Μένιος Σακελλαρόπουλος: «Ζούμε σε μια κοινωνία που μισεί, που έχει θυμό, που θέλει να τα σπάσει όλα»

Μένιος Σακελλαρόπουλος: «Ζούμε σε μια κοινωνία που μισεί, που έχει θυμό, που θέλει να τα σπάσει όλα» Facebook Twitter
Σιχαίνομαι το τσουβάλιασμα και τις a priori τοποθετήσεις. Ποτέ δεν είναι όλοι ίδιοι. Φωτ.: Μενέλαος Μυρίλλας
0

Η χροιά της φωνής του είναι χαρακτηριστική και ευρέως αναγνωρίσιμη. Εδώ και πολλά χρόνια ξεχωρίζει ως αθλητικογράφος για τον τρόπο μετάδοσης και τη γλαφυρότητα του ύφους του. Έχει δουλέψει σε μεγάλα Μέσα, στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες. Έχει καλύψει για περισσότερα από σαράντα πέντε χρόνια κορυφαίες διοργανώσεις, ενώ έχει κάνει τρεις φορές τον γύρο της Ευρώπης για τις ανάγκες εκατοντάδων ρεπορτάζ.

Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, τον έχει κερδίσει και η συγγραφή. Είκοσι χρόνια, ισάριθμα βιβλία. Όλα έχουν γίνει best-seller και, όπως θα μου πει ο ίδιος στο σπίτι του στα Βριλήσσια, για να το καταφέρει αυτό μπήκε σε φυλακές, ψυχιατρεία, χειρουργεία, δικαστικές αίθουσες, αστυνομικά τμήματα, εισαγγελικά γραφεία, νεκροτομεία και μοναστήρια.

Το χαμόγελο, η ευγένεια, το αστείρευτο χιούμορ και ο αυθορμητισμός του κυριαρχούν στη διάρκεια της συνομιλίας μας. Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για αξέχαστες εμπειρίες, για τις δυσκολίες και τα εμπόδια που συνάντησε, για την πτώση των εφημερίδων, για τη λογοτεχνία αλλά και για το κοινωνικό φαινόμενο της βίας στα γήπεδα, για το οποίο λέει: «Τα πράγματα είναι πολύ πιο σκληρά τώρα, γιατί τότε δεν έβγαιναν μαχαίρια και δεν δίνονταν ραντεβού θανάτου».   

«Δημιουργήσαμε ως κοινωνία γενιές οπαδών που μισούν την ήττα και κυρίως δεν την ανέχονται. Η αρρωστημένη φιλοσοφία "ή εμείς ή κανείς". Κι εκεί ξεκινάει το μπάχαλο, με τους κρατούντες να προσπαθούν πάλι να κρατήσουν ισορροπίες».  

— Τι σας θυμώνει στην εποχή μας; 
Ο «ξερολισμός», η προχειρότητα, η τσαπατσουλιά, η επιθετικότητα, το μίσος, ο θυμός, η ανευθυνότητα πολλών, τα εύκολα συμπεράσματα. Τρομάζω με τον κανιβαλισμό και την ανθρωποφαγία με την έξαρση των social media. Αυτό το μίσος των πληκτρολογίων, αυτών που μπαίνουν σε οποιοδήποτε θέμα για να κράξουν, να βρίσουν, να καταραστούν, ειλικρινά κάνει τους ψυχιάτρους να σηκώνουν τα χέρια ψηλά. 

Μένιος Σακελλαρόπουλος: «Ζούμε σε μια κοινωνία που μισεί, που έχει θυμό, που θέλει να τα σπάσει όλα» Facebook Twitter
Tρομάζω με τον κανιβαλισμό και την ανθρωποφαγία με την έξαρση των social media. Αυτό το μίσος των πληκτρολογίων, αυτών που μπαίνουν σε οποιοδήποτε θέμα για να κράξουν, να βρίσουν, να καταραστούν, ειλικρινά κάνει τους ψυχιάτρους να σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Φωτ.: Μενέλαος Μυρίλλας

— Γιατί γίνατε αθλητικογράφος;
Γιατί λάτρευα τα σπορ, όλα τα σπορ, από 7-8 χρονών. Επειδή έμπαιναν καθημερινά στο σπίτι κάμποσες εφημερίδες –και γι’ αυτό ευγνωμονώ τον πατέρα μου– κατάφερνα να μαθαίνω και να αποστηθίζω τα πάντα γύρω από τον αθλητισμό. Έτσι ήξερα ότι αυτό θα με κάνει ευτυχισμένο. Και με έκανε, αφού το λατρεμένο μου χόμπι έγινε επάγγελμα. Αυτό είναι ευλογία. Στα 16 μου, μαθητής ακόμα, ανηφόρισα από τον Πειραιά στην Αθήνα για να ζητήσω δουλειά στο «Φως» από τον κολοσσό Θόδωρο Νικολαΐδη, εννοείται κρυφά από το σπίτι.

Δεν το μετάνιωσα ούτε δευτερόλεπτο, παρότι ο πατέρας ήταν απολύτως αντίθετος όταν έμαθε τα καμώματά μου. Με ονειρευόταν εισαγγελέα, αλλά δεν υπέκυψα στις επιθυμίες του. Και δεν υπέκυψα ούτε στις πιέσεις του τεράστιου Αλέκου Φιλιππόπουλου, διευθυντή στο «Έθνος», όταν θέλησε να με κατευθύνει προς το δικαστικό ρεπορτάζ –λόγω Νομικής Σχολής–, το αστυνομικό, το ελεύθερο, ακόμα και το πολιτικό. Εμάς τους αθλητικούς μάς θεωρούσαν παρακατιανούς. Κι αυτό κράτησε πολλές δεκαετίες. Κι όταν του είπα ότι λατρεύω τα αθλητικά και προτιμώ να με διώξει αν επιμένει να κάνω κάτι άλλο, σήκωσε τα χέρια ψηλά και με άφησε στην ησυχία μου.

— Δυστυχώς, η κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο γίνεται όλο και χειρότερη στο θέμα της οπαδικής βίας. Υπάρχουν λύσεις; Και, αν ναι, γιατί δεν εφαρμόζονται;
Ήμουνα νιος και γέρασα. Κοντεύω μισό αιώνα στο κουρμπέτι κι ακόμα συζητάμε τα ίδια, όπως στα τέλη της δεκαετίας του '70. Βέβαια τα πράγματα είναι πολύ πιο σκληρά τώρα, γιατί τότε δεν έβγαιναν μαχαίρια και δεν δίνονταν ραντεβού θανάτου. Θεωρώ ότι αυτό που ζούμε –τρομακτικό από κάθε άποψη– δεν είναι σκέτη οπαδική βία αλλά ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο. Μια κοινωνία που μισεί, που έχει θυμό, που θέλει να τα σπάσει όλα. Σχεδόν όλες τις φορές –μπορώ να αφαιρέσω και το «σχεδόν»– τα όποια μέτρα στηρίζονταν στην προχειρότητα, έβγαιναν στο γόνατο.

Πάντα ακούγονταν μεγάλα λόγια και ευχολόγια, αλλά οι εκάστοτε κρατούντες προσπαθούσαν να βρουν ισορροπίες και να τηρήσουν ίσες αποστάσεις. Πάντα υπήρχαν νόμοι, και δίπλα σ’ αυτούς άπειρα παραθυράκια. Οπότε, ξαναγυρίζουμε στα ίδια. Η ατιμωρησία σε κάθε επίπεδο επιτρέπει τη διαιώνιση καταστάσεων. Επιπλέον –και εδώ είναι ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα– δημιουργήσαμε ως κοινωνία γενιές οπαδών που μισούν την ήττα και κυρίως δεν την ανέχονται. Η αρρωστημένη φιλοσοφία «ή εμείς ή κανείς». Κι εκεί ξεκινάει το μπάχαλο, με τους κρατούντες να προσπαθούν πάλι να κρατήσουν ισορροπίες.  

Μένιος Σακελλαρόπουλος: «Ζούμε σε μια κοινωνία που μισεί, που έχει θυμό, που θέλει να τα σπάσει όλα» Facebook Twitter
Εμάς τους αθλητικούς μάς θεωρούσαν παρακατιανούς. Κι αυτό κράτησε πολλές δεκαετίες. Φωτ.: Μενέλαος Μυρίλλας

— Γιατί στη χώρα μας το ποδόσφαιρο αποτελεί σπανίως γιορτή και πολύ συχνά συγκρότηση αντίπαλων στρατοπέδων;
Πολύ απλά γιατί κανείς δεν ανέχεται την ήττα, δεν την αντέχει και αρνείται να τη δεχτεί. Μπροστά στο ενδεχόμενο της ήττας, επιλέγουν τη βίαια αντίδραση. Κι αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει τη στιγμή που είναι νωπό ακόμα το χώμα δολοφονημένων παιδιών. Ανατριχιαστικό. Ο μέγας τράγος, που έλεγε κι ο Σαββόπουλος, διψάει για αίμα. Και σε μια παραπαίουσα κοινωνία, γεμάτη θυμό και μίσος, το επιδιώκει.

— Όλα αυτά τα χρόνια που ασχολείστε με το αθλητικό ρεπορτάζ, ποια εικόνα δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
Μετά από τόσα χρόνια, στριμώχνω στο πίσω μέρος του μυαλού μου τις κολασμένες στιγμές, αναμφίβολα πολλές. Τα ανοιγμένα κεφάλια, τις συγκρούσεις, τα χημικά, τα «ντου», εκεί που οι γελαστοί έγιναν γελασμένοι από την καθοδήγηση κάποιων. Αλλά δυο μαύρες στιγμές έχουν χαράξει την ψυχή μου και συχνά πυκνά έρχονται στον νου μου. Η πρώτη ήταν στις 26 Σεπτεμβρίου 2000. Μεταδίδαμε με τον Αντώνη Κατσαρό για το MEGA από το Αμβούργο τον αγώνα του Παναθηναϊκού με την ομώνυμη ομάδα για το Τσάμπιονς Λιγκ. Κάποια στιγμή ο Νίκος Στραβελάκης μάς λέει από την Αθήνα στο ακουστικό για την ασύλληπτη τραγωδία του «Σάμινα» και τους 81 νεκρούς. Πάγωσε το αίμα μας. Φύγαμε από το γήπεδο και δεν ξέραμε πού πατούσαμε.

Ακριβώς έναν χρόνο μετά –παρά δεκαπέντε μέρες– ζήσαμε στο Γκεζελκίρχεν της Γερμανίας την επίσης αδιανόητη τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου με τους δίδυμους πύργους. Πάλι ο Στραβελάκης στο ακουστικό μας –με τον Αλέξη Σπυρόπουλο– και ο τρόμος όχι πάνω από την πόλη αλλά πάνω από τον κόσμο ολόκληρο. Μείναμε όλοι άυπνοι βλέποντας τα τρομακτικά πλάνα στην τηλεόραση και με τον μεγάλο φόβο μήπως συμβεί κάτι στην πτήση μας προς Αθήνα. Ξεχνιούνται αυτά; Όπως δεν ξεχνιέται και ένα απίστευτο περιστατικό στις 6 Νοεμβρίου 1984 στο Μπέλφαστ, πριν τον αγώνα με τη Λίνφιλντ. Επιστρέφοντας από κάποιο εστιατόριο σε μια σκοτεινή περιοχή, βρεθήκαμε σε διασταυρούμενα πυρά μεταξύ της αστυνομίας και του IRA, που τότε είχε έντονη δράση. Μας έσωσε μια κλούβα της αστυνομίας, αλλά μείναμε για μέρες άυπνοι από τον φόβο μας.

— Είναι καλή περίοδος για να είναι κανείς δημοσιογράφος; Τι σας γοητεύει και τι δεν σας αρέσει σήμερα στη δημοσιογραφία;
Τα –αρκετά– τελευταία χρόνια η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη στο επάγγελμα. Οι εφημερίδες, κάποτε μεγάλη δεξαμενή για όλους μας, έχουν συρρικνωθεί κι αυτό προκάλεσε τεράστιο πρόβλημα. Ενδεχομένως τις ξεπέρασε η νέα εποχή με την έκρηξη του διαδικτύου. Υπέστησαν βαριά ήττα γιατί δεν προσπάθησαν να αναμορφωθούν ως όφειλαν. Για τη χώρα μας μιλάω. Το «Έθνος», στο οποίο δούλεψα για σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, πουλούσε 300.000 φύλλα την ημέρα. Με τα χρόνια έφτασε να πουλάει ακόμα και επτά χιλιάδες. Από τις τριακόσιες χιλιάδες, έτσι; Το ίδιο συνέβη και με αρκετές άλλες. Αλλά δεν φταίει μόνο το διαδίκτυο.

cover
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Μένιος Σακελλαρόπουλος: Ο αρχάγγελος των βράχων, εκδόσεις Ψυχογιός

Έπαιξε σοβαρό ρόλο η έλλειψη αξιοπιστίας, το σφιχταγκάλιασμα με την εκάστοτε εξουσία, οι εντυπωσιακές κυβιστήσεις για προσωπικά οφέλη, κι αυτό δεν έγινε μόνο με τις εφημερίδες. Επεκτάθηκε παντού. Παράδειγμα: κάποτε τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση τα παρακολουθούσαν εκατοντάδες χιλιάδες τηλεθεατές. Ας αναρωτηθούμε γιατί σταμάτησε να συμβαίνει αυτό. Επιπλέον, σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό η ερευνητική δημοσιογραφία και περάσαμε στις ανακοινώσεις των κομμάτων αλλά και στα copy paste. Ε, δεν γίνεται δουλειά έτσι. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα κάποιες εκπομπές που όντως γοητεύουν. 

— Ποια είναι η άποψή σας για το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι»;
Σιχαίνομαι το τσουβάλιασμα και τις a priori τοποθετήσεις. Ποτέ δεν είναι όλοι ίδιοι. Οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι δικαστές, οι υδραυλικοί, οι ηλεκτρολόγοι, οι ηθοποιοί, προφανώς και οι δημοσιογράφοι. Ο καθείς είναι υπεύθυνος για τις πράξεις και τις παραλείψεις του. Τσουβάλιασμα έκανε η χούντα.

— Υπήρξαν φορές που ο χώρος των ΜΜΕ σας απογοήτευσε;
Προφανώς. Στην ίδια χώρα ζούμε, είτε εντός είτε εκτός των τειχών. Αλλά όσο θυμάμαι, πάντα υπήρχε η λεγόμενη «γραμμή». Κι αυτό είναι από μόνο του μαχαιριά στην αξιοπιστία. Κι οι πρώτοι που το εισπράττουν είναι οι εργαζόμενοι. Δεν είναι πάντα εύκολο –κάθε άλλο– να αντιδράσει κάποιος. Η ανεργία είναι πολύ σκληρή για όλους τους χώρους, αν με εννοείτε. Είναι αργός θάνατος. Τον έχω βιώσει και ξέρω από πρώτο χέρι. Γι’ αυτό πικραίνομαι με όσους βγάζουν εύκολα συμπεράσματα. Μια μέρα σε ένα σούπερ μάρκετ κάποιος μου κουνούσε το δάχτυλο και με κατηγορούσε για τις επαγγελματικές μου επιλογές. Του είπα ότι παραιτούμαι άμεσα αν με πάρει εκείνος στη δουλειά του. Ξαφνικά ο αγριεμένος μου χαμογέλασε, με χτύπησε στην πλάτη και πήγε να αγοράσει πατάτες.

— Γιατί πιστεύετε ότι οι νέοι δεν διαβάζουν εφημερίδες; 
Μήπως γιατί δεν τους ενδιαφέρει αυτό που διαβάζουν; Επιλέγουν άλλου είδους ενημέρωση, που δεν είναι πάντα ορθή. Ιδού λοιπόν η πρώτη αποχή. Από την ενημέρωση. Ακολουθεί η δεύτερη, πολύ πιο σοβαρή. Η αποχή από τις εκλογές. Αυτό είναι ακανθώδες ζήτημα. Εδώ που τα λέμε, δεν έχασαν αξιοπιστία μόνο τα Μέσα αλλά και η πολιτική. Ασφαλώς και οι πολιτικοί.

—Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί στην ελληνική πραγματικότητα;
Ο οχαδερφισμός, η προχειρότητα, η καθιέρωση της ρήσης «κι αύριο μέρα είναι». Έτσι φτάνουμε σε τραγωδίες. Δεκαετίες ολόκληρες διαφέντευε η ατιμωρησία. Παντού. Όταν επιλέγονται άσχετοι για θέσεις-κλειδί και μάλιστα δεν είναι καν εκπαιδευμένοι, όταν η ρουσφετολογία κρατάει αιώνες, τι να πούμε, τι να τραγουδήσουμε; Πίσω απ’ όλα κρύβεται η έλλειψη παιδείας.

—Μετά από σχεδόν πέντε δεκαετίες στη δημοσιογραφία, σας έχει κερδίσει η συγγραφή και μάλιστα φτάσατε φέτος τα είκοσι βιβλία. Γράφοντας μάθατε πράγματα για τον εαυτό σας που δεν τα γνωρίζατε;
Η συγγραφή ήταν μια ευλογία στον δρόμο μου. Μπήκα σε μια ήσυχη βαρκούλα –το είχε ανάγκη η ψυχή μου μετά από χρόνια μεγάλων εντάσεων– που μου έδινε τη δυνατότητα συνεχούς ενδοσκόπησης, κάτι που δεν ήταν εύκολο να γίνει κυνηγώντας το ρεπορτάζ και σε δύσκολες συνθήκες. Ήθελα να πω ιστορίες που είχα μέσα μου κι ακολούθησα έναν συγκεκριμένο δρόμο. Την έρευνα, σαν να έκανα ένα σοβαρό ρεπορτάζ. Μπαίνω στα παπούτσια των εκάστοτε ηρώων σε εξαντλητικό βαθμό, ακολουθώντας τα χνάρια τους παντού.

Μένιος Σακελλαρόπουλος: «Ζούμε σε μια κοινωνία που μισεί, που έχει θυμό, που θέλει να τα σπάσει όλα» Facebook Twitter
Είναι μοναχικός ο δρόμος της συγγραφής, δύσκολος, επίπονος, απαιτητικός, δυσβάστακτος κάποιες φορές, ζητώντας απόλυτη πειθαρχία. Φωτ.: Μενέλαος Μυρίλλας

Για χάρη τους μπήκα σε φυλακές, ψυχιατρεία, νοσοκομεία και χειρουργεία, ανακριτικά γραφεία και δικαστικές αίθουσες, μοναστήρια, δομές προσφύγων, όπου δρουν οι ήρωές μου. Τη θεωρώ αλάνθαστη συνταγή γιατί το υλικό σπαρταράει. Είναι σαν να ζω έτσι κι άλλες ζωές κι αυτό είναι για μένα μια τεράστια ψυχοθεραπεία. Είναι μοναχικός ο δρόμος της συγγραφής, δύσκολος, επίπονος, απαιτητικός, δυσβάστακτος κάποιες φορές, ζητώντας απόλυτη πειθαρχία. Η επιλογή δύσκολων θεμάτων με ενθουσιάζει. Και με ανεβάζει στα σύννεφα να βλέπω την απήχηση. Το ίδιο συναίσθημα νιώθω βλέποντας πια στη βιβλιοθήκη είκοσι βιβλία μου σε είκοσι χρόνια. Αυτό είναι μαγικό και δεν το φανταζόμουν ποτέ, είναι η αλήθεια!

— Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο. Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, όπως όλα τα προηγούμενά σας, με στοιχεία μυστηρίου και θρίλερ.
Ήταν κι αυτό ένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Να πιάσω δηλαδή ένα θέμα δύσκολο και δυσπρόσιτο, που πολλοί το βάζουν κάτω από το χαλί για να μην ενοχλεί την αισθητική τους. Αναφέρομαι στο προσφυγικό, μια τεράστια πληγή της σύγχρονης κοινωνίας. Πήγα λοιπόν στη Μυτιλήνη, συναναστράφηκα μ’ αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους και η έκπληξή μου ήταν τεράστια. Ένας από τους κεντρικούς ήρωες, ο Ασκάν, με έκανε να κοκκινίσω με όσα μου είπε. «Στην πατρίδα μου ήμουν γιατρός που έσωζε ζωές. Εδώ είμαι ένα σκουπίδι. Γιατί έτσι μας βλέπουν. Σαν σκουπίδια που λερώνουν τον τόπο!»

Η ιστορία λοιπόν διαδραματίζεται στο νησί του Αρχάγγελου, της Σαπφούς, του Ελύτη, του Μυριβήλη, του Θεόφιλου. Όλα ξεκινούν στα παράλια της Μυτιλήνης, εκεί που το θεριό, η θάλασσα, καταπίνει ανθρώπους σκορπώντας πένθος και πόνο. Ο Ασκάν, γιατρός από το Ιράν, καταφέρνει να βγει στα βράχια από τα άγρια κύματα, έχοντας δει να πνίγονται η μητέρα κι η αδελφή του. Η ζωή τον διαλύει και του επιφυλάσσει κι άλλα δεινά. Βλέπει ανθρώπους να τον αντιμετωπίζουν σαν μίασμα, ένα σκουπίδι που πρέπει να πεταχτεί.

Η Ευρυδίκη, δασκάλα στις δομές προσφύγων, του δείχνει ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι. Ο πατέρας της, ένας αρτηριοσκληρωτικός συνταγματάρχης, τη διώχνει από το σπίτι θεωρώντας ότι τον διασύρει με τη στάση της. Τότε η ζωή σκηνοθετεί μια ιστορία που θα έκανε και τους πιο ασυγκίνητους να λυγίσουν. Υπάρχει και αστυνομική χροιά που το μετατρέπει σε θρίλερ, ένα μυστήριο με δύο δολοφονίες και δίπλα-δίπλα η ψυχή, η ανθρωπιά, η απανθρωπιά, η αχαριστία, η δικαίωση, ο θρίαμβος της ζωής.

Επέλεξα να βάλω στο βιβλίο και υπαρκτούς ήρωες. Τον βαρκάρη Ραφαήλ και την αδελφή του Ελένη, που ζουν στη Μελίντα, τη βιβλιοπώλισσα Βάλια, τη δασκάλα Ευρυδίκη, τον γιατρό Ασκάν. Κι εκείνο που κράτησα ήταν η κουβέντα του βαρκάρη που με συγκλόνισε: «Χάσαμε την ανθρωπιά μας, σκληρύναμε και γινήκαμε πετσιά. Μάθαμε να ζυγίζουμε τους ανθρώπους ανάλογα με το χρώμα τους, την πατρίδα τους, την τσέπη τους, τη δουλειά τους, την όψη τους, ακόμη και τη θρησκεία τους. Βουλιάξαμε. Και πρέπει να ντρεπόμαστε».

— Είναι φανερό ότι επηρεαστήκατε στην ιστορία σας από το θέμα του προσφυγικού-μεταναστευτικού.
Προφανώς. Ήταν ο οδηγός μου. Χιλιάδες πρόσφυγες, διαλυμένοι στην πραγματικότητα, χωρίς πατρίδα, χωρίς οικογένεια, χωρίς ελπίδα, προσπαθούσαν απλώς να επιβιώσουν. Να ζήσουν, όπως όλοι. Το θεώρησα χρέος τιμής προς όλους αυτούς, τους εκατοντάδες νεκρούς και τους δεκάδες χιλιάδες που κατάφεραν να σωθούν, ψάχνοντας να αποδείξουν ότι είναι άνθρωποι. Άνθρωποι. Για κάποιους ήταν μιάσματα, σκουπίδια. Αυτό κέντρισε τη φαντασία μου κι έτσι προχώρησα, δίνοντας μια ιστορία με πολλά μηνύματα, αφιερωμένη στις ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα στα παγωμένα νερά, παλεύοντας να σώσουν τη ζωή τους, αλλά και στους ανθρώπους που άπλωσαν χέρι βοήθειας στης γης τους κολασμένους.

— Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής σας; Και τι μάθατε απ’ αυτήν;
Η όποια δυσκολία, η κάθε δυσκολία, με ατσαλώνει, με οπλίζει με τεράστια δύναμη. Πάντα μου συνέβαινε, από μικρή ηλικία. Και μιας και μιλάμε για το συγγραφικό κομμάτι, θυμάμαι τις απίστευτες δυσκολίες που συνάντησα στο ξεκίνημα. Με κοιτούσαν περίεργα, περίπου σαν εξωγήινο. «Τι δουλειά έχει αυτός με τα βιβλία; Αυτός δεν γράφει για πέναλτι και οφσάιντ; Από πού κι ως πού να γράψει βιβλίο;», έλεγαν κάμποσοι από τον χώρο, βλέποντάς με περίπου ως υποκουλτούρα. Στενοχωρήθηκα, αλλά δεν πτοήθηκα.

Γιατί έπρεπε να κρεμάσω ένα χαρτόνι στον λαιμό που να λέει ότι είμαι παιδί της Νομικής, ένας άνθρωπος με χιλιάδες λέξεις πίσω του, με έρευνες, με εκατοντάδες δημοσιογραφικές αποστολές, με χιλιάδες βίντεο; Συγκεντρώθηκα στον στόχο μου και πάλεψα σκληρά να αποδείξω ότι μπορώ να γράψω κι άλλα πράγματα πέρα από τα αθλητικά. Τα χρόνια –αρκετά απ’ αυτά με αμφισβήτηση– κύλησαν, δίχως να σταματήσω να παλεύω γι’ αυτά που πίστευα. Πλέον καμαρώνω για το γεγονός ότι μετράω είκοσι βιβλία μου σε είκοσι χρόνια. Γι’ αυτό θεωρώ ορόσημο το τελευταίο μου βιβλίο, το εικοστό.

Μάλιστα, θέλησα να το γιορτάσω με έναν διαφορετικό τρόπο. Για την παρουσίασή του λοιπόν έγραψα οκτώ θεατρικούς μονολόγους, τους οποίους ερμήνευσαν εξαιρετικοί ηθοποιοί που με τίμησαν με την παρουσία τους. Και μιλάμε για πραγματική dream team, για πρώτη φορά μαζί επί σκηνής. Ο Αιμίλιος Χειλάκης στον ρόλο του αρτηριοσκληρωτικού συνταγματάρχη, ο Τάσος Νούσιας στον ρόλο του Ασκάν, ο Γιάννης Στάνκογλου στον ρόλο του γιατρού «Χωρίς Σύνορα», ο Λεωνίδας Κακούρης στον ρόλο του βαρκάρη Ραφαήλ, η Γιούλικα Σκαφιδά στον ρόλο της δασκάλας Ευρυδίκης, η Θάλεια Ματίκα στον ρόλο της γυναίκας του συνταγματάρχη, ο Νίκος Μέλλος στον ρόλο του αρπακτικού Βασίλη και η Ιφιγένεια Πιερίδου στον ρόλο μιας νεαρής πόρνης.

Όλο αυτό, στο θέατρο Άλφα, ήταν μέγιστη τιμή για μένα, όπως και οι τοποθετήσεις δύο αγαπημένων συναδέλφων από την αρχαία φουρνιά, του Χρήστου Σωτηρακόπουλου και του Βασίλη Σκουντή. Όταν τελείωσε αυτή η μαγική βραδιά, σκέφτηκα ότι δικαιώθηκε το moto μου για τη ζωή, ότι χάνεται μόνο όποιος χάσει τα όνειρά του. Χαίρομαι αφάνταστα που ονειρεύομαι ακόμα. Που ένα «αλητάκι» από τον Πειραιά, γιος ενός φτωχού δημοσίου υπαλλήλου, κατάφερε να κυνηγήσει τα όνειρά του και να πιάσει κάμποσα. 

— Ο μεγαλύτερός σας φόβος;
Ο ίδιος με εκατομμύρια ανθρώπων. Να μη χάσουμε την υγεία και το μυαλό μας. Να μη ζήσουμε εφιαλτικούς καιρούς σ’ αυτό τον ταραγμένο κόσμο. Να μην πάψουμε να νιώθουμε, να μη χάσουμε την ενσυναίσθηση. Ό,τι και να σκεφτεί κανείς, το συμπέρασμα είναι ένα: η υγεία παραμένει σημαιοφόρος και καθορίζει τα πάντα.

— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Την αγάπη και τη στήριξη των δικών μου ανθρώπων. Το να με έχουν και να τους έχω ανάγκη. Χαίρομαι αφάνταστα που τα απολαμβάνω, όπως απολαμβάνω και την πρόοδο των παιδιών μου, την τεράστια αγάπη και την αμέριστη συμπαράσταση. Αυτοί ξέρουν για μένα, η οικογένειά μου. Γιατί πάντα ο «έξω» μπορεί να πει ό,τι θέλει. Τσάμπα είναι.

— Πώς φαντάζεστε το μέλλον;
Μόλις ολοκληρωθεί ο εργασιακός μου βίος, πολύ κοντά πια, μετά από σχεδόν μισό αιώνα σκληρής και επίπονης δουλειάς, με χαμένη εφηβεία και νιότη στα δημοσιογραφικά γραφεία, να μπορώ να γράφω απερίσπαστος, να περπατάω στη φύση, να ακούω περισσότερη μουσική, να διαβάζω περισσότερο, να μην κοιτάζω το ρολόι. Να μπορώ να πιω έναν καφέ απόγευμα –που δεν ήπια ποτέ λόγω συνθηκών–, να ταξιδέψω και όχι για δουλειά, να διαβάσω ξανά Ιστορία και αρχαία κείμενα. Κι αν αξιωθώ, να γίνω παππούς κάνοντας ζαβολιές μαζί με τα εγγόνια, με σοκολάτες και γλυκά, με ιστορήσεις μου μπροστά στο τζάκι. Μόνο η αγάπη μένει, όλα τ’ άλλα είναι καπνός.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Μουτάφης: «Όχι, δεν συνηθίζεται ο θάνατος – όλο αυτό που συμβαίνει με τους πρόσφυγες είναι ένα τεράστιο λάθος»

Φωτογραφία / Γιώργος Μουτάφης: «Όχι, δεν συνηθίζεται ο θάνατος»

«Αυτό που συμβαίνει με τους πρόσφυγες είναι ένα τεράστιο λάθος»: Μια συζήτηση για γερά νεύρα με έναν κορυφαίο Έλληνα φωτορεπόρτερ και δημιουργό του συγκλονιστικού ντοκιμαντέρ «Το Άλλο Μισό», καρπού της 15ετούς τριβής του με το προσφυγικό.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιάννης Στίγκας: Η ατιθάσευτη δύναμη του ποιητή

Portraits 2024 / Γιάννης Στίγκας: Η ατιθάσευτη δύναμη του ποιητή

Είκοσι χρόνια σχεδόν στην ελληνική ποίηση το όνομα του Γιάννη Στίγκα έχει διαγράψει ανοδική πορεία, τολμώντας την κάθοδο προς την κόλαση η οποία είχε ως κατάληξη την επίγεια μορφή που πήρε στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Η τρομακτικά υπαρξιακή ποιητική συλλογή του, «Sonderkommando», από τις εκδόσεις Άγρα, όπου μιλάει πρωτοπρόσωπα για το απόλυτο κακό της Σοά, δεν τον καθιστά μόνο πρόσωπο της χρονιάς αλλά δείχνει ότι η ποίηση έχει πάντα τον δικό της τρόπο να επιβάλλεται.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ντέιβιντ Λοτζ: «Θεραπεία»

Το πίσω ράφι / Η «Θεραπεία» του Ντέιβιντ Λοτζ για το υπαρξιακό μας άγχος

Ένα από τα δημοφιλέστερα βιβλία του Βρετανού συγγραφέα (και του εξαιρετικού ψυχογράφου με το πικρόχολο χιούμορ), που βρισκόταν εδώ και χρόνια εκτός αγοράς, επιτέλους επανεκδίδεται.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μπερνάρ Πιβό: «Αμήχανοι θεατές»

To πίσω ράφι / Όταν ο Μπερνάρ Πιβό επιτέθηκε στη μέση νοικοκυρά για τα τηλεοπτικά σκουπίδια που καταναλώνει

Το βιβλίο «Αμήχανοι θεατές» του Γάλλου πολιτιστικού δημοσιογράφου που πέθανε πριν από λίγες ημέρες ήταν σαν τις εκπομπές του, ανάλαφρο και ταυτόχρονα διεισδυτικό.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ν. Μούσχουρη- Φ. Απέργης: «Το όνομά μου είναι Νάνα»

Το πίσω ράφι / Νάνα Μούσχουρη: «Είμαι ικανή ν’ αγαπήσω, αλλά όχι να πέσω στα πόδια του ανθρώπου που αγαπώ»

Η βιογραφία «Το όνομά μου είναι Νάνα», ένα δυσεύρετο πια βιβλίο του 2007, προέκυψε από την απόφασή της Μούσχουρη ν’ αφηγηθεί τη ζωή της στον Φώτη Απέργη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Υπάρχει η βουλιμική, υπάρχει και η ανάγνωση dégustation. Προτιμώ τη δεύτερη»

The Book Lovers / «Υπάρχει η βουλιμική, υπάρχει και η ανάγνωση dégustation. Προτιμώ τη δεύτερη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον Νίκο Τσούχλο, πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Ωδείου Αθηνών και αναπληρωτή καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, για το αναγνωστικό του εκκρεμές.
THE LIFO TEAM
σταινμπεκ

Σαν Σήμερα / Σαν σήμερα το 1940 «Τα σταφύλια της οργής», το magnum opus του Τζον Στάινμπεκ, τιμάται με το βραβείο Πούλιτζερ

Στο δημοφιλέστερο βιβλίο του, που τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ σαν σήμερα το 1940, ο Στάινμπεκ αποτυπώνει την ψευδαίσθηση του αμερικανικού ονείρου κατά την περίοδο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Με το καινούργιο κοστούμι Ραλφ Λόρεν

Βιβλίο / Ο Σαλμάν Ρούσντι έζησε για να ξαναβάλει κοστούμι Ραλφ Λόρεν

Τα πιο κρίσιμα 27 δευτερόλεπτα της ζωής του, η δολοφονική επίθεση που δέχτηκε το 2022 σε ένα κέντρο για συγγραφείς στη Νέα Υόρκη αποτελεί τον πυρήνα του αυτοβιογραφικού βιβλίου του «Μαχαίρι».
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Απώλειες / Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Η ζωή και το έργο του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα που στις σελίδες του κατάφερε να συνδυάσει τη μαγεία των Γνωστικών με την περιπέτεια της περιπλάνησης και τη νουάρ ατμόσφαιρα με τα πιο ανήκουστα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