Ανάμεσα στις πολυκατοικίες και τα πάρκα της πόλης πολλές φορές συναντά κανείς κτίρια και παλιές επαύλεις που πιο πολύ μοιάζουν με μεσαιωνικά κάστρα πάρα με σπίτια. Η αρχιτεκτονική και η διακόσμησή τους θυμίζει ιστορικά παλάτια της Κεντρικής Ευρώπης: πύργοι, επάλξεις, αψιδωτές πύλες, οξυκόρυφα τόξα, ακόμη και φράγκικα διακοσμητικά στοιχεία, όπως οικόσημα και ρόδακες. Έτσι εντοπίζουμε την επιρροή του γοτθικού ρυθμού, που σε αρκετές πόλεις άρχισε να γίνεται μόδα τον 14ο αι. μ.Χ.
Στην Ελλάδα, τα κτίρια του συγκεκριμένου ρυθμού δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλή, ωστόσο στην Αθήνα υπάρχουν μερικά που δείχνουν μια διαφορετική πλευρά της έτσι κι αλλιώς πολυσύνθετης αρχιτεκτονικής δομής της πόλης.
Πύργος Βασιλίσσης
Σε μια μεγάλη δασική έκταση στο Πάρκο Τρίτση ξεπροβάλλει ένας από τους πιο εντυπωσιακούς πύργους που έχουν διασωθεί στην Ελλάδα. Η ιστορία του ξεκινά την εποχή της ίδρυση του ελληνικού κράτους, όταν ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας και η Αμαλία, πριν ακόμη ολοκληρωθεί ο βασιλικός κήπος, αγόρασαν μια μεγάλη περιοχή στο πάρκο λόγω του εξαιρετικού κλίματος της κοιλάδας του Κηφισού.
Το κτήμα στο Ίλιον ήταν αρχικά τουρκικό τσιφλίκι που σταδιακά μεταβιβάστηκε σε Έλληνες ιδιοκτήτες και στη συνέχεια σε Άγγλους, οι οποίοι φύτεψαν αμπέλια και οπωροφόρα, καλλιέργησαν συστηματικά τους αγρούς και έχτισαν νέους βοηθητικούς χώρους. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η τελική έκταση του κτήματος το 1861 ήταν 2.500 στρέμματα. Σκοπός της Αμαλίας ήταν να δημιουργήσει γύρω από τον πύργο ένα αγρόκτημα με γεωργικό και κτηνοτροφικό χαρακτήρα. Η βασιλική έπαυλη κατασκευάστηκε στη θέση ενός παλιού πύργου που προϋπήρχε.
Η αρχιτεκτονική και η διακόσμηση του χώρου διατηρούνται μέχρι σήμερα. Η είσοδός του είναι εντυπωσιακή και μοιάζει με κάστρου, το ίδιο και η κεντρική αίθουσα του πύργου.
Το κτίσμα είναι απομίμηση του πύργου Ηochenschwangau στη Βαυαρία όπου γεννήθηκε ο Όθωνας. Τα δύο κτίρια, παρά το ότι διαφέρουν σημαντικά σε μέγεθος, έχουν πολλά κοινά στοιχεία που ξεκινούν από τα εξωτερικά γνωρίσματα (πολυγωνικοί πύργοι, επάλξεις, τοξωτά παράθυρα), συνεχίζονται στον πυλώνα της εισόδου και επεκτείνονται στο εσωτερικό του, στους χώρους και στα έπιπλα. Ο αρχιτέκτονας του κτιρίου είναι άγνωστος, αν και πιθανολογείται πως είναι έργο του Φρανσουά Λουί Φλοριμόν Μπουλανζέ ή του Κ. Χάνσεν.
Εγκαινιάστηκε στις 25 Αυγούστου του 1854, ημέρα των γενεθλίων του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου, πατέρα του Όθωνα. Σύμφωνα με τα ιστορικά κείμενα, το βράδυ εκείνο δόθηκε πολυτελής δεξίωση στη βασιλική τραπεζαρία, όπου παρευρέθηκαν, ανάμεσα σε άλλους, ο πρωθυπουργός Μαυροκορδάτος, ο πρέσβης της Βαυαρίας και άλλοι επίσημοι.
Η αρχιτεκτονική και η διακόσμηση του χώρου διατηρούνται μέχρι σήμερα. Η είσοδός του είναι εντυπωσιακή και μοιάζει με κάστρου, το ίδιο και η κεντρική αίθουσα του πύργου. Το κτίριο, βέβαια, είχε ιδιαιτερότητες, καθώς δεν διέθετε τουαλέτα ή μαγειρείο. Αυτοί οι χώροι βρίσκονταν σε πλαϊνά κτίρια, τα οποία επίσης διασώζονται. Λέγεται πως η Αμαλία δεν κοιμήθηκε ποτέ εκεί, προτιμώντας ένα μικρότερο διπλανό οίκημα, ενώ ο κυρίως πύργος λειτουργούσε μόνο ως χώρος υποδοχής.
Βέβαια, η προσπάθεια της βασίλισσας δεν φαίνεται να συγκίνησε ιδιαίτερα τον Όθωνα, ο οποίος λέγεται πως δεν επισκεπτόταν το κτήμα, κι έτσι, μετά την έξωσή του, το κτήμα κηρύχθηκε δημόσια περιουσία. Ύστερα από αρκετές αλλαγές στην ιδιοκτησία του κτιρίου, ολόκληρο το κτήμα πέρασε τελικά στη δικαιοδοσία του Δημοσίου κι έτσι δημιουργήθηκε το γνωστό σε όλους μας Πάρκο Τρίτση.
Σήμερα το ισόγειο καταλαμβάνει μια μεγάλη αίθουσα υποδοχής και τα βασιλικά υπνοδωμάτια, ενώ στον όροφο υπάρχει μια μεγάλη αίθουσα με τα εμβλήματα της Ελλάδας, της Βαυαρίας και του Όλτενμπουργκ σε έντονο γαλάζιο φόντο με χρυσές διακοσμήσεις. Ο περιβάλλων χώρος είναι καταπράσινος, με τους φοίνικες να κυριαρχούν. Ο Πύργος Βασιλίσσης και το κτήμα είναι επισκέψιμα μόνο με προγραμματισμένες ξεναγήσεις. Η ξενάγηση διαρκεί 2,5 ώρες και περιλαμβάνει περιήγηση στον πύργο και στον βιολογικό αμπελώνα, ο οποίος σήμερα παράγει αρκετές ποικιλίες λευκού και ερυθρού κρασιού.
Διεύθυνση: Πάρκο Τρίτση
Πύργος Τυπάλδου
Ανάμεσα στις πολυκατοικίες και την πολυκοσμία της οδού Πατησίων ξεπροβάλλει ένας πύργος ασυνήθιστος για τα ελληνικά δεδομένα, ειδικά για εκείνα του κέντρου της πόλης. Πρόκειται για τον ιστορικό Πύργο Τυπάλδου, στην οδό Θήρας 54. Η ανέγερση του ιδιαίτερου αυτού κτίσματος ολοκληρώθηκε το 1914. Ο πρώτος ιδιοκτήτης του ήταν ο έμπορος Τζώρτζης Αλφονσάτος Τυπάλδος, ο οποίος φαίνεται πως επηρεάστηκε από ένα κτίριο παρόμοιου ρυθμού που υπήρχε ήδη από το 1865 στη συμβολή των οδών Πατησίων και Χαλκοκονδύλη.
Οι Τυπάλδοι είχαν τις ρίζες τους στη Νάπολη της Ιταλίας, απ' όπου φαίνεται ότι μετανάστευσαν στην Κεφαλονιά τον 15ο αιώνα. Όπως είχε δηλώσει η κ. Καλλιμάνη, κληρονόμος του πύργου, στη LiFO και συγκεκριμένα στον δημοσιογράφο Δημήτρη Κυριαζή, ο Τζώρτζης είχε ερευνήσει ακόμα περισσότερο την ιστορία της οικογένειας και φαίνεται πως ανακάλυψε ότι ήταν απόγονοι ιπποτών.
Το σπίτι κατοικούνταν ως το 1993 από τους θείους της κ. Καλλιμάνη, Άγγελο και Ρόζα Τυπάλδου-Ξυδιά, δύο βαθύτατα καλλιεργημένους ανθρώπους, ωστόσο, λόγω κρούσματος ληστείας, εγκατέλειψαν την περιοχή και στη συνέχεια ο πύργος αφέθηκε στην τύχη του.
Εισερχόμενος ο επισκέπτης, βλέπει πως ακριβώς απέναντι από την κεντρική είσοδο δεσπόζει η μεγάλη ξύλινη σκάλα που σε μεταφέρει στο δεύτερο επίπεδο. Στο μέσον της σκάλας υπάρχει ένα μικρό δωμάτιο όπου βρισκόταν μια μεγάλη βιβλιοθήκη – τα εκατοντάδες στοιβαγμένα βιβλία δίνουν μια εικόνα για την έκτασή της. Στο δεύτερο επίπεδο, αριστερά και δεξιά, βρίσκονται τα δύο υπνοδωμάτια και η τουαλέτα. Η μπαλκονόπορτα μπροστά ακριβώς δεν σε βγάζει σε ένα συνηθισμένο μπαλκόνι αλλά στις πολεμίστρες του πύργου, ενώ στο τρίτο επίπεδο βρίσκεται ένα ακόμη δωμάτιο, του οποίου η μπαλκονόπορτα οδηγεί στις δεύτερες πολεμίστρες, στο ψηλότερο σημείο του κτιρίου.
Το κτίριο άνοιξε τις πύλες του τον περασμένο Απρίλιο στο πλαίσιο των ξεναγήσεων του Open House Athens. Από το 2008 έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο και, παρ' ότι που πια φαίνεται εγκαταλελειμμένο, για πολλούς αποτελεί μια αρχιτεκτονική όαση ανάμεσα στις πανύψηλες και γκρίζες πολυκατοικίες της Πατησίων.
Διεύθυνση: Θήρας 54, Αθήνα
Έπαυλις Κουλούρα
Το Μέγαρο που στεγάζει το σημερινό Μουσείο Παιχνιδιών, στη γωνία των οδών Τρίτωνος και Ποσειδώνος στο Παλαιό Φάληρο, χτίστηκε την περίοδο 1897-1900 από τον Σπύρο Δεσπόζιτο, επιχειρηματία μεταλλείων που αγόρασε το παραθαλάσσιο οικόπεδο και έφτιαξε μια έπαυλη, στην οποία έζησε μέχρι το 1906. Είναι αρχιτεκτόνημα εκλεκτικιστικού στυλ με ανάμεικτες επιρροές από διάφορους ρυθμούς, κυρίως της δυτικής και βόρειας Ευρώπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως ενώ μιμείται οχυρωμένο ανάκτορο, εντοπίζουμε ορισμένα νεοκλασικά στοιχεία στο μπαλκόνι, στο στηθαίο του κήπου και σε μεταγενέστερες τοιχογραφίες του.
Την ίδια εποχή χτίστηκαν στην Ελλάδα αρκετές παρόμοιες μεγαλοαστικές επαύλεις, κυρίως για λογαριασμό εμπόρων και εφοπλιστών. Επηρεασμένοι από τα ταξίδια τους στην Ευρώπη, ήθελαν να μιμηθούν τον δυτικό τρόπο ζωής, εξού και οι ομοιότητες.
Η τελική απόφαση για τη δημιουργία του Μουσείου Παιχνιδιών, το οποίο σήμερα αριθμεί περισσότερα από 20.000 παιχνίδια και άλλα αντικείμενα, πάρθηκε το 1991, όταν δωρήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη η συλλογή παιχνιδιών της Μαρίας Αργυριάδη.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα σε ποιον αρχιτέκτονα, Έλληνα ή ξένο, ανέθεσε ο Σπύρος Δεσπόζιτος τον σχεδιασμό της έπαυλης, ωστόσο, λόγω των πολλών κοινών στοιχείων με εξοχικές επαύλεις που σχεδίασε ο Τσίλερ, πολλοί θεωρούν πως την επιμελήθηκε εκείνος. Το αρχικό κτίριο που έχτισε ο Δεσπόζιτος ήταν διώροφο με ημιυπόγειο και περιβαλλόταν από περιφραγμένο κήπο. Μόνο ένας φαρδύς δρόμος το χώριζε από την ακτή. Από μαρτυρίες της εποχής επρόκειτο για ένα επιβλητικό κτίριο με εμφανή λιθοδομή από λαξευμένη λευκή πέτρα, στο οποίο δέσποζαν δύο οκταγωνικοί δίδυμοι πύργοι με επάλξεις, φρουριακής μορφής, συμμετρικά τοποθετημένοι.
Από το 1906 έως το 1923 η έπαυλη νοικιάστηκε από τον μεγαλογιατρό Γ. Μηλιαρέση και χρησιμοποιήθηκε ως υδροθεραπευτήριο και ιδιωτική κλινική που απευθυνόταν σε μέλη της υψηλής κοινωνίας της εποχής.
Σε διαφημιστική καταχώριση της εφημερίδας «Ακρόπολις» της 24ης Απριλίου του 1908 αναφέρεται ότι το θεραπευτήριο διαθέτει «δωμάτια ευάερα, ευήλια και ηλεκτροφώτιστα δι' εσωτερικούς ασθενείς», όπου παρέχονται «λουτρά θερμά θαλάσσης, ντους, ντους σκωτικά, ντους γυναικολογικά, ντους κυκλικά» και ότι οι ασθενείς «προπαρασκευάζονται διά θαλασσίου ύδατος διά θεραπευτικά λουτρά Αιδηψού, Μεθάνων, Υπάτης».
Μετά τον ξαφνικό θάνατο του Δεσπόζιτου, ο οποίος δεν είχε προλάβει να κάνει διαθήκη, το σπίτι χωρίστηκε σε πέντε κομμάτια, για τους πέντε γιους του. Μέχρι το 1918 όλοι τους είχαν πουλήσει το μερίδιό τους στον εφοπλιστή Αθανάσιο Κουλούρα. Ο Κουλούρας εγκαταστάθηκε στην έπαυλη το 1923 μαζί με την άρρωστη γυναίκα του, Ελένη, και τη Βέρα Καλογερά, μια φτωχή γυναίκα που είχε αναλάβει τη φροντίδα της. Η Ελένη πέθανε το 1929 και έναν χρόνο μετά ο Κουλούρας παντρεύτηκε τη Βέρα. Έμειναν εκεί μέχρι τον θάνατό του το 1953, οπότε η ιδιοκτησία της έπαυλης πέρασε σε αυτήν. Υπάρχουν πληροφορίες ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής στο κτίριο είχε εγκατασταθεί ο Γερμανός φρούραρχος, ενώ η οικογένεια Κουλούρα συνέχιζε να μένει εκεί.
Η Βέρα έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό της το 1979 και διαμόρφωσε κήπο στα ανατολικά του κτιρίου. Ήδη από το 1976, η Βέρα, ακολουθώντας τις επιθυμίες του συζύγου της, είχε δωρίσει την έπαυλη στο Μουσείο Μπενάκη με σκοπό να μετατραπεί σε μουσείο μετά τον θάνατό της. Το ακίνητο περιήλθε τελικά στην ιδιοκτησία του μουσείου το 1980. Η τελική απόφαση για τη δημιουργία του Μουσείου Παιχνιδιών, το οποίο σήμερα αριθμεί περισσότερα από 20.000 παιχνίδια και άλλα αντικείμενα, πάρθηκε το 1991, όταν δωρήθηκεστο Μουσείο Μπενάκη η συλλογή παιχνιδιών της Μαρίας Αργυριάδη. Το 2008, το υπουργείο Πολιτισμού το χαρακτήρισε διατηρητέο και τον Οκτώβριο του 2017 άνοιξε τις πύλες του στο κοινό.
Διεύθυνση: Λεωφ. Ποσειδώνος 14 &, Τρίτωνος 1, Παλαιό Φάληρο
Παλατάκι
Σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της περιοχής του Χαϊδαρίου βρίσκεται σήμερα στο ιστορικό Παλατάκι, ένα πυργοειδές διατηρητέο κτίσμα, το οποίο μοιάζει πολύ με παλάτι, όπως λέει και το όνομά του. Μπορεί μέχρι σήμερα να μην έχει εξακριβωθεί πλήρως η ταυτότητά του, ωστόσο, σύμφωνα με ιστορικά κείμενα, στον χώρο που περιβάλλει τον πύργο συνέβη ένα από τα πιο σημαντικά επεισόδια της Επανάστασης του 1821, η Μάχη του Χαϊδαρίου στις 6 και 8 Αυγούστου του 1826. Τότε, περίπου 4.000 άνδρες του Γεωργίου Καραϊσκάκη και του Γάλλου στρατηγού και φιλέλληνα Καρόλου Φαβιέρου επιτέθηκαν στον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, γνωστό και ως Κιουταχή, στρατηγό των Οθωμανών, ο οποίος είχε καταλάβει την Αθήνα και πολιορκούσε την Ακρόπολη.
Η μάχη, ωστόσο, ήταν άνιση, καθώς οι Οθωμανοί επιτέθηκαν στις ελληνικές δυνάμεις με περίπου 10.000 άνδρες. Και στις δύο μάχες οι Έλληνες έχασαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στην Ελευσίνα. Μερικούς μήνες μετά, στις 24 Μαΐου του 1827, η Ακρόπολη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.
Μάλιστα, στον χώρο όπου έγιναν οι συγκρούσεις υπάρχει ακόμα μαρμάρινη στήλη με την προτομή του Φαβιέρου όπως και μια επιγραφή που πιστοποιεί το ιστορικό γεγονός, ενώ ο Έλληνας στρατηγός της Επανάστασης, Χρήστος Βυζάντιος, στο βιβλίο του με τίτλο «Ιστορία του τακτικού στρατού της Ελλάδας από της πρώτης συστάσεώς του κατά το 1821 μέχρι το 1832» αναφέρεται για πρώτη φορά σε κάποιον πύργο με κήπο όπου οχυρώθηκε ο Καραϊσκάκης κατά τη μάχη του Χαϊδαρίου. Για πολλούς αυτή είναι η πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη του κτίσματος με την αρχική του μορφή, ωστόσο δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως κατεδαφίστηκε για να χτιστεί το σημερινό Παλατάκι.
Οι εκδοχές για την ανοικοδόμησή του ποικίλλουν, καθώς δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα το αρχικό ιδιοκτησιακό καθεστώς του. Οι πολλές ομοιότητες που παρουσιάζει η αρχιτεκτονική του πύργου στη σημερινή του μορφή με άλλα έργα του πολεοδόμου και αρχιτέκτονα Σταματίου Κλεάνθη οδηγούν πολλούς στο συμπέρασμα ότι το Παλατάκι είναι έργο δικό του, παραγγελία της Δούκισσας της Πλακεντίας. Ο θρύλος, μάλιστα, λέει ότι χρησιμοποιούσε το Παλατάκι για τις μυστικές συναντήσεις της με τον λήσταρχο Νταβέλη.
Ωστόσο, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, η βασίλισσα Αμαλία ήταν αυτή που ζήτησε από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Φρανσουά Μπουλανζέ να φτιάξει τον πύργο κατά τα πρότυπα του ανακτόρου Hohenschwangau του εξαδέλφου της διαδόχου Μαξιμιλιανού στο Schwanstein της Βαυαρίας. Η πιο εμπεριστατωμένη άποψη σχετικά με το χρονικό της κυριότητας του πύργου αναφέρει πως το κτίριο, όπως και το κτήμα, ανήκε στον Χαϊντάρ Πασά, από τον οποίο ονομάστηκε τελικά και η περιοχή: «Χαϊδάρι».
Μετά το 1890 και ενώ η έκταση περιήλθε στα χέρια νέου ιδιοκτήτη, η προϋπάρχουσα έπαυλη ανακατασκευάστηκε, παίρνοντας την εικόνα του πύργου, έτσι όπως είναι μέχρι σήμερα. Ογδόντα χρόνια μετά, και συγκεκριμένα το 1979, ο περιβάλλων χώρος κηρύχθηκε διατηρητέος, ενώ το 1985 το Παλατάκι περιήλθε στην ιδιοκτησία του δήμου και άρχισαν οι εργασίες για την επισκευή και τη λειτουργική του αποκατάσταση, δουλειά εξαιρετικά δύσκολη εξαιