Μεγαλωμένη στον Χολαργό, την εποχή που στα προάστια έμεναν οικογένειες και τα μαγαζιά ήταν λιγοστά και μετρημένα, θυμάμαι ακόμα κάθε μικρή ταβέρνα, σουβλατζίδικο, καφενείο ή ψητοπωλείο που υπήρχε στην περιοχή αλλά και στις περιοχές που συνόρευαν μαζί του.
Μη φανταστείς ότι μιλάμε για μεγάλα, γνωστά μαγαζιά με πολυτελείς σάλες, υφασμάτινα τραπεζομάντιλα και βάζα στο τραπέζι. Τα μαγαζιά της Ανατολικής Αττικής ήταν κυρίως ταβερνεία που διατηρούσαν μόνιμοι κάτοικοί τους για χρόνια και μας ήξεραν πρωτίστως ως γείτονες και μετά ως πελάτες. Άσε που παλιότερα δεν ήταν καν ανεπτυγμένη η υπηρεσία διανομής, οπότε όφειλες να επισκεφτείς την ταβέρνα και να παραλάβεις το φαγητό σου από τον πάγκο.
Έτσι, ήθελες δεν ήθελες, αποκτούσες γνωριμία με τους μαγαζάτορες. Τους ζούσες, τους έβλεπες πάνω στη δουλειά, μοιραζόσουν μαζί τους πέντε κουβέντες και, το πιο σημαντικό, ήξερες τι ρίχνουν στη σχάρα καθημερινά, πόσο σημασία δίνουν στην πρώτη ύλη και αν κάνουν ό,τι μπορούν για να σε έχουν ευχαριστημένο.
Ένα από τα μαγαζιά που θυμάμαι, στο οποίο δεν σταμάτησα ποτέ να πηγαίνω, είναι η ταβέρνα του Κορομηλά. Βρίσκεται στην περιοχή του Τσακού, όπως λέγανε παλιά την περιοχή της Αγίας Παρασκευής, που στους πρόποδες του Υμηττού συνορεύει με τον Χολαργό, σε ένα στενάκι που δεν βρίσκεις αν δεν το ξέρεις και είναι ίδια εδώ και πολλές δεκαετίες, κουβαλώντας μεγάλη ιστορία στα κεραμίδια της.
Πότε ακριβώς άνοιξε αυτή η ταβέρνα κανείς δεν ξέρει. Σίγουρα όμως ήταν προπολεμικά, από τον Ανδρέα Κορομηλά και τη γυναίκα του Ρένα. Στο ένα καμαράκι ήταν η ταβέρνα και στο άλλο το σπίτι τους. Μεγάλος μόρτης της εποχής ο κυρ-Ανδρέας, τον ήξεραν ακόμα και οι πέτρες. Κοντός σε ύψος αλλά μεγάλος σε υπόσταση και τετραπέρατος, κατάφερε να κάνει γνωστό το μαγαζί του σε όλη την περιοχή, γι' αυτό και η ταβέρνα διατήρησε το όνομά του, ακόμα και όταν άλλαξε χέρια.
Σε μια Αθήνα, όπου οι γαστρονομικές επιλογές είναι πολλές και ενδιαφέρουσες, τα μαγαζιά παλιάς κοπής και ρετρό κουλτούρας είναι μικρά καταφύγια για όλους μας.
Δεύτερος ιδιοκτήτης της ήταν ο Αχιλλέας Τουρλάκης, οδηγός στο επάγγελμα μέχρι να ασχοληθεί με την εστίαση, μεγάλη μορφή κι αυτός και με τεράστια επικοινωνιακή ικανότητα. Δεν είναι τυχαίο που ο Αχιλλέας μαζί με άλλους δύο μαγαζάτορες ίδρυσαν τον σύλλογο «Διόνυσο», ο οποίος κατάφερε αργότερα να συνασπίσει είκοσι επτά σωματεία, έτσι ώστε να ιδρυθεί αργότερα η ΠΟΕΣΕ που προασπίζει τα δικαιώματα όλων των εργαζομένων σε εστιατόρια και συναφή επαγγέλματα. Ο Αχιλλέας αγαπούσε και υπεράσπιζε την αλληλεγγύη και αυτός ήταν ένας από τους βασικότερους λόγους που όλες οι ταβέρνες της περιοχής διατηρούν μέχρι σήμερα άριστες σχέσεις και βοηθούν ο ένας τον άλλον όποτε χρειαστεί.
Με την ίδια φιλοσοφία και ακολουθώντας τις ίδιες αρχές, πήρε το μαγαζί από τα χέρια του ο γιος του Κώστας το 1999. Με τον Κώστα συναντηθήκαμε όταν επισκεφθήκαμε τον Κορομηλά, αυτός έχει σήμερα τα ηνία του.
«Το μαγαζί το ξέρω από παιδάκι, έχω μεγαλώσει στην αυλή του. Θυμάμαι ακόμα τον Κορομηλά και τη γυναίκα του. Ακόμα και όταν ο πατέρας μου ανέλαβε την ταβέρνα το 1972, εκείνοι συνέχιζαν να μένουν στο σπιτάκι τους, στο πίσω μέρος της κουζίνας. Πήγαινα και καθόμουν μαζί τους με τις ώρες. Μέχρι και τη χαρακτηριστική, βαριά και μάγκικη φωνή του θυμάμαι.
Τότε, βέβαια, δεν υπήρχαν πολλά πράγματα στην περιοχή. Το μαγαζί δεν ήταν περιφραγμένο. Μπροστά ήταν ένα χωράφι με αχλαδιές Κοντούλες και ένα πηγάδι, πιο πέρα η ταβέρνα του Κολοβού, αργότερα αυτή του Μαυρομάτη. Λίγοι ήμασταν και αγαπημένοι μεταξύ μας. Κι ακόμα έτσι είναι τα πράγματα. Αν λείψει κάτι από κάποιον, θα υπολογίσει στον άλλον και ο άλλος δεν θα του το αρνηθεί» μας λέει ο Κώστας που δεν μπορεί να κρύψει ούτε την αγάπη του για το μαγαζί ούτε και τον θαυμασμό για τον πατέρα του.
«Μεγάλη προσωπικότητα ο κυρ-Λάκης. Επιβλητική φυσιογνωμία, καθαρός άνθρωπος και με όλα τα χαρακτηριστικά των ανδρών της περιοχής. Ο πατέρας στην ταβέρνα και η μάνα μου, η κυρα-Σωτηρία, στο σπίτι. Αν ξεκινούσα να σου αφηγηθώ ιστορίες, θα πίναμε για πολλά βράδια εδώ στην αυλή» μου λέει και τον πιστεύω, γιατί μου έρχονται μνήμες από τους θαμώνες των μαγαζιών της περιοχής και ξέρω πως ο καθένας απ’ αυτούς ήταν βίος και πολιτεία, με την καλή έννοια. Σαν πρωταγωνιστές ενός έργου του Καζαντζάκη, σαν παλιοί ρεμπέτες της μεταπολεμικής περιόδου, σαν γνήσιοι οικογενειάρχες επαναστάτες που ήξεραν να συνδυάζουν πολλούς ρόλους μαζί, τίποτα δεν ξέφευγε από το μάτι τους και όλα λύνονταν μπροστά από ένα βαρέλι με κρασί.
Μπαίνω μέσα και βλέπω τη σάλα. Στο βάθος η ψησταριά, με τζάμι μπροστά για να βλέπει ο επισκέπτης τι ψήνεται, τζάκι χτιστό στον τοίχο και παλιές φωτογραφίες ολόγυρα. Πριν από την πανδημία, ο Κώστας, που αγαπά ιδιαίτερα τα ρεμπέτικα, έφερνε μουσικούς δυο-τρεις φορές την εβδομάδα και το μαγαζί αποκτούσε ξεχωριστή ζεστασιά. Το ίδιο θα κάνει μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες.
Εξάλλου, ασχολείται εδώ και χρόνια με διάφορα πολιτισμικά δρώμενα της περιοχής αλλά και με τη Γιορτή της Μπίρας και θέλει η ταβέρνα του να προσφέρει πολύ περισσότερα από καλό φαγητό και ήρεμο περιβάλλον. Ουσιαστικά, αγαπάει καθετί που φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, τους βοηθά να αποφορτιστούν και να απολαύσουν την παρέα τους και η μουσική είναι ο πιο άμεσος τρόπος για να συμβεί αυτό.
Προς το παρόν, το μεγάλο και αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα της ταβέρνας είναι η μεγάλη, όμορφη και ανεπιτήδευτη αυλή του. Συκιές και ελιές που ο Κώστας φροντίζει με μεγάλη αγάπη, χαλίκι λευκό, τραπεζάκια τακτικά τοποθετημένα γύρω από ένα πηγάδι και το χαμηλό μαγαζί στο φόντο, για να μπερδεύεσαι και να ξεχνάς πως βρίσκεσαι στην Αθήνα. Η ταβέρνα που θέλεις και μπορείς να πας μετά την παραλία και ενώ ακόμη έχεις αλάτι στο σώμα και άμμους στα πόδια. Το μέρος όπου θα αποδράσεις για να γλιτώσεις από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού και το μαγαζί όπου θα θέλεις να συγκεντρώσεις την παρέα σου μια καλοκαιρινή νύχτα και τη φαμίλια σου μια Κυριακή. Και, φυσικά, στον Κορομηλά θα φτάσεις πεινασμένος και αποφασισμένος να μην αρνηθείς καμία από τις λιχουδιές του.
