Δεν ξέρω αν όλα μαζί συντονίστηκαν σε μια ολική επαναφορά της ελληνικότητας, οι φούρνοι, τα νεο-μπακάλικα και τα γούστα μας που άλλαξαν, αλλά ο ντάκος και το κριτσίνι σε χιλιάδες εκδοχές, αρώματα, ζυμώματα και αλεύρια είναι τα παντοδύναμα νέα σνακ, αυτά που γύρισαν την πλάτη στο αλλοτινό σάντουιτς με σολομό και μπαγκέτα με προσούτο-παρμεζάνα.
Η Αθήνα συναγωνίζεται σε κατανάλωση ντάκου την Κρήτη, τόσο στα εστιατόρια όσο και στο σπίτι της, καθώς η νέα εποχή θυμήθηκε πως το αλεύρι με πίτουρο, ιδιαίτερα το κρίθινο, που μας ενώνει και με την αρχαία Ελλάδα, είναι κάτι που αγαπά την υγεία αλλά και τη vegan διατροφή.
Τα νέα μπακάλικα, πάλι, που ξαναέβαλαν στην κάθε γειτονιά έναν άλλον μπακάλη που παίζει στα δάχτυλα την ελληνικότητα και τα βαζάκια της νέας γενιάς παραγωγών, πέραν του ότι έχουν και του πουλιού το γάλα σε ντάκο-κριτσίνι, έχουν και ένα νέο «έτοιμο» που μεταμορφώνεται με το άνοιγμα ενός καπακίου σε υγιεινό, χωρίς συντηρητικά, μοντέρνο γεύμα με γεύση από γιαγιά.
Τα νέα μπακάλικα, πάλι, που ξαναέβαλαν στην κάθε γειτονιά έναν άλλον μπακάλη που παίζει στα δάχτυλα την ελληνικότητα και τα βαζάκια της νέας γενιάς παραγωγών, πέραν του ότι έχουν και του πουλιού το γάλα σε ντάκο-κριτσίνι, έχουν και ένα νέο «έτοιμο» που μεταμορφώνεται με το άνοιγμα ενός καπακίου σε υγιεινό, χωρίς συντηρητικά, μοντέρνο γεύμα με γεύση από γιαγιά.
Τα νέα καλέσματα διαθέτουν πια χαβιάρι καπνιστής μελιτζάνας με αλάτι Μεσολογγίου, πατέ πράσινης ελιάς με αμύγδαλα και θυμάρι, κάππαρη γιαχνί με ελιές, μανιτάρια με καραμελωμένα κρεμμύδια, οι μοναχικές μακαρονάδες της βιασύνης περιχύνονται με σάλτσα βιολογικής ντομάτας με μαστίχα, το κοτόπουλο φιλέτο της ευκολίας τρώγεται με κέτσαπ πράσινης ντομάτας και σος πιπεριάς Φλωρίνης με πετιμέζι, το πρωινό ξυπνά με μαρμελάδα κράνο χωρίς ζάχαρη και σιρόπι μύρτιλο του Βελβενδού με ροδοπέταλα. Ένα νέο σπιτικό γκουρμέ που αγνοούν ακόμη τα δημιουργικά εστιατόρια.
Τις εποχές που κυκλοφορούσε το χρήμα και πηγαίναμε σούπερ-μάρκετ για πλάκα και χωρίς λίστα, η λαϊκή της γειτονιάς είχε ταυτιστεί με την «ακρίβεια» των δελτίων ειδήσεων και το παρωχημένο, μεταλλικό καρότσι της γιαγιάς.
Πέρα από την οικονομία, οι απανταχού λαϊκές, θεσμός αθηναϊκός που καθιέρωσε ο Ελ. Βενιζέλος το 1929, έχουν κάθε λόγο να επιστρέψουν από το ρετρό στην απόλυτη μόδα: φρεσκάδα που διαρκεί ολοζώντανη για δύο εβδομάδες –το μυστικό είναι να δέσεις ερμητικά την πλαστική σακούλα, επιστρέφοντας, και να αποθηκεύσεις τα λαχανικά στο σωστό ράφι του ψυγείου–, επαφή με τον παραγωγό για να ξέρεις από πού κρατά η σκούφια της ντομάτας, τεράστια ποικιλία, χαρούμενα ψώνια που μοιάζουν με κυριακάτικη εκδρομή, η ευτυχία να ανακαλύπτεις μια γειτονιά και τους ανθρώπους της, η τόνωση της μικρής οικονομίας, η προσωπική επαφή που θα σου εξασφαλίσει την καλύτερη ποιότητα, και επιπλέον φτηνά κουζινικά, ό,τι ενδιαφέρει το σπίτι, αλλά και ευκαιρίες σε ρούχα και παπούτσια.
Σαράντα τέσσερις τον αριθμό σε όλη την πόλη, με πιο διάσημη αυτήν της Καλλιδρομίου, που το πήρε πάνω της κι έχει ακριβύνει, εγώ θα σου συστήσω τη σαββατιάτικη της οδού Ριανκούρ με τη μεγαλύτερη ποικιλία στην πόλη και πολλά φρέσκα ασιατικά λαχανικά, αφού βρίσκεται στην καρδιά της φιλιππινο-συνοικίας. Αν νοστάλγησες λίγο εξωτισμό, οι αγορές της Κυψέλης και των Πατησίων μοιάζουν περισσότερο με μούλτι-έθνικ παζάρια. Αν προτιμάς βιολογικά, καλύτερη είναι αυτή του Χολαργού.
Για να μη χαθείς στη μετάφραση των πάγκων, η λαϊκή έχει τον τρόπο της. Καλύτερη ώρα, 2 το μεσημέρι, τότε που οι τιμές αρχίζουν να πέφτουν στο μισό για να χαμηλώσουν έτι περαιτέρω όσο αδειάζουν οι πάγκοι. Στην αρχή, κάνουμε μια βόλτα σκανάροντας το εμπόρευμα, για να καταλήξουμε στο καλύτερο, που δεν είναι αυτό που γυαλίζει περισσότερο στο μάτι, αλλά το λίγο κακομούτσουνο, το λιγότερο ψεκασμένο. Πίσω του κρύβεται πάντα ο ίδιος ο παραγωγός και όχι ο έμπορος. Να τον κάνεις φίλο σου, θα σε θυμηθεί και την επόμενη φορά! Τι να πάρεις; Τα πάντα, εκτός από κρασί, τσίπουρο και ελαιόλαδο, αφού δεν γίνεται να ανιχνεύσεις την ποιότητά τους.