοποριακής τέχνης, όπως ο ιταλικός φουτουρισμός και το ολλανδικό «De Stijl». Οι συνθέσεις του Πιετ Μοντριάν άσκησαν ιδιαίτερη επιρροή στη χρήση των έντονων χρωμάτων.
Από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η εμβληματική δομή του κιμονό αποτελεί πηγή έμπνευσης τόσο στην ιαπωνική όσο και στη δυτική μόδα. Ορισμένοι σύγχρονοι σχεδιαστές χρησιμοποιούν το σχήμα του ως αφετηρία για αρχιτεκτονικά κατασκευασμένα ενδύματα, όπως φαίνεται στο έργο του Ισέι Μιγιάκε και του Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα, του οποίου το εμβληματικό Evening Wrap του 1951 υπάρχει στην έκθεση.
Άλλοι παίζουν με τους συμβολικούς συσχετισμούς του κιμονό. Επαναπροσδιορισμένο και επανερμηνευμένο από Ιάπωνες σχεδιαστές που δραστηριοποιούνται στη Δύση, συμπεριλαμβανομένων των Γιόσι Γιαμαμότο και Ρέι Καβαμπούκο, το κιμονό αντανακλά δυναμικά την ιαπωνική κουλτούρα, όπως φαίνεται στο Ensemble της Καβαμπούκο για την Comme des Garçons με μια φιγούρα manga.
Με όλες του τις εκφάνσεις και τις επανεφευρέσεις, το κιμονό δείχνει ένα μέλλον πέρα από τις τάσεις της μόδας, τα πολιτισμικά όρια και τους κανόνες των φύλων.