«Haute couture», «high fashion», «υψηλή ραπτική»: σε όποια γλώσσα κι αν μεταφραστεί, η τέχνη της δημιουργίας έργων τέχνης από τους πιο σημαντικούς σχεδιαστές ρούχων του πλανήτη προοϋποθέτει εξαιρετική τεχνογνωσία και ταυτόχρονα πολλούς περιορισμούς.
Στο πλαίσιο μιας πολύ αυστηρής λίστας γεμάτης κανόνες και συγκεκριμένες οδηγίες που πρέπει να τηρεί κάθε σχεδιαστής για τη δημιουργία μιας haute couture συλλογής, ο κόσμος της υψηλής ραπτικής ακολουθούσε μια σχετικά γραμμική πορεία μέχρι και τα τέλη των '80s και τις αρχές των '90s. Δηλαδή μέχρι τη στιγμή που ο Thierry Mugler άλλαξε για πάντα τη βιομηχανία της μόδας, καταστρέφοντας τα όποια στεγανά και χτίζοντας εκ νέου έναν κόσμο γεμάτο από καινοτόμα έργα τέχνης, δραματικές σιλουέτες και φιγούρες από άλλον πλανήτη.
«Η μόδα είναι η μοναδική μορφή τέχνης που “περπατά” στον δρόμο,» είπε κάποτε στην ιστορικό τέχνης Linda Nochlin. Κι αυτό θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τις περισσότερες από τις δημιουργίες του-έργα τέχνης που άλλαξαν τα δεδομένα στην haute couture και τον κόσμο της μόδας γενικότερα.
Κατά τη διάρκεια των '80s και των '90s o Mugler πήγε κόντρα στα στερεότυπα όσον αφορά τόσο τον σχεδιασμό των ρούχων του όσο και τον ελιτίστικο ως τότε κόσμο της μόδας.
Βασικός πυρήνας της δημιουργίας του Γάλλου σχεδιαστή υπήρξε ανέκαθεν η ανάδειξη της γυναικείας σιλουέτας μέσα από αντικομφορμιστικά σχέδια και μια φουτουριστική ματιά: ρομποτικά κοστούμια, εξωγήινες μορφές, ηρωίδες με δερμάτινους κορσέδες και πολύτιμους λίθους. Λάτεξ, βινύλ, μέταλλο, faux γούνες, διαμάντια, δύναμη, αποφασιστικότητα, έλεγχος, ελευθερία. Aβανγκάρντ ντίβες και εξωτικά πλάσματα σε catwalk shows που κρατούσαν τουλάχιστον μία ώρα –σε αντίθεση με τα σημερινά catwalks– και αποτελούσαν ολοκληρωμένα art performances.
Γεννημένος το 1948 στο Στρασβούργο της Γαλλίας, ο Mugler μπήκε από πολύ νωρίς στον κόσμο της τέχνης. Στα εννιά του χρόνια ξεκίνησε να ασχολείται επαγγελματικά με τον κλασικό χορό και στα δεκατέσσερα μπήκε στο μπαλέτο της National Rhine Opera. Η ενασχόληση και η αγάπη του για το περφόρμανς έγιναν οι βάσεις για να αναπτύξει μια ξεχωριστή οπτική ως προς τη δημιουργία τόσο ενός ρούχου όσο και ενός φαντασμαγορικού show.
Στα είκοσι τέσσερά του μετακόμισε στο Παρίσι και ξεκίνησε να φτιάχνει τις βιτρίνες της μπουτίκ Gudule, ενώ παράλληλα άρχισε να σχεδιάζει για διάφορους οίκους μόδας στην Ευρώπη ως freelancer. Το 1973 παρουσίασε την πρώτη του κολεξιόν ονόματι «Café de Paris» ως Thierry Mugler πλέον και λίγα χρόνια αργότερα, το 1978, άνοιξε την πρώτη του μπουτίκ στο Places des Victoires, ενώ παράλληλα λάνσαρε την πρώτη του ανδρική συλλογή. Η λαμπερή καριέρα του μόλις ξεκινούσε.
Κατά τη διάρκεια των '80s και των '90s o Mugler πήγε κόντρα στα στερεότυπα όσον αφορά τόσο τον σχεδιασμό των ρούχων του όσο και τον ελιτίστικο ως τότε κόσμο της μόδας. Το 1984 παρουσίασε το πρώτο fashion show ανοιχτό στο ευρύ κοινό – 6.000 εισιτήρια, τα μισά εκ των οποίων πουλήθηκαν σε κόσμο εκτός της εξαιρετικά exclusive κοινότητας της μόδας εκείνη την εποχή. Αργότερα κι άλλοι σχεδιαστές ακολούθησαν το ίδιο μοτίβο, όπως ο Yves Saint Laurent το 1998.
Το 1992 παρουσίασε την πρώτη του haute couture συλλογή και ενέταξε τη βιομηχανία στον πλανήτη Mugler με μια κολεξιόν που αποτελούνταν από σχέδια βασισμένα στον κορσέ, ένα κομμάτι που απορρίφθηκε στο ξεκίνημα της σύγχρονης ιστορίας της μόδας από σχεδιαστές όπως η Coco Chanel, λόγω του εξαιρετικά περιοριστικού χαρακτήρα του τόσο στερεοτυπικά όσο και σωματικά.
Η επαναφορά του κορσέ από τον Mugler, ωστόσο, δεν έμοιαζε περιοριστική αλλά κατά κάποιον τρόπο δυναμική και επαναστατική, ειδικότερα σε μια περίοδο που η μόδα αποτελούνταν από ίσιες γραμμές και ανδρόγυνες σιλουέτες.
Σε αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο η συνεργασία του με τον Mr. Pearl, σχεδιαστή κορσέδων. Η κοινή τους δημιουργική πορεία περιλάμβανε σχέδια από λάτεξ, βινύλ και μέταλλο φτιαγμένα πάνω σε σιλουέτες-«κλεψύδρες», κόντρα στις τάσεις της εποχής. Την ίδια χρονιά o οίκος Mugler λάνσαρε στην αγορά το θρυλικό άρωμα «Angel», το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στα best-sellers παγκοσμίως μέχρι και σήμερα, ένας αρωματικός συνδυασμός που έγινε iconic για μια ολόκληρη γενιά.
To 1993 η Demi Moore εμφανίστηκε στην ταινία «Ανήθικη Πρόταση» με ένα μαύρο φόρεμα με την υπογραφή του Mugler, που επρόκειτο να προκαλέσει διάφορα αρνητικά σχόλια. Παράλληλα επανήλθαν οι κορσέδες στις συλλογές του, που χαρακτηρίστηκαν «προβληματικές» και «σεξιστικές» από διάφορους κριτικούς.
Σύμφωνα με την οπτική του Mugler, βέβαια, αλλά και με βάση τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονταν οι δημιουργίες στα catwalks, σκοπός ήταν να αναδειχθεί ενός είδος δυναμικότητας μέσα από τη γυναικεία μορφή με ένα φουτουριστικό twist, έντονη δόση τόλμης και τάση προς το extreme.
Χαρακτηριστικό της τέχνης του Mugler μπορεί να θεωρηθεί το haute couture show για την κολεξιόν Φθινόπωρο/Χειμώνας 1995, το οποίο περιλάμβανε τα πάντα, από performance μέχρι iconic δημιουργίες και μερικά από τα μεγαλύτερα super models της εποχής. Naomi Campbell, Linda Evangelista, Kate Moss, Shalom Harlow, Elle Macpherson και Claudia Schiffer ήταν μόνο μερικά από τα ονόματα που έκαναν την εμφάνισή τους σε ένα show γεμάτο drama, θεατρικές κινήσεις, πολλές αλλαγές ρούχων και στιγμές που σίγουρα δεν θα βλέπαμε σήμερα.
Ήταν το ίδιο show στο οποίο το super model Nadja Auermann εμφανίστηκε με το iconic ασημένιο μεταλλικό κορμάκι σε ένα look που συνδύαζε παλιό Χόλιγουντ με τα ρομπότ του μέλλοντος και ενέπνευσε πολλούς σχεδιαστές τα επόμενα χρόνια, από τον Alexander McQueen μέχρι τον Nicolas Ghesquière.