Αρχικά, στο κέντρο του τραπεζιού θα μπουν τα ορεκτικά του. Μην πάει το μυαλό σου σε τίποτα τρελό. Εδώ όλα είναι απλά και η επιτυχία τους στηρίζεται στη γεύση, όχι στον εντυπωσιασμό. Πλούσια χωριάτικη με μπόλικο ελαιόλαδο και χοντροκομμένο κρεμμύδι, καλοβρασμένα χόρτα εποχής, τζατζίκι που ξεχειλίζει στο πιάτο και δεν λυπάται το σκόρδο, κολοκυθάκια τούμπανο με τραγανιστό κουρκούτι, γαλοτύρι από το τυροκομείο του Μπάφα και ολοστρόγγυλες κροκέτες που φτιάχνονται εδώ και πολλά-πολλά χρόνια με την ίδια συνταγή. Από τυριά, μπορείς να πάρεις ακόμα τη φέτα στο πήλινο ή το σαγανάκι, αλλά θα σου έλεγα να μην υπερβάλεις με τα πρώτα, γιατί όλη η ιστορία βρίσκεται στα κρέατα και θα ήταν άδικο να χορτάσεις πριν προλάβεις καν να τα δοκιμάσεις.
Και όταν λέμε «κρέας», εννοούμε καλό κρέας. Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατό να πας στον Κορομηλά και να μην πάρεις μια γενναία μερίδα αρνίσια παϊδάκια γάλακτος. Με καταγωγή από τα Γιάννενα και ψημένα όπως πρέπει, για να είναι όσο πιο λαχταριστά γίνεται, κρατάνε δικαίως τα σκήπτρα στις προτιμήσεις των θαμώνων. Γλύκισμα η συκωταριά με τα γλυκάδια και εξαιρετικό το χειροποίητο λουκάνικο, ειδικά όταν το φας ζεστό και στύψεις πάνω του μπόλικο λεμόνι. Μη νομίζεις, όμως, ότι έχεις ξεμπερδέψει έτσι εύκολα. Γιατί στον Κορομηλά θα λιμπιστείς σίγουρα το βλάχικο κοκορέτσι του και θα θέλεις οπωσδήποτε να φας έστω και ένα κομματάκι από το χοιρινό κοντοσούβλι, που λιώνει πραγματικά στο στόμα.
Αν, πάλι, είσαι κομματάκι μετριοπαθής, θα αρκεστείς σε μια ζουμερή μοσχαρίσια μπριζόλα ή μια μερίδα μπιφτέκια από εκείνα τα σωστά καρυκευμένα που παραγγέλναμε πάντα παιδιά και δεν χορταίναμε να τρώμε με πατάτες και σαλάτα. Και αν είσαι σε απελπιστική δίαιτα και θέλεις κάτι να γλυκάνει το μέσα σου, θα πάρεις παϊδάκια κοτόπουλο.
Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν μεγάλο λάθος να μη φας μερικές από τις πιο νόστιμες χεράτες τηγανητές πατάτες, να μη βουτήξεις μέσα στο τζατζίκι σου δυο-τρία κομμάτια από την πίτα που φτιάχνεται αποκλειστικά για το μαγαζί από τα αρτοσκευάσματα του Καλοϊδά.
Φύγαμε από τον Κορομηλά, χαιρετώντας τον Κώστα εγκάρδια και με μεγάλη χαρά που μας διαβεβαίωσε πως κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρήσει την ταβέρνα όπως ήταν πάντα και θα συνεχίσει να το κάνει για πολλά χρόνια ακόμη. Σε μια Αθήνα όπου οι γαστρονομικές επιλογές είναι πολλές και ενδιαφέρουσες, τα μαγαζιά παλιάς κοπής και ρετρό κουλτούρας είναι μικρά καταφύγια για όλους μας. Κάτι σαν βανίλια υποβρύχιο μέσα σε παγωμένο νερό ή παγωτό καϊμάκι με σιρόπι βύσσινο σε κρυστάλλινο κουπάκι.
Γοργοποτάμου 6, Αγ. Παρασκευή, 210 6510496, Facebook: Ταβέρνα Κορομηλάς