Η παρισινή μόδα ευτύχησε να μην έχει έναν αλλά δυο βασιλιάδες: Τον Κριστιάν Ντιόρ (1905-1957) και τον Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα (1895-1972), που υπήρξαν οι πιο σημαντικοί couturiers των μέσων του εικοστού αιώνα. Και μπορεί οι αναδρομικές μονογραφικές εκθέσεις μεγάλης κλίμακας των δύο σχεδιαστών να προξενούν σε όλους ενδιαφέρον και ο κόσμος της μόδας, και όχι μόνο, να θέλει να δει ξανά και ξανά τα ευφάνταστα σχέδια και τα υπέροχα, κομψά ραμμένα ρούχα τους, ανεπανάληπτα για το στυλ και τη γραμμή τους, αυτή είναι όμως η πρώτη φορά που τα ρούχα τους ως έργα τέχνης στέκονται δίπλα-δίπλα, σε μια συνομιλία αποκαλυπτική και πρωτότυπη, σε μια πρωτότυπη έκθεση. Τη διοργανώνει το The Museum at FIT που στεγάζεται στο Fashion Institute of Technology, το πιο «μοδάτο» μουσείο της Νέας Υόρκης, γνωστό για τις βραβευμένες εκθέσεις του και τη μόνιμη συλλογή του με περισσότερα από 50.000 ενδύματα και αξεσουάρ, που χρονολογούνται από τον δέκατο όγδοο αιώνα έως σήμερα.
Με τα ρούχα να παρουσιάζονται ανά ζεύγη, ακουμπώντας σχεδόν το ένα το άλλο, μπορεί κάποιος να εκπλαγεί βλέποντας αξιοσημείωτες ομοιότητες. Το κοινό λεξιλόγιο των μόδιστρων μπορεί να φανεί στην αντιπαράθεση τόσο των μάλλινων καθημερινών φορεμάτων όσο και των ογκωδών βραδινών φορεμάτων. Και στις λεπτομέρειες: στα κουμπιά, τους ώμους, τα στριφώματα, το μήκος. Οι επιμελητές προκαλούν τους επισκέπτες να τολμήσουν ένα παιχνίδι αναγνώρισης: χωρίς να κοιτάξετε τις ετικέτες, μπορείτε να μαντέψετε σωστά τον σχεδιαστή κάθε ρούχου;
Για να καταδειχθεί η συνεχιζόμενη επίδραση του Ντιόρ και του Μπαλενσιάγκα, περίπου το ένα τρίτο της έκθεσης περιλαμβάνει σχέδια άλλων couturiers και ορισμένων από τους μετέπειτα δημιουργικούς διευθυντές των οίκων μόδας που ίδρυσαν.
«Ο Ντιόρ και ο Μπελανσιάγκα δεν ήταν μόνο οι πιο σημαντικοί και επιδραστικοί μόδιστροι της εποχής τους, αλλά παρέμειναν και πολύ επίκαιροι μέχρι σήμερα», λέει η Patricia Mears, αναπληρώτρια διευθύντρια του μουσείου και επιμελήτρια της έκθεσης. Η επανεκτίμηση του έργου τους δίνει μεγάλη σημασία στις καινοτόμες μεθόδους κατασκευής που εφάρμοζαν και στην εξαιρετική ποιότητα εργασίας των ατελιέ τους. Οι σύγχρονοι σχεδιαστές μόδας αναζητούν τακτικά έμπνευση σε αυτούς, ενώ επιμελητές και ιστορικοί σε όλο τον κόσμο συνεχίζουν να διοργανώνουν πολλές εκθέσεις μεγάλης κλίμακας και να παράγουν πολυτελή βιβλία που εξυμνούν τις δημιουργίες τους.
Παρόλο που το υπόβαθρο και οι μεθοδολογίες τους ήταν αισθητά διαφορετικές, ο Ντιόρ και ο Μπαλενσιάγκα παρήγαγαν ταυτόχρονα μόδα που αιχμαλώτισε τη δίψα της εποχής για πολυτέλεια και κομψότητα και οδήγησε στην αποκατάσταση της κερδοφόρας βιομηχανίας μόδας της Γαλλίας μετά την καταστροφή των δύο παγκόσμιων πολέμων και την εξουθενωτική οικονομική ύφεση. Μαζί, συνέβαλαν στην οικονομική και πολιτιστική ανάκαμψη της Γαλλίας, ενώ και οι δύο λάνσαραν τις ομώνυμες συλλογές τους σε ηλικία 42 ετών.
Το έργο του Ντιόρ διακρίθηκε για την εστίασή του στην αισθησιακή γυναικεία μορφή. Δεν ήταν μόδιστρος αλλά, μάλλον, εικονογράφος που συνεργαζόταν στενά με τους ειδικευμένους τεχνίτες των ατελιέ του για να φέρει εις πέρας τα σχέδιά του.
Αυτοπροσδιοριζόμενος ως «αντιδραστικός», ο Ντιόρ προσπαθούσε να απαλείψει την ανάμνηση και τη στέρηση των χρόνων του πολέμου – εκσυγχρόνισε το σχήμα του κορσέ της Belle Epoque, μιας ένδοξης περιόδου της οποίας παρέμεινε νοσταλγός σε όλη του τη ζωή. Ο Σεσίλ Μπίτον, που φωτογράφησε την πριγκίπισσα Μαργαρίτα σε ένα εμβληματικό πορτρέτο, με τη νεαρή πριγκίπισσα μέσα σε μια μυθική βραδινή τουαλέτα Ντιόρ, τον περιγράφει ως «έναν άχαρο αγροτικό έφορο φτιαγμένο από ροζ αμυγδαλόπαστα». Ωστόσο, ο Ντιόρ ήταν ένας έξυπνος επιχειρηματίας, η εταιρεία του οποίου αντιπροσώπευε περισσότερο από το 50% των γαλλικών εξαγωγών υψηλής ραπτικής κατά τη δεκαετία του 1950.
Όταν εμφανίστηκε ο Μπαλενσιάγκα, οι δημοσιογράφοι μόδας και οι συνάδελφοί του δημιουργοί τον χαιρέτησαν ως τον μεγαλύτερο ενδυματολόγο στον κόσμο. Ο Ντιόρ τον ανέφερε ως «τον δάσκαλο όλων μας». Παρά τη μαεστρία του στην υψηλή ραπτική, ο Μπαλενσιάγκα άρχισε να ασκεί την τέχνη του από νεαρός όταν άνοιξε την επιχείρησή του στην πατρίδα του, την Ισπανία. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, επεκτάθηκε γενναία μετακομίζοντας στο Παρίσι στα 40 του χρόνια, όπου έγινε διεθνώς γνωστός couturier.
Ο Μπαλενσιάγκα αναδύθηκε από ένα ταπεινό ψαροχώρι σε μια μικρή βασκική πόλη της Ισπανίας, ο Ντιόρ από τον πλούτο της Belle Époque στο Γκρανβίλ της Γαλλίας. Και οι δύο ήταν ντροπαλοί, λιγόλογοι, έδιναν οδηγίες με ένα νεύμα και ό,τι είχαν να δηλώσουν μεταδιδόταν οπτικά μέσα από τις σιλουέτες που δημιουργούσαν. Και οι δύο γεννήθηκαν στις 21 Ιανουαρίου – ο Μπαλενσιάγκα το 1895, ο Ντιόρ το 1905. Και ενώ ο Μπαλενσιάγκα άνοιξε το σαλόνι του στο Παρίσι το 1937, ο Ντιόρ άνοιξε το δικό του μια δεκαετία αργότερα, το 1947. Για τα επόμενα 10 χρόνια, μέχρι τον πρόωρο θάνατο του Ντιόρ το 1957, αποτελούσαν τη διπλή μοναρχία της γαλλικής μόδας – χωρίς μάχες μεταξύ τους, αλλά με αποφασιστικά διαφορετικές προσεγγίσεις στον σχεδιασμό.
Οι λάτρεις της μόδας θα αναγνωρίσουν τα εξαιρετικά κατασκευασμένα φορέματα του Ντιόρ που είναι χτισμένα πάνω σε συρμάτινους σκελετούς, κορσέδες και κρινολίνα, και τα λαμπρά κατασκευασμένα και ογκώδη παλτό και φορέματα του Μπαλενσιάγκα. Για παράδειγμα, ο Μπαλενσιάγκα έφτιαχνε ρούχα με «δαχτυλιδένια» μέση το 1938, εννέα χρόνια πριν από την ιστορική πρώτη συλλογή του Ντιόρ, την «Corolle», η οποία κωδικοποίησε έναν σφιχτό κορσέ στο σχήμα των ρούχων της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και γρήγορα ονομάστηκε «New Look». Η διαφορά βρισκόταν στο «πουλάει». Ο Ντιόρ ήξερε πώς να εμπορεύεται τις σιλουέτες του – ο Μπαλενσιάγκα δεν ενδιαφερόταν για την αγορά.
Η έκθεση στο FIT παρουσιάζει επίσης πολυάριθμους τρόπους με τους οποίους οι δύο μόδιστροι κατασκεύαζαν τα ρούχα, με διαφορετικό τρόπο ο ένας από τον άλλον. Για παράδειγμα, δυο βραδινά φορέματα που είναι τοποθετημένα στην είσοδο της έκθεσης είναι παρόμοια ως προς το χρώμα, την κατασκευή και τη σιλουέτα. Ο Μπαλενσιάγκα ήταν ένας αριστοτέχνης couturier που δημιούργησε τον όγκο της φούστας μέσω του επιδέξιου χειρισμού του υφάσματος. Ο Ντιόρ, αντιθέτως, έπρεπε να βασιστεί σε ενσωματωμένο κορσέ και πολλές στρώσεις υφάσματος στις φούστες για να επιτύχει όγκο. Τα φορέματα που αποτελούν αυτό το παράδειγμα είναι φτιαγμένα από απαλό μπεζ μετάξι: το ένα από την τελευταία συλλογή του Ντιόρ, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1957, με τίτλο «Fuseau» («αράχνη»), και το άλλο από τη συλλογή του Μπαλενσιάγκα την Άνοιξη του 1961. Το βάρος κάθε φορέματος δηλώνει τις διαφορές τους: το φόρεμα του Μπαλενσιάγκα ζυγίζει μόλις 2,2 κιλά, ενώ το ρούχο του Ντιόρ ζυγίζει πάνω από 9 κιλά.
Αυτό δείχνει και κάτι άλλο: ότι ο Ντιόρ επί μια δεκαετία δεν είχε αλλάξει την προσέγγισή του στη δημιουργία ενδυμάτων. Εξακολουθούσε να φτιάχνει σχήματα με εσωτερικές κατασκευές, μια βαριά υποδομή που είχε σκοπό να «διορθώσει» τη σιλουέτα. Και μέσα από αυτά τα εργαλεία μετακινήθηκε από τη μια ποιητική εικόνα της σιλουέτας σε μια επόμενη, οφθαλμαπάτη, τουλίπα, κρίνος της κοιλάδας και βέλος, όπως ονόμαζε τα ρούχα στις συλλογές του.
Από την άλλη, ο Μπαλενσιάγκα, χωρίς να προφέρει τη λέξη «μοντέρνο», ανέπνεε υποστηρίζοντας έναν νέο κόσμο όπου οι γυναίκες δεν χρειαζόταν να επιβάλουν τη φιγούρα τους ενισχύοντας το φετίχ της λεπτής μέσης. Παράδειγμα, ένα αριστούργημα, ένα καρό παλτό του 1961 κομμένο από δύο μόνο κομμάτια υφάσματος, υπολογισμένο πέρα από κάθε φαντασία, και ο περίφημος σάκος του, ένα φόρεμα φαινομενικά απλό, με έλλειψη διακοσμητικών στοιχείων, με το πιο δύσκολο και περίπλοκο κόψιμο που μπορεί κανείς να φανταστεί.
Η δουλειά τους εντελώς διαφορετικής κατεύθυνσης, ο Ντιόρ κυριαρχεί με μια δυναμική νεωτερικότητα, ο Μπαλενσιάγκα οδηγείται σε μια υπέρβαση ειδικά στην ύστερη περίοδο της δημιουργίας του το 1960, ευθυγραμμίζεται και διασταυρώνεται πολλές φορές ακόμα και σε λεπτομέρειες, σε boxy σακάκια και τουαλέτες με έμπνευση από προηγούμενους αιώνες και ενδύματα εμπνευσμένα από αγίους και αγγέλους σε θρησκευτικούς πίνακες, έκφραση μιας γήινης αριστοκρατίας που αποθεώνει την ουράνια τελειότητα.
Για να καταδειχθεί η συνεχιζόμενη επίδραση του Ντιόρ και του Μπαλενσιάγκα, περίπου το ένα τρίτο της έκθεσης περιλαμβάνει σχέδια άλλων couturiers και ορισμένων από τους μετέπειτα δημιουργικούς διευθυντές των οίκων μόδας που ίδρυσαν. Οι παρακαταθήκες αυτών των σεβαστών δασκάλων συνεχίζονται, χάρη στην έντεχνη ανάμειξη εικονογραφικών στοιχείων των ιδρυτών των οίκων με τις σύγχρονες τάσεις. Η αισθητική του Ντιόρ συνεχίστηκε και επεκτάθηκε από τον Ιβ Σεν Λοράν, (1957-1960), τον Μαρκ Μποάν (1960-1989), τον Τζον Γκαλιάνο (1996-2011) και, πιο πρόσφατα, από τη Μαρία Γκράτσια Τσούρι (2016-σήμερα).
Ο Iμπέρ ντε Ζιβανσί δεν εργάστηκε για τον Μπαλενσιάγκα. Ωστόσο, ο ίδιος και δύο από τους δημιουργικούς διευθυντές του οίκου, ο Νικολά Γκεσκιέρ (1997-2012) και ο Ντέμνα Γκβεσάλια (2015-σήμερα), είναι μεταξύ εκείνων που απορρόφησαν και ανανέωσαν ιδέες τις οποίες εισήγαγε πρώτος ο Μπαλενσιάγκα.