Το haute couture show του Μugler «Φθινόπωρο/Χειμώνας» 1995
Παρότι ο Thierry Mugler κατάφερε να αλλάξει τα δεδομένα στη βιομηχανία, φάνηκε πως πολλοί δεν είχαν την ικανότητα –ή τη θέληση– να αγοράσουν τα extravagant κομμάτια του, γι’ αυτό και το 1997 η εταιρεία Clarins έγινε βασικός μέτοχος του οίκου, γεγονός που δεν ήταν αρκετό για να τον συντηρήσει. Έτσι, το 2003 ο Mugler ανακοίνωσε την απόσυρσή του από τον κόσμο της μόδας και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου σχεδίαζε θεατρικά κοστούμια.
Μερικά χρόνια αργότερα, ωστόσο, το 2009, ο σχεδιαστής έκανε την επανεμφάνισή του, όταν η Beyonce του ζήτησε να σχεδιάσει τα κοστούμια για το παγκόσμιο tour της «I Am…» – πήρε την απόφαση όταν είδε έναν κορσέ του στην έκθεση «Superheroes» του Metropolitan Museum Costume Institute.
Ωστόσο επέστρεψε ως Manfred, ζητώντας να τον φωνάζουν απλώς με το μικρό του όνομα, ενώ άλλαξε την εμφάνισή του εντελώς, μη θέλοντας να τον αναγνωρίζουν, ούτε να βρεθεί ξανά στο επίκεντρο της δημοσιότητας ή της μόδας. Παρ’ όλα αυτά, η επιρροή του στην ποπ κουλτούρα συνεχίζεται, από τα '70s και τις εμφανίσεις του David Bowie και της Grace Jones που έφεραν την υπογραφή του μέχρι τα '00-'10s και τις red carpet εμφανίσεις της Lady Gaga και της Cardi-B, αλλά και τα σημερινά looks της Bella Hadid στο Instagram.
Το 2010, ο Nicola Formichetti, πρώην στυλίστας της Lady Gaga, η οποία λέγεται πως τον ενθάρρυνε να πάρει τον ρόλο του creative director, ανέλαβε τα ηνία του οίκου, αλλάζοντας το όνομά του σε σκέτο MUGLER, ενώ το 2014 τη θέση ανέλαβε ο David Koma με σκοπό να παρουσιάσει τη «νέα MUGLER γυναίκα».
Το 2017, ο Casey Cadwallader αναλαμβάνει να συστήσει στη νέα γενιά τη θρυλική κληρονομιά του οίκου MUGLER, σχεδιάζοντας κομμάτια που συνδυάζουν το ready-to-wear με τη φουτουριστική ματιά που χαρακτηρίζει την κληρονομιά του Thierry και μοντέλα σε μορφή avatar.
Το 2019, το Montreal Museum of Fine Arts παρουσίασε την πρώτη μεμονωμένη έκθεση αφιερωμένη στο έργο του Thierry Mugler με τίτλο «Thierry Mugler: Creatures of Haute Couture», η οποία μάλιστα περιλάμβανε κομμάτια ειδικά σχεδιασμένα για το γεγονός σε συνδυασμό με iconic κομμάτια της καριέρας του.
Κατά τη διάρκεια της πορείας του ο Thierry Mugler εξερεύνησε τον «χώρο» μεταξύ υψηλής ραπτικής και performance, αναζήτησε τις έννοιες της femme fatale σε συνδυασμό με τις πτυχές της επιστημονικής φαντασίας και επανασύστησε το αβανγκάρντ μέσα από μια καινοτόμα ματιά που ξέφυγε από τα όρια που είχε θέσει ως τότε η βιομηχανία, κερδίζοντας μια θέση ανάμεσα στους οραματιστές της μόδας, που τόλμησαν.
Μια κληρονομιά που μπορεί να συνοψιστεί σε μία από τις πιο γνωστές φράσεις του Manfred Thierry Mugler, που έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιανουαρίου 2022: «Έφτιαξα ρούχα επειδή αναζητούσα κάτι που δεν υπήρχε. Έπρεπε να προσπαθήσω να δημιουργήσω τον δικό μου κόσμο».