Στη ζωοφόρο της ποίησης του Λίνου Ιωαννίδη, τα γλυπτά φορούν ήλιους, νύχτες, αγρύπνιες και δειλινά σαν φωτοστέφανα αργυρά, που σε κάθε ρωγμή της όρασής μας ξαπλώνουν ραγδαία από το στίχο ως το κορμί, τη θέληση του ποιητή σε ψύχρα, σε νερό και σε χειμώνα. Σε πολιτείες γκρίζες που φέρνουν στη μνήμη την αποφορά των ολοκληρωτισμών, που θυμίζουν έντονα ουτοπίες πλατωνικές, απλωμένη πάνω τους η μεμβράνη παγερής υδατογραφίας που διαπερνά ψυχή και καρδιά. Ο τιθασευμένος λυρισμός του που κυριαρχεί, υπηρετεί, αν όχι στον υπερθετικό, ωστόσο με μεγάλη συνέπεια συγκεκριμένους σκοπούς και χαρίζει λιγότερες στιγμές στην αυθόρμητη φωνή που υπάρχει μέσα του και που θα μας τραβούσε στο άπειρο εσωτερικό του σύμπαν, διάχυτο και ευδιάκριτο παντού: «Έκλεισα τα μάτια. Θυμήθηκα τα γαλάζια πουλιά στα βουνά και τα πράσινα χιόνια της νύχτας»Για τον Λίνο η σύλληψη του χρόνου διακρίνεται στην άρρηκτη συνέχεια ζωής και πεπραγμένων. Μια παντοτινά ανολοκλήρωτη ολότητα που γεφυρώνει τη σκέψη με την ελευθερία της. Συνθήκη πνευματικής ευρυχωρίας όπου καταλύεται κάθε δέσμευση με το εφήμερο και την όποια καταναγκαστική σύμβαση-δημιούργημα στιγμιαίας επιτακτικότητας, άκυρης όμως για τη βαθιά υπαρξιακή αναγκαιότητα της ταυτότητας.....Σε μεγαλύτερη ή σε μικρότερη πυκνότητα, ο χρόνος για τον Λίνο Ιωαννίδη δείχνει να είναι στερεός και καταλύεται από τον Λόγο. Αυτό το γνώρισμα της ποιητικής λειτουργίας που κυριαρχεί παντού, όπως το υγρό στοιχείο στη Θέση Του Χρόνου, μας καλεί να συνυπάρξουμε όπως συνυπάρχουν τα πρόσωπά του, αδιαφορώντας για τις εποχές, τις αποστάσεις και τη χρονική στιγμή, απόντες και παρόντες, ως μια περιφερόμενη ομάδα ανωνύμων: Χωρίς να μιλώ, χωρίς να σημειώνω στο χαρτί τίποτα/ θα ξαναβγώ στην πόλη. Μέσα σε νέα βιβλία ίσως /αντικρίσω εικόνες γνωστών και οικείων προσώπων.
Σχολιάζει ο/η
Scroll to top icon