Μουσείο Ακρόπολης
Ο Μοσχοφόρος
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ γνωστά εκθέματα του Μουσείου Ακρόπολης είναι ο Μοσχοφόρος, ένας ώριμος άνδρας που μεταφέρει στους ώμους του ένα μοσχαράκι. Μοιάζει γυμνός, όμως το λεπτό ιμάτιο που πέφτει από τους ώμους του αρχικά ήταν χρωματισμένο και θα διακρινόταν εύκολα από τη σάρκα του. Μια ταινία συγκρατεί τα μακριά μαλλιά του, που σχηματίζουν μπούκλες γύρω από τον λαιμό. Το βλέμμα του παραμένει εκφραστικό, παρότι οι κόρες έχουν χαθεί. Στα χείλη του διαγράφεται το «αρχαϊκό μειδίαμα», το γνωστό συγκρατημένο χαμόγελο που δίνει ζωντάνια στα αρχαϊκά γλυπτά. Το μοσχαράκι που μεταφέρει είναι η προσφορά του στην Αθηνά. Μια αίσθηση γαλήνης και οικειότητας αναδύεται καθώς το κεφάλι του ζώου γέρνει προς το κεφάλι του άνδρα και η ουρά του απλώνεται νωχελικά στο μπράτσο του κυρίου του. Στη βάση του αγάλματος είναι χαραγμένη δεξιόστροφα, δηλαδή από τα δεξιά προς τα αριστερά, η επιγραφή που μας πληροφορεί ότι το αφιέρωσε ο Ρόμβος, γιος του Πάλου.
Ο Μοσχοφόρος είναι από τα παλαιότερα αφιερώματα στην αρχαϊκή Ακρόπολη. Ο Ρόμβος το αφιερώνει σε μια εποχή που η Ακρόπολη έχει γίνει τόπος προβολής και κοινωνικής καταξίωσης, κυρίως ανάμεσα στα μέλη των αριστοκρατικών οικογενειών. Σε μια τέτοια οικογένεια θα πρέπει να ανήκει και ο Ρόμβος. Θα μπορούσε να είναι ένας πλούσιος γαιοκτήμονας με αγρούς και κοπάδια, που είχε την οικονομική δυνατότητα να αφιερώσει κάτι τόσο δαπανηρό, όπως είναι ένα μαρμάρινο άγαλμα. Ο Ρόμβος επιλέγει για τον εαυτό του μια απεικόνιση που είναι γνωστή στην αρχαία ελληνική τέχνη από πολύ παλιά. Το θέμα του άνδρα που μεταφέρει ζώο, μοσχάρι ή κριάρι έχει πανάρχαιες καταβολές και δεν σταματά να αναπαράγεται στους αιώνες που ακολουθούν. Περνά και στη νέα θρησκεία και γίνεται το πρότυπο του «Καλού Ποιμένα» των χριστιανών, που εικονίζει τον Χριστό ως νεαρό βοσκό να μεταφέρει στους ώμους του ένα κριάρι.
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
Η καμηλοπάρδαλη στην είσοδο του μουσείου
Δρ. Μαρία Δημάκη, υπεύθυνη Τμήματος Χερσαίας Ζωολογίας στο Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
Στην είσοδο του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας δεσπόζει μια καμηλοπάρδαλη, το ψηλότερο ζώο στον κόσμο. Το ύψος της μπορεί να φτάσει τα 5,5 μέτρα και το βάρος της τα 1.350 κιλά. Η καμηλοπάρδαλη του μουσείου μας είναι λίγο ψηλότερη από 4 μέτρα και μπορούμε να σταθούμε δίπλα της ώστε να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτό... πόσο πιο ψηλή είναι από εμάς. O λαιμός της έχει μήκος που μπορεί να φτάσει τα 2,8 μέτρα και βάρος που φτάνει τον μισό τόνο. Το κεφάλι της καταλήγει σε δύο μικρά κέρατα. Η γλώσσα της είναι μακριά, έχει σκούρο μπλε χρώμα και είναι συλληπτήρια.
Η καμηλοπάρδαλη ανήκει στα θηλαστικά και απαντάται στην υποσαχάρια Αφρική. Ζει σε διάφορους βιότοπους, αλλά προτιμά τις σαβάνες, όπου υπάρχουν ψηλά δέντρα και εκτάσεις με ψηλά χόρτα. Τρέφεται με φύλλα και βλαστούς ψηλών δέντρων που είναι απρόσιτα στα άλλα ζώα. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στις ακακίες. Κατά μέσο όρο ζει ως 30 χρόνια. Σχηματίζει ομάδες των 12-15 ατόμων που αποτελούνται από ένα αρσενικό και τα θηλυκά με τα μικρά τους. Γεννά όρθια, ένα μικρό, βάρους 100 κιλών, το οποίο πέφτει στο έδαφος από ύψος 1,5 μέτρων. Σύντομα οι επισκέπτες του μουσείου μας θα μπορούν να δουν την καμηλοπάρδαλη να «ζωντανεύει» με την τεχνική «augmented reality».
Μουσείο Κεραμεικού
Ο μαρμάρινος ταύρος από τον περίβολο του Διονυσίου του Κολλυτέως
Λεωνίδας Κ. Μπουρνιάς, υπεύθυνος του αρχαιολογικού χώρου και του Μουσείου Κεραμεικού, από την έκδοση των Ε. Μπάνου και Λ. Μπουρνιά Κεραμεικός, Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, Αθήνα 2014
Δυτικά του περιβόλου των Ηρακλεωτών βρισκόταν ο περίβολος του Διονυσίου από τον δήμο Κολλυτού, κοντά στον Κεραμεικό. Το επιβλητικό γλυπτό, ένας ολόγλυφος ταύρος έτοιμος να ορμήσει με το κεφάλι χαμηλωμένο, κατασκευασμένος από πεντελικό μάρμαρο, υψωνόταν πάνω σε ψηλό βάθρο τοποθετημένο πίσω από έναν μαρμάρινο ναΐσκο με γραπτή διακόσμηση στο μέσον περίπου του περιβόλου.
Τα δύο επιγράμματα που έχουν σωθεί σχετικά με τον Διονύσιο μας πληροφορούν ότι πέθανε άγαμος και προξένησε μεγάλη θλίψη στη μητέρα, στις αδελφές και στους φίλους του. Επίσης, ότι κατοικούσε τόσο στον γειτονικό προς τον Κεραμεικό δήμο του Κολλυτού όσο και στο νησί της Σάμου. Από γραπτή πηγή που βρέθηκε στο νησί μαθαίνουμε ότι ο Διονύσιος ασκούσε το λειτούργημα του ταμία στο Ηραίο κατά το έτος 346/45 π.Χ. Το μαρμάρινο γλυπτό, που ανακαλύφθηκε με την έναρξη των ανασκαφών το 1863, κρίθηκε προφανώς ως το καταλληλότερο σύμβολο για το αξίωμα και τη θέση του Διονυσίου και ταυτόχρονα αποτέλεσε από πολύ νωρίς σήμα κατατεθέν του αρχαίου νεκροταφείου (γ' τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.).
Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού
Νεκρικό πορτρέτο άνδρα από την Αντινοόπολη της Αιγύπτου
Γιώργος Μαγγίνης, επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη
Καθώς το Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού ετοιμάζεται να καλωσορίσει ξανά τους επισκέπτες του μετά από τρίμηνο κλείσιμο, τα πρόσωπα μέσα και έξω από τις προθήκες του ετοιμάζονται κι αυτά να συναπαντήσουν πάλι τα βλέμματα που στερήθηκαν για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Αναζητώντας τα μάτια που εμφανέστερα αναζήτησαν την ενατένιση τούτη την αλλόκοτη άνοιξη, εκείνα του νεαρού άνδρα από την Αντινοόπολη φαίνονται ως τα πιο έμπλεα νοσταλγίας. Ασύμμετρα και ευθύβολα, δεσπόζουν στο λεπτό πρόσωπό του, σβήνοντας τις ελκυστικές γραμμές του μετώπου, την κομψή μύτη και το λιτό ένδυμα.
Καμωμένο με μόλις τέσσερις χρωστικές διαλυμένες σε ρευστό κερί, όπως τα περισσότερα νεκρικά πορτρέτα από την Αίγυπτο της Ύστερης Αρχαιότητας, το έργο αυτό αντισταθμίζει την οικονομία της τεχνικής με τη δύναμη της εικονιζόμενης μορφής. Σχεδόν έχουμε συναντήσει τον άγνωστο άνδρα, τόση είναι η αμεσότητα της ματιάς που ακολουθούσε όσους οικείους συναθροίζονταν γύρω από το ταριχευμένο σώμα του. Ίσως αυτή η ανάγκη να θεραπεύσει την απουσία δίνει τέτοια ένταση στο πρόσωπο αυτό και εμπνέει, σχεδόν δύο χιλιετίες μετά, τη συμπάθειά μας. Ίσως γι' αυτό η μοναξιά της άνοιξης του 2020 να φάνηκε πιο σκληρή για τον νέο της προθήκης 4 της αίθουσας 9.
Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Τζανίν Αντονί - Βαθύς Ύπνος
Τίνα Πανδή, επιμελήτρια του ΕΜΣΤ, κείμενο από τον οδηγό της μόνιμης έκθεσης «ENTER EMΣΤ: Συλλογή & Ιστορία, Ένας σύντομος οδηγός», 2020
Τις τελευταίες δεκαετίες η πολυδιάστατη πρακτική της Τζανίν Αντονί μετατρέπει το είδος της περφόρμανς σε μια πληθώρα μέσων, όπως η γλυπτική, η φωτογραφία, η εγκατάσταση και το βίντεο. Το εμβληματικό έργο της «Slumber» κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ περφόρμανς και εγκατάστασης, παρουσίας και απουσίας, άυλου χαρακτήρα και υλικού ίχνους. Η καλλιτέχνιδα χρησιμοποιεί τον ύπνο και το βασικό συστατικό του, τα όνειρα, ως την πρώτη ύλη του έργου της. Στο πλαίσιο εκθέσεων από το 1994 έως το 2000, η καλλιτέχνιδα κοιμόταν στο κρεβάτι της εγκατάστασης, ενόσω ένας ηλεκτροεγκεφαλογράφος κατέγραφε την κίνηση των ματιών της. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν οι εκθέσεις ήταν ανοιχτές στο κοινό, η Τζανίν Αντονί καθόταν στον αργαλειό και ύφαινε λωρίδες του νυχτικού της σε μια κουβέρτα, ακολουθώντας το σχέδιο από το γράφημα REM (Ταχεία Κίνηση Οφθαλμών), ενσωματώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα όνειρά της στην εγκατάσταση.
Η περφόρμανς συνεχιζόταν μέχρι που εξαντλούνταν το ύφασμα του νυχτικού της. Το «Slumber» ενεργοποιεί αρχετυπικούς μύθους, λογοτεχνικές αφηγήσεις από διάφορες πολιτισμικές παραδόσεις, διεγείροντας στους θεατές τις δικές τους επιθυμίες και φόβους. Σε μια παιγνιώδη συζήτηση, η καλλιτέχνιδα διερωτάται: «Τι θα συνέβαινε αν οι θρυλικές περιπέτειες του Οδυσσέα, πριν φτάσει στην Ιθάκη, δεν είχαν συμβεί ποτέ και ήταν στην πραγματικότητα όνειρα της Πηνελόπης, "τέρατα της ψυχής";». Στο πλαίσιο αυτό, το «Slumber» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια επανεγγραφή του μύθου της Πηνελόπης, καθιστώντας την ύφανση του ενδύματος ταυτόσημη με την ύφανση μιας ιστορίας που καταγράφει το πέρασμα του χρόνου.
Ίδρυμα Β&Ε Γουλανδρή
El Greco - Η Θεία Μορφή
Μαρία Κουτσομάλλη-Μορώ, υπεύθυνη Συλλογής του Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή
Ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή απέκτησαν τη «Θεία Μορφή» του El Greco το 1956. Ήταν ένα από τα πρώτα έργα της συλλογής τους. Εκτός από τη χαρά να κατέχουν μία από τις ελάχιστες ελαιογραφίες του Greco που ανήκαν ακόμη σε ιδιώτες, αισθάνθηκαν σίγουρα και μια γνήσια πατριωτική υπερηφάνεια, καθώς μέσα από αυτό το απόκτημα τίμησαν τον πρώτο Έλληνα καλλιτέχνη που έλαμψε στο εξωτερικό μετά την Αρχαιότητα. Μα, πάνω απ' όλα, η κοινή τους προτίμηση, που κατεύθυνε τις επιλογές τους και η οποία στράφηκε γρήγορα προς τη ζωγραφική που είναι μεταγενέστερη του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, είδε σ' εκείνη τη μεγαλοφυΐα, η οποία είχε τότε περιπέσει στη λήθη, έναν από τους πρώτους προδρόμους της μοντέρνας τέχνης.
Το ίδιο ένστικτο με το ζεύγος Γουλανδρή είχαν και πολλοί καλλιτέχνες στα τέλη του 19ου και του 20ού αιώνα, οι οποίοι θεωρούσαν τον Greco έναν από τους δασκάλους τους: οι Eugène Delacroix, Édouard Manet, August Macke και Franz Marc, αλλά και οι Pablo Picasso, Wassily Kandinsky και Jackson Pollock, των οποίων τα ονόματα εμφανίστηκαν και αυτά σύντομα στη Συλλογή Γουλανδρή, από το 1970 κι έπειτα.
Στον τομέα όμως των λογοτεχνικών φόρων τιμών, κανένας δεν ξεπερνά εκείνον που απέτισε στον Greco ο Νίκος Καζαντζάκης στο τελευταίο έργο που έγραψε πριν τον θάνατό του: την «Αναφορά στον Γκρέκο». Αυτό το δοκίμιο με στοιχεία αυτοβιογραφίας γράφτηκε το 1956, δηλαδή τον ίδιο χρόνο που ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή απέκτησαν τη «Θεία Μορφή». Το απόσπασμα που ακολουθεί αρμόζει απόλυτα στο εν λόγω έργο: «Ξύπνησε τη φωτιά, να το χρέος του ανθρώπου. Μια φλόγα διαπερνάει τις πέτρες, τους ανθρώπους, τους αγγέλους, αυτή θέλω να ζωγραφίσω, δε θέλω να ζωγραφίσω τη στάχτη, είμαι ζωγράφος, δεν είμαι θεολόγος, τη στιγμή που καίγονται τα πλάσματα του θεού, τη στιγμή αυτή θέλω να ζωγραφίσω, λίγο προτού γίνουν στάχτη»*.
*Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Αθήνα, εκδ. Ελένη Καζαντζάκη, 1956, σελ. 502-503.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Χάλκινο άγαλμα Διός ή Ποσειδώνος
Ευάγγελος Βιβλιοδέτης, προϊστάμενος Τμήματος Εκθέσεων, Επικοινωνίας και Εκπαίδευσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Το χάλκινο άγαλμα θεού βρέθηκε στον βυθό της θάλασσας του ακρωτηρίου του Αρτεμισίου στη βόρεια Εύβοια. Ο θεός με έντονο διασκελισμό τεντώνει μπροστά το αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί κρατά κεραυνό ή τρίαινα. Οι γνώμες διίστανται για το εάν πρόκειται για τον Δία ή τον Ποσειδώνα. Το άγαλμα είναι από τα ωραιότερα και τα λιγοστά πρωτότυπα χάλκινα έργα της κλασικής περιόδου, καμωμένο από ικανό χαλκοπλάστη της εποχής, με θαυμάσια απόδοση της διάπλασης του κορμού και της θεϊκής ομορφιάς του προσώπου.
Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης
O Αστρολάβος του Άχμαντ ιμπν αλ-Σαράτζ
Μίνα Μωραΐτου, επιμελήτρια του Μουσείου Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης
Στο Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης φυλάσσεται ένας φημισμένος οικουμενικός αστρολάβος, έργο του αστρονόμου Άχμαντ ιμπν αλ-Σαράτζ, ο οποίος αγοράστηκε από τον Αντώνη Μπενάκη στο Κάιρο το 1921 και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αντικείμενα της συλλογής. Ο αστρολάβος είναι ένα αστρονομικό όργανο που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τη μελέτη του Ήλιου και των υπόλοιπων ουράνιων σωμάτων. Οι μουσουλμάνοι αστρονόμοι επινόησαν τον οικουμενικό αστρολάβο, μια παραλλαγή ενός απλούστερου οργάνου που κληρονόμησαν από τους αρχαίους Έλληνες, με την καινοτομία ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί απ' οποιοδήποτε γεωγραφικό πλάτος. Ο Άχμαντ ιμπν αλ-Σαράτζ έζησε στο Χαλέπι της Συρίας στις αρχές του 14ου αιώνα και είναι γνωστός για τις επιστημονικές μελέτες του και την εφεύρεση αστρονομικών οργάνων.
Ο αστρολάβος του Μουσείου Μπενάκη κατασκευάστηκε αρχικά για έναν Μοχάμμαντ αλ-Τανουχί και φέρει τη χρονολογία Εγίρας 729, δηλαδή 1328-1329 μ.Χ. Στην περιφέρεια του δίσκου αναγράφονται τα ονόματα τεσσάρων μεταγενέστερων αστρονόμων, οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους αυτό το όργανο μεταξύ του 14ου και 19ου αιώνα. Δύο από αυτούς τους αστρονόμους φέρουν μια ένδειξη που υποδεικνύει ότι ήταν επιφορτισμένοι με τον προσδιορισμό των ωρών προσευχής σε ένα τζαμί ή ιεροδιδασκαλείο (μεντρεσέ). Στις ισλαμικές κοινωνίες ο αστρολάβος χρησιμοποιείται τόσο για επιστημονικούς όσο και για θρησκευτικούς σκοπούς, προκειμένου, με τη βοήθεια του Ήλιου και της Σελήνης, να καθορίζονται οι καθημερινές προσευχές και η κατεύθυνση των πιστών προς τη Μέκκα.
Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού
Λουτρό των Αέρηδων (Κυρρήστου 8)
Παναγιώτα Ανδριανοπούλου, προϊσταμένη Τμήματος Συλλογών, Έρευνας και Τεκμηρίωσης Λαϊκής Τέχνης του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού
Δίπλα στη Ρωμαϊκή Αγορά και στο Ρολόι του Κυρρήστου ένα μνημείο γίνεται μουσείο του... εαυτού του: το Λουτρό των Αέρηδων ή Χαμάμ του Αμπίντ Εφέντη, ένας από τους επισκέψιμους χώρους του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού (του γνωστού μέχρι το 2018 Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης), αφηγείται την καθαριότητα ως κάτι περισσότερο από μέσο προφύλαξης από τον Covid-19: ως πολιτισμικό ίχνος και αφορμή κοινωνικοποίησης σε ένα πρόσφατο παρελθόν! Από το 2013 η βιωματική και εικονική έκθεση «Στο Λουτρό: Ένα ταξίδι στο σώμα και την ψυχή» παρουσιάζει διαχρονικά πρακτικές καθαρισμού και καλλωπισμού του σώματος. Τσόκαρα, πιστιμάλια (πετσέτες του λουτρού), τάσια, μουσικά όργανα, υπό το φως των γυάλινων κυκλικών φεγγίδων, επενδύουν ατμοσφαιρικά ένα ταξίδι μνήμης και αισθήσεων.
Άψογα αποκατεστημένο από το 1998, το Λουτρό των Αέρηδων είναι το μόνο σωζόμενο από τα τρία δημόσια λουτρά της Αθήνας στα τέλη του 19ου αι. Σε λειτουργία μέχρι το 1965, διατηρεί τους κύριους χώρους του: τα αποδυτήρια, το χλιαρό και το θερμό, καθώς και την εστία με τη δεξαμενή του νερού. Κατασκευάζεται στην πρώιμη Οθωμανοκρατία (15ος-17ος αι.), συνεχίζοντας την αρχαία και βυζαντινή λουτρική τεχνολογία των υποδαπέδιων υπόκαυστων. Αρχιτεκτονικά μετασχηματίζεται μέσα στον χρόνο, αφού αρχικά φιλοξενεί εκ περιτροπής άντρες και γυναίκες, για να αποκτήσει στη δεκαετία του 1870 δύο πλήρεις αυτόνομες πτέρυγες και αργότερα βοηθητικό κτίσμα με ατομικά λουτρά, τα λεγόμενα «ευρωπαϊκά».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO