Βρίσκονται στο ίδιο μέρος για χρόνια, αλλάζουν γενιές και χέρια, μεγαλώνουν οικογένειες, παρακολουθούν ατελείωτες ιστορίες να εξελίσσονται στα τραπέζια τους και γερνούν μαζί με τα μαυρισμένα από το γκάζι τσουκάλια τους. Οι ταβέρνες δεν είναι μαγαζιά, είναι μικρές κοινωνίες, κομμάτια αληθινής ζωής και ποτέ δεν θα χορτάσω να τις ανακαλύπτω.
Τα δυο τελευταία καλοκαίρια τα περνώ στον Άγιο Κωνσταντίνο. Εκεί υπάρχει το Blue Bay, ένα camping όπου έχουμε στήσει ένα τροχόσπιτο και έτσι κάνω πράξη το όνειρο ζωής, τη ζωή στη φύση όπως παλιά, τις οικογενειακές διακοπές όπως συνέβαιναν στα '80s. Η όλη περιοχή, που κάποτε ήκμαζε και ήταν θέρετρο για πολλούς Αθηναίους, διατηρεί ακόμη κάποιους επίμονους επισκέπτες που έχουν αναπτύξει μαζί της ένα όμορφο δέσιμο. Το ίδιο συμβαίνει και με το camping, που δεν έχει αλλάξει καθόλου από παλιά και, έχοντας το μεγάλο πλεονέκτημα του φυσικού κάλους και της θάλασσας που βρίσκεται ακριβώς μπροστά του, καταφέρνει και γεμίζει κόσμο τον Αύγουστο. Μόνιμα τροχόσπιτα, αυτοκινούμενα από όλη την Ευρώπη, τυχαίοι παραθεριστές και εφήμεροι επισκέπτες κάνουν το Blue Bay έναν ζωντανό και πολύβουο παραθεριστικό τόπο.
Η ταβέρνα είναι ένα σπίτι που αφήνεις και θέλεις όταν ξαναγυρίσεις να το βρεις. Δεν περιμένεις να έχει αλλάξει κάτι στο μενού της. Επιθυμείς με όλη την καρδιά σου να έχουν μείνει τα πάντα ίδια και απαράλλακτα.
Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν πολλά πράγματα για εξερεύνηση, ενώ τον περισσότερο κόσμο συγκεντρώνουν τα Καμένα Βούρλα, όπου υπάρχουν διάφορα παραλιακά μαγαζιά που ποτέ δεν με συγκίνησαν. Αντίθετα, από τις πρώτες επισκέψεις μου, το ενδιαφέρον μου κέρδισε μια ταβέρνα στην παραλία του Καινούριου που είναι αποκομμένη από τον τουρισμό, η θάλασσά της δεν είναι για κολύμπι, τα σπίτια της είναι μετρημένα και το τοπίο της σε κάνει ελαφρώς να μελαγχολείς και να αναπολείς παλιότερα χρόνια.
Η ταβέρνα λέγεται Φλοίσβος, τα τραπέζια της είναι τετράγωνα με καρό τραπεζομάντιλα, οι καρέκλες της ψάθινες και στα παρτέρια της υπάρχουν βασιλικοί και μπιγκόνιες. Είναι από εκείνα τα μαγαζιά που όταν περνάς την πόρτα τους σε κοιτούν και σε μετρούν από κάτω έως πάνω, όχι για να σε κουτσομπολέψουν αλλά για να καταλάβουν αν είσαι γνωστός από κάποιο κοντινό χωριό και να σε χαιρετήσουν όπως πρέπει. Έτσι έκαναν και με εμάς και όταν κατάλαβαν πως ήμασταν απλώς παραθεριστές η χαρά τους ήταν διπλή και η φιλοξενία τους ξεχωριστή από την πρώτη στιγμή. Πάντα χαίρονται με τους τουρίστες, γιατί έχουν να θυμούνται χρυσές εποχές.
Ο Θανάσης Μελάκος άνοιξε το μαγαζί το 1983. Τότε, το μέρος έσφυζε από τουρισμό. Το camping του ΕΟΤ, λίγο πιο δίπλα, λειτουργούσε και ήταν ένα μικρό θαύμα με εκατοντάδες επισκέπτες, η εθνική οδός περνούσε από τον Μαλλιακό, τα ξενοδοχεία ήταν γεμάτα και όλο και ξεπηδούσε κάποια ντίσκο ή ένα μπαρ που γινόντουσαν διάσημα και μάζευαν κόσμο ακόμη και από τη Λαμία.
Ο Θανάσης με τη γυναίκα του Ειρήνη έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Είχε κάνει και άλλες δουλειές ο Θανάσης, στη Γερμανία και την Αθήνα, αλλά η ταβέρνα ήταν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του. Εκεί ήθελε να δώσει την ψυχή του και αυτό έκανε. Πώς είναι να έχεις μια μικρή ταβέρνα στην επαρχία των '80s; Είναι σαν να βρίσκεσαι κάπου που δεν μπορείς και δεν προλαβαίνεις να σηκώσεις κεφάλι. Για όλα φρόντιζε ο Θανάσης. Διάλεγε τα κρέατα ένα-ένα, έψαχνε για τα καλύτερα ζαρζαβατικά, κανονιζόταν με τον ψαρά, επόπτευε κουζίνα και σάλα. Στο μαγείρεμα, η Ειρήνη από το πρωί έως το βράδυ, ακούραστη και ασταμάτητη. Όχι γιατί το ήθελε, αλλά γιατί έτσι έπρεπε να κάνει για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν τη δουλειά τους.
Οι κόρες τους, η Λένα και η Μαρία, ανάμεσα στα τραπέζια και τα γκάζια μεγάλωσαν. Θυμούνται ακόμη να στέκονται με τις μύτες των ποδιών τους στα τραπέζια για να τα καθαρίσουν και να βοηθήσουν την κατάσταση. Η ταβέρνα δεν ήταν μόνο ο τόπος εργασίας των γονιών τους αλλά και το σπίτι τους. Για έξι μήνες ζούσαν ολοκληρωτικά εκεί, και τον χειμώνα επέστρεφαν στις ελιές και στο σχολείο. Όσο και να φαίνεται περίεργο, δεν είχαν περιθώρια για άλλον τρόπο ζωής, γι’ αυτό και η ταβέρνα έγινε κομμάτι του εαυτού τους.
Ο όρος «οικογενειακή ταβέρνα» στην περίπτωσή τους, αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, δεν αφορούσε την κατάσταση των επισκεπτών τους αλλά τη δική τους κατάσταση. Ήταν πάντα μια ταβέρνα που τη δούλευε όλη η οικογένεια και έτσι ακριβώς έχει παραμείνει μέχρι σήμερα. Μπορεί η Λένα και η Μαρία να έχουν μεγαλώσει πια και να έχουν και οι ίδιες δικές τους οικογένειες και παιδιά, αλλά ποτέ δεν έχουν αφήσει το μαγαζί. Ο Θανάσης και η Ειρήνη πια δεν έχουν τα ίδια κουράγια. Δεν εγκαταλείπουν, βέβαια, τα πόστα τους, αλλά έχουν καταλάβει πως ήρθε ο καιρός να περάσει το μαγαζί στα χέρια των κοριτσιών.
Έτσι, ο Φλοίσβος συνεχίζει να λειτουργεί με την ίδια φιλοσοφία εδώ και σαράντα χρόνια. Η προετοιμασία γίνεται νωρίς το πρωί. Καθαρίζονται τα λαχανικά, μαρινάρονται τα κρέατα, καθαρίζονται τα ψάρια, κόβονται τα βλίτα από το μποστάνι, ανοίγεται το φύλλο και φτιάχνονται τα τυροπιτάρια. Η Ειρήνη πήζει κατσικίσιο τυρί μόνη της για το τυροπιτάρι και το σαγανάκι και έτσι υπάρχει πάντα φρέσκο στο μαγαζί. Η πρώτη κατσαρόλα μπαίνει από νωρίς. Ένας από τους γνωστούς μεζέδες του μαγαζιού, που προσφέρεται με το πρώτο τσιπουράκι της μέρας, είναι η προβατίνα κοκκινιστή. Μέχρι τις 12:00 το μεσημέρι, η κατσαρόλα έχει αδειάσει. Ο κόσμος εναλλάσσεται για καφέ και τσίπουρο μέχρι να μεσημεριάσει περισσότερο και να αρχίσουν να καταφτάνουν οι επισκέπτες του φαγητού.
Παρόλο που το μαγαζί είναι μπροστά στη θάλασσα, η ταβέρνα φημίζεται τόσο για το φρέσκο ψάρι της όσο και για τα νόστιμα κρέατά της. Ο Θανάσης δεν επιτρέπει να μπει τίποτα στο μαγαζί του που δεν είναι άριστης ποιότητας. Τα κάρβουνα στην ψησταριά δεν ησυχάζουν μέχρι αργά το βράδυ. Στο ψήσιμο και το τηγάνι η Λένα, στις παραγγελίες και τα τραπέζια η Μαρία. Βοηθοί στο service ο κουνιάδος της Λένας, Θανάσης, αλλά και τα παιδιά τους, που έχουν μεγαλώσει και αυτά μέσα στην ταβέρνα.
«Δουλεύαμε και μεγαλώναμε ταυτόχρονα έξι παιδιά. Είχαμε τριγύρω τα πάρκα τους, τις περπατούρες και τα παιχνίδια τους. Τα παιδιά ξέρουν τη δουλειά, όπως ξέρουν πως, αν θέλουν να αποκτήσουν κάποια αγαθά, πρέπει να δουλέψουν. Έτσι, έρχονται και βοηθούν. Δεν θέλουμε, όμως, να συνεχίσουν αυτό το επάγγελμα. Εμείς ζήσαμε όλη τη ζωή μας εδώ μέσα, δεν θέλουμε να συμβεί το ίδιο στα παιδιά μας», μου λέει η Μαρία βιαστικά, ενώ τρέχει συνεχώς ανάμεσα στα τραπέζια και την κουζίνα.
Ξέρω τι λέει. Έχω επισκεφτεί πολλές φορές την ταβέρνα και πολλές φορές δεν έχω καταφέρει να χαιρετήσω τα κορίτσια. Πάντα είναι χαμένες στη δουλειά. Όλα περνάνε από τα χέρια τους, πάνω από τα βαθιά τηγάνια με το λάδι να κοχλάζει και την ψησταριά να ανεβάζει τη θερμοκρασία της κουζίνας στα ύψη. Η αγία ελληνική ταβέρνα δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Δεν σε λυπάται, ούτε ακούει την κούρασή σου. Απαιτεί το 100% του εαυτού σου. Γι’ αυτό και ανέκαθεν πίστευα ότι οι άνθρωποι της ταβέρνας είναι ξεχωριστοί και άξιοι. Ειδικά εκείνοι που θέλουν ό,τι προσφέρουν να είναι φτιαγμένο από τα χέρια τους. Γι’ αυτό στον Φλοίσβο δεν χορταίνω να τρώω τις καλοτηγανισμένες μελιτζάνες και τα κολοκύθια με το απαλό κουρκούτι και το χρυσαφένιο χρώμα, σερβιρισμένο με σκορδαλιά που σε κερδίζει και σε ζαλίζει με την αψάδα της. Θέλω, επίσης, να υπάρχει πάντα στο τραπέζι ένα τυροπιτάρι, η τηγανιτή τυρόπιτα της περιοχής, με το τραγανό φύλλο, την πλούσια γέμιση και το μυρωδάτο μέλι.
Ξέρω πως η παρέα μου αγαπάει τα παϊδάκια της προβατίνας, αλλά εγώ δεν αλλάζω με τίποτα την ψητή στα κάρβουνα σαρδέλα και τις καλοτηγανισμένες κουτσομούρες. Μπορώ να ορκιστώ για τη νοστιμιά της μοσχαρίσιας μπριζόλας γάλακτος και χαίρομαι τον κυρ-Θανάση που μαρινάρει όλα τα κρέατά του με λαχανικά και μπαχάρια για να είναι τρυφερά και μοσχοβολιστά. Βέβαια, το ίδιο καλά θα περνούσα αν είχα στο τραπέζι μια χωριάτικη με αληθινή τομάτα και μια μερίδα πατάτες τηγανητές με ένα τζατζίκι δίπλα. Αν το καλοκαιρινό τραπέζι δεν είναι απλό και γνήσιο, τι να το κάνεις;
Ο Φλοίσβος είναι μια ακόμη οικογενειακή ταβέρνα της ελληνικής επαρχίας. Από αυτές που θέλουμε να συνεχίσουν να υπάρχουν για να απολαμβάνουμε τις πραγματικές γεύσεις του τόπου μας. Είναι το τραπέζι που στρώνεται για εμάς, όχι από χέρια συγγενικά σε ένα χωριό, αλλά από χέρια που έχουν μάθει να φροντίζουν με αγάπη τους επισκέπτες τους. Ο κύριος Θανάσης, η μάνα Ειρήνη και οι κόρες Λένα και Μαρία δεν είναι οι συγγενείς που περιμένουμε να δούμε στο χωριό αλλά οι άνθρωποι που δουλεύουν όλο το καλοκαίρι για να περνάμε καλά και να φεύγουμε χορτάτοι στο σώμα και την ψυχή. Ξέρω πως φέτος, όταν θα αποχωριστούμε, θα αγκαλιαστούμε. Γιατί η ταβέρνα είναι ένα σπίτι που αφήνεις και θέλεις όταν ξαναγυρίσεις να το βρεις. Δεν περιμένεις να έχει αλλάξει κάτι στο μενού της. Επιθυμείς με όλη την καρδιά σου να έχουν μείνει τα πάντα ίδια και απαράλλακτα.
Φλοίσβος, Παραλία Καινούριο, Αγ. Αικατερίνη 350 09, τηλ: 2235 042204