Η σύγχρονη εικαστική παραγωγή της Αφρικής δεν αποτελεί ένα είδος τέχνης που θα προσδιοριζόταν με καλλιτεχνικό κριτήριο, αλλά μία συλλεκτική κατηγορία έργων. Πρόκειται δηλαδή πρωτίστως για έναν εμπορικό όρο, που ομαδοποιεί την δημιουργική δραστηριότητα και των 54 αναγνωρισμένων κρατών της αφρικανικής ηπείρου, όπου κατοικούν 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, οι οποίοι -ειδικά στην υποσαχάρια ζώνη- προέρχονται από δεκάδες χιλιάδες ιθαγενείς φυλές και ομιλούν περισσότερες από δύο χιλιάδες διαλέκτους. Επιπλέον, η ισλαμική και η χριστιανική θρησκευτική παράδοση, παρά το ότι στην Αφρική πατούν πάνω σε πολυειδή ανιμιστικά θεμέλια, είναι απανταχού παρούσες και ενεργές, διαχωρίζοντας ακόμα βαθύτερα τους εν λόγω πληθυσμούς.
Μέσα σε αυτό το αχανές και χαώδες εθνογραφικό φόντο θα ήταν λογικό να θεωρεί κανείς μάταιο να αποζητά σημάδια μιας κάποιας εσώτερης συνοχής του, κόντρα στην ποικιλότητά του.
Παρόλα αυτά η αίσθηση ότι η Αφρική συνιστά πράγματι μια πολιτισμική και καλλιτεχνική «ενότητα» πηγάζει από το ότι όλοι όσοι βρίσκονται εκτός Αφρικής (και κυρίως ο Δυτικός κόσμος) ζουν με παγιωμένες και κλισέ αντιλήψεις και προκαταλήψεις για την Αφρική.
Και επειδή υπάρχουν Αφρικανοί καλλιτέχνες, που, μέσω του έργου τους, απαντούν σε αυτά τα κλισέ, η σύγχρονη αφρικανική τέχνη τείνει να εκπέμπει ένα συνεχές στίγμα.
Στην ερώτηση, γιατί θα έπρεπε κάποιος να δει το «Ubuntu» στην Αθήνα, εν μέσω κορωνοϊού, διασωληνώσεων και απειλούμενης υφαλοκρηπίδας, μία απάντηση θα ήταν ότι πρόκειται για μια έκθεση που λειτουργεί σαν την βαλβίδα ασφαλείας σε μια χύτρα ταχύτητας: προσφέρει στον θεατή γρήγορη και ασφαλή αποσυμπίεση.
Κατ' επέκταση, αυτό είναι και το στίγμα που προτιμά να δέχεται από την Αφρική ο δυτικός κόσμος: ένα αναγνωρίσιμο σινιάλο «αφρικανικότητας».
Η αρχή έγινε προ εικοσαετίας, αλλά τότε το ενδιαφέρον της Δύσης για τη σύγχρονη αφρικανική τέχνη ήταν πιο άτονο και σε μεγάλο βαθμό «επικαλυμμένο» από μια όρεξη για εξωτισμό.
Κι έτσι, μόλις τα τελευταία δέκα χρόνια το ενδιαφέρον αυτό απέκτησε «υπολογίσιμες διαστάσεις», σύμφωνα πάντα με τα κριτήρια της αγοράς τέχνης. Το 2007 θεωρείται έτος-σταθμός για την επίσημη είσοδο της σύγχρονης αφρικανικής τέχνης στον διεθνή «αγοραστικό στίβο» των συλλεκτών, επειδή τότε ο αγγλικός οίκος Bonhams λάνσαρε για πρώτη φορά ένα κύκλο δημοπρασιών της.
Άλλη σημαντική χρονιά για το πώς η Δύση προσλαμβάνει την σύγχρονη αφρικανική τέχνη θεωρείται το 2013, επειδή ο Χρυσός Λέων της Μπιενάλε της Βενετίας απονεμήθηκε στο περίπτερο της Ανγκόλα, η οποία συμμετείχε για πρώτη φορά στη «μητέρα» όλων των εικαστικών εκθέσεων, μετά από 27 χρόνια βάναυσου εμφυλίου πολέμου.
Αναδείχθηκε έτσι το έργο του Edson Chagas, ενός φωτορεπόρτερ που γεννήθηκε το 1977 και κατέκτησε τη διεθνή αναγνώριση στους κύκλους της σύγχρονης τέχνης χάρη σε ένα πολυετές φωτογραφικό πρότζεκτ του, του οποίου ο τίτλος θα ήταν, σε εξωφρενικά ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά, «Ανευρέθη, δεν εκλάπη». Πρόκειται για μια πλούσια σειρά φωτογραφιών αντικειμένων κάθε είδους ανθρωπογενούς δραστηριότητας, τα οποία βρέθηκαν τυχαία πεταμένα στους δρόμους της Λουάντα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι στο βραβευμένο περίπτερο της Ανγκόλα, οι φωτογραφίες του Chagas εκτίθεντο κολλημένες πάνω σε χαμηλές ξύλινες βάσεις, που θύμιζαν καφάσια λαϊκής αγοράς και κείτονταν διάσπαρτες, εν μέσω τοίχων με μεταξωτές ταπετσαρίες και εκθεμάτων αναγεννησιακής κυρίως τέχνης, πάνω στα βαρύτιμα χαλιά του Palazzo Cini, που είναι ένα πολυτελές σπίτι-μουσείο στη Βενετία. Εκείνη η τόσο έκδηλη αντίστιξη μεταξύ της εκλεπτυσμένης απτόητης «ευρωπαϊκότητας» του Βενετσιάνικου μεγάρου και της απελπισμένης «αφρικανικότητας» του έργου τέχνης μοιάζει να είναι και σήμερα ένα πλαίσιο που «διευκολύνει» την πρόσληψη της σύγχρονης αφρικανικής τέχνης. Και κατά κάποιο τρόπο προσδιορίζει το «αίτημα» που εκφράζουν τα τόσο ετερόκλητα έργα των καλλιτεχνών της μαύρης ηπείρου και είναι αυτό που τα συνδέει μεταξύ τους.
Αν όφειλε κάποιος να διατυπώσει σχηματικά το αίτημα που θέτει η «αφρικανικότητα» στην τέχνη, θα έλεγε ότι αποζητά –προκειμένου να μην παραδεχτεί ότι προστάζει- να αποδοθεί επιτέλους ο δέων πολιτισμικός σεβασμός της Δύσης προς την Αφρική. Και μάλιστα, αυτό να συμβεί με αναδρομική ισχύ, ώστε να απαλύνονται -ει δυνατόν- τα τραύματα που προκάλεσε η ιστορία της αποικιοκρατίας.
Αυτό το σχήμα σίγουρα δεν λύνει το ζήτημα, αλλά τουλάχιστον το θέτει ανοιχτά επί τάπητος. Έστω και στο επίπεδο εικαστικών εκθέσεων.
Δεν πρόκειται για «στραβή» αρχή. Αντιθέτως μάλιστα, συνιστά πράγματι μια αρχή του διαλόγου επί του θέματος.
«Ζούμε ένα είδος hype για την αφρικανική τέχνη», λέει ο κος Χάρης Δαυίδ. Και αυτό το hype διαμορφώνεται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι το φαινόμενο της μετανάστευσης πληθυσμών, ο βίαιος ρατσισμός ή οι φυλετικές διακρίσεις, που υπάρχουν στην καθημερινότητα, όσο κι αν οι κοινωνίες προτιμούν να τις παραβλέπουν. Το hype διαμορφώνεται σίγουρα και από την προσδοκία του συλλέκτη τέχνης που δεν παύει να παραμένει επενδυτής και να αναμένει υψηλές αποδόσεις από τα έργα των Αφρικανών καλλιτεχνών που αγοράζει.
Όμως, ο κος Δαυίδ εκφράζει ταυτόχρονα και την εξής διερώτηση: «Άραγε, αυτό το hype θα μας απασχολεί σταθερά ή μήπως είναι μόνο μόδα και θα ξεθωριάσει;» και αυτή ακούγεται να περιέχει την ειλικρινή ανησυχία κάποιου που συνδέεται κάπως πιο μόνιμα με την Αφρική και όχι μόνο μέσω της συλλογής του σύγχρονης τέχνης, μια και ο ίδιος έχει γεννηθεί στη Νιγηρία, από κυπριακή οικογένεια που εγκαταστάθηκε εκεί εδώ και τρεις γενιές. Ελληνικής καταγωγής, αλλά από τη Νότιο Αφρική, είναι η σύζυγός του, κυρία Λάνα Ντεμπίερ. Και οι δύο έχουν άμεση εμπλοκή με τα έργα που συλλέγουν. «Έτσι κι αλλιώς, δεν διατίθεται "βιβλιογραφία" για τη σύγχρονη αφρικανική τέχνη. Η ιστορία της γεννιέται τώρα και την μαθαίνει κάποιος με το να ασχολείται μαζί της», λέει ο κος Δαυίδ. Η προσωπική εμπλοκή με τα έργα της συλλογής τους αναδύεται και κάθε φορά που η κυρία Λάνα Ντεμπίερ συσχετίζει ένα έργο της με κάποια δική της ανάμνηση από τη ζωή στην Αφρική. Παράδειγμα: ένα «κέντημα» με κόκκινη κλωστή σε λευκό ύφασμα, έργο της Νοτιοαφρικανής Senzeni Marasela. Στη χώρα της καλλιτέχνιδας, που τυχαίνει να είναι και η χώρα όπου μεγάλωσε η κυρία Ντεμπίερ, κόκκινο χρώμα δικαιούνται να φορούν μόνο οι παντρεμένες γυναίκες, ως διακριτικό επιτυχούς κοινωνικής ολοκλήρωσης. Η Marasela λοιπόν αποφάσισε να φορέσει κόκκινο ρούχο, χωρίς να είναι παντρεμένη. Απλά για να αποδείξει ότι μόνο όταν μια γυναίκα φοράει κόκκινο οι άλλοι την σέβονται. Και επιπλέον δημιούργησε την κεντημένη με την κόκκινη κλωστή φορεσιά και φιγούρα ώστε το όλον να θυμίζει «πανοπλία» της ύπαρξης -ως εάν το κόκκινο χρώμα ήταν πραγματικά ικανό να αποτελεί ένα σιδερένιο φράχτη προστασίας της γυναίκας που το φορά. Ταυτόχρονα όμως, εκείνη, ως δημιουργός, αμφισβητεί το συμβολικό κύρος του κόκκινου. Μπορεί η φιγούρα στο πανί να στέκεται αγέρωχη με το πηγούνι ψηλά και τα μπράτσα σταυρωμένα εμπρός, επιδεικνύοντας με αυτή τη στάση του σώματος της την αποφασιστικότητα και την πυγμή της να επιβάλει αυτό που επιδιώκει, αλλά η κλωστή –το κόκκινο κέντημα ως σύμβολο ισχύος και καταξίωσης - έχει ξεφτίσει. Στην κυρία Ντεμπίερ, αυτή η κεντημένη φιγούρα θυμίζει μία υπηρέτρια στο πατρικό της σπίτι, που, την εποχή του απαρτχάιντ, είχε την ετοιμότητα, την αυταρχικότητα και την ανήκουστη τόλμη να μαλώνει τα παιδιά των κυρίων της και να τα βάζει στη θέση τους, όποτε εκείνα έκαναν αταξίες ή την ενοχλούσαν ενόσω δούλευε. Και φανέρωνε με αυτόν τον τρόπο ότι το προσωπικό κύρος ενός ατόμου δεν καθορίζεται από την κοινωνική συνθήκη και θέση του, ούτε από την κατοχή των συμβόλων μιας κάποιας καταξίωσης, παρά αναβλύζει από το σθένος μιας προσωπικότητας να είναι ανά πάσα στιγμή αξιοπρεπής.
Ο πλήρης τίτλος της έκθεσης στο ΕΜΣΤ είναι «Ubuntu – Πέντε δωμάτια από τη συλλογή Χάρη Δαυίδ» και την πλήρη χρηματοδότηση της παραγωγής της ανέλαβε η συλλογή Χάρη Δαυίδ. Η λέξη Ubuntu σημαίνει «ανθρωπότητα» και «ανθρωπιά» αλλά μεταφέρει και την αίσθηση ότι κάποιος αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ύπαρξη στην πλήρη διάστασή της μόνο όταν βρίσκεται κοντά σε έναν άλλο άνθρωπο. Παρουσιάζονται 66, από τα περίπου 400 έργα που περιλαμβάνει η Συλλογή Χάρη Δαυίδ. Είναι έργα 34 καλλιτεχνών από την Αφρική αλλά και καλλιτεχνών της αφρικανικής διασποράς. Πρόκειται για ζωγραφική, φωτογραφία, γλυπτική και εγκαταστάσεις. Παρουσιάζονται στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων που βρίσκεται στο ισόγειο του μουσείου και η οποία διαμορφώθηκε ειδικά για την περίσταση από το αρχιτεκτονικό γραφείο των Stephania Kallos και Abby Turin. Δημιουργήθηκε δηλαδή ένας διαχωρισμός του εκθεσιακού χώρου σε πέντε δωμάτια – ένα για κάθε επιμελητή που προσεκλήθη να επιλέξει ελεύθερα τα έργα που επιθυμούσε από τη συλλογή Χάρη Δαυίδ. Πρόκειται για τους : Emily Tsingou που είναι σύμβουλος συλλεκτών για θέματα τέχνης και dealer σύγχρονης τέχνης με έδρα το Λονδίνο, Osei Bonsu που είναι επιμελητής της Συλλογής Αφρικανικής Τέχνης στην Tate Modern, τον Rashid Johnson από το Σικάγο, ο οποίος θεωρείται ότι ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή μεταξύ των εικαστικών καλλιτεχνών που έχουν ασχοληθεί με την ιστορία του αφροαμερικανικού πολιτισμού και της σχετικής με αυτόν διανόησης, την Elvira Dyangani Ose που είναι η διευθύντρια της γκαλερί The Showroom στο Λονδίνο και λέκτορας του Goldsmiths College, και τέλος, τον Burkhard Varnholt που είναι συλλέκτης σύγχρονης τέχνης και ιδρυτής του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Kindl, στο Βερολίνο.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι οι προσεγγίσεις τους στη συλλογή Δαυίδ είναι εντελώς διαφορετικές η μία από την άλλη. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν καταγράφηκαν μεταξύ τους προστριβές κατά την επιλογή των έργων που θα παρουσιάζονταν.
Τον επισκέπτη υποδέχεται μία αφρικανική «Νίκη της Σαμοθράκης». Πρόκειται για το μόνο έργο που επέλεξαν για την έκθεση οι ίδιοι οι συλλέκτες και έχει δημιουργηθεί από τον Yinka Shonibare. Στη συνέχεια ξεκινά η διαδρομή από δωμάτιο σε δωμάτιο. Η εφαρμογή Blob Art για iPhone που δημιουργήθηκε ειδικά για την έκθεση από τον Γιώργο Σταμπούλη προσφέρει την τέλεια ξενάγηση και καθιστά αχρείαστη οποιαδήποτε άλλη περιγραφή των έργων. Αναμένεται ότι πολύ σύντομα θα λειτουργεί και σε περιβάλλον Android.
Από την πρώτη στιγμή ο επισκέπτης νιώθει ότι ξαφνικά έχει μπει σε ένα περιβάλλον θερμό. Αυτό οφείλεται στην «σκηνογράφηση» του χώρου από τις αρχιτεκτόνισσες Stephania Kallos και Abby Turin, που δημιούργησαν την αίσθηση ότι κινείται κάποιος σε έναν ακαθόριστο μεν τόπο, στον οποίο όμως κυριαρχούν τα χρώματα που θα συναντούσε σε ένα αφρικανικό χωριό. Οι γαιώδεις αλλά ζωηροί τόνοι στους εκθεσιακούς τοίχους διαθέτουν βάθος και δημιουργούν την ψευδαίσθηση της υφής μιας πλινθόκτιστης κατασκευής και έτσι γίνονται το υποβλητικό φόντο που αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την λαμπερή πολυχρωμία που χαρακτηρίζει τα περισσότερα από τα εκτιθέμενα έργα. Πέρα όμως από αυτούς τους τόνους της χρωματικής γκάμας της τερακότα, στο χώρο εισβάλλει δυναμικά και κατά τόπους ένα φωτεινό κίτρινο, καθώς και ένα χρώμα αμφίβολο μεταξύ του σκούρου μπλε και του πράσινου. Γενικότερα, η σκηνογραφία έχει τη δύναμη να «απαγάγει» τον θεατή από το ΕΜΣΤ και να τον μεταφέρει σε μια συνθήκη «μειωμένης αυστηρότητας» που ευνοεί μια χαλαρότερη πρόσληψη των έργων και κάνει ευκολότερη την εξοικείωση με εικόνες που επί της ουσίας τους φέρουν πολλή λύπη και το αίσθημα μιας χρόνιας και αναπόφευκτης ματαίωσης.
Πέρα από την πολυχρωμία των έργων ο επισκέπτης ξαφνιάζεται και από την αναπαραστατική ακρίβεια στα έργα ζωγραφικής. Αλλά και πέρα από τη ζωγραφική, σε έργα όπως είναι τα πάτσγουορκ και τα κολάζ, για παράδειγμα, γίνεται αισθητή η επιμονή στην δεξιοτεχνική απεικόνιση, παρά το ότι αυτή δεν αποτελούσε αξία στην παραδοσιακή αφρικανική τέχνη, που, κατά κανόνα, προσπερνά την περιγραφική ορθότητα.
Γενικότερα, για όλους τους παραπάνω λόγους ο θεατής νιώθει ότι τα έργα που βλέπει του απευθύνονται και ότι είναι ευανάγνωστα.
Επίσης, νιώθει αμέσως ότι είναι όλα τόσο εύληπτα και εύκολα, που συγκροτούν αυτό που θα λέγαμε μια έκθεση «για όλη την οικογένεια».
Αυτό βέβαια δεν μειώνει ούτε κατ' ελάχιστο το δραματικό βάρος που φέρουν οι συνθέσεις – απλά συμβαίνει η ομορφιά των μορφών και των χρωμάτων να κάνει το εν λόγω βάρος πιο εύκολα ανεκτό.
Στην ερώτηση, γιατί θα έπρεπε κάποιος να δει το «Ubuntu» στην Αθήνα, εν μέσω κορωνοϊού, διασωληνώσεων και απειλούμενης υφαλοκρηπίδας, μία απάντηση θα ήταν ότι πρόκειται για μια έκθεση που λειτουργεί σαν την βαλβίδα ασφαλείας σε μια χύτρα ταχύτητας: προσφέρει στον θεατή γρήγορη και ασφαλή αποσυμπίεση.
«UBUNTU - Πέντε δωμάτια από τη Συλλογή Χάρη Δαυίδ». Μέχρι τις 18 Μαρτίου 2021 - Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων ΕΜΣΤ (Ισόγειο) – Ωράριο λειτουργίας : Καθημερινά: 11:00-19:00, κάθε Πέμπτη 11:00 – 22:00, Κλειστά κάθε Δευτέρα. Εισιτήριο εισόδου για την έκθεση: 8 ευρώ, μειωμένο 4 ευρώ (για άτομα 13 – 18 ετών και άνω των 65 ετών, για φοιτητές & σπουδαστές ΑΕΙ, ΤΕΙ & λοιπών ισότιμων σχολών, για ομάδες επισκεπτών των 10 και πλέον ατόμων)
Συμμετέχοντες καλλιτέχνες : Ifeoma Anyaeji, Lyle Ashton Harris, Κader Attia, Sanford Biggers, Virginia Chihota, Godfried Donkor, Ibrahim El-Salahi, Andrew Esiebo, Mary Evans, Ellen Gallagher, Theaster Gates, Lauren Halsey, Romuald Hazoumè, Lubaina Himid, Kudzanai-Violet Hwami, Taiye Idahor, Rashid Johnson, Moshekwa Langa, Kemang Wa Lehulere, Senzeni Marasela, Mohau Modisakeng, Meleko Mokgosi, Zanele Muholi, Wangechi Mutu, Kori Newkirk,Toyin Ojih Odutola, Chris Ofili, Pamela Phatsimo Sunstrum,Tschabalala Self, Yinka Shonibare, Shinique Smith, Hank Willis Thomas, Kara Walker, Lynette Yiadom-Boakye
σχόλια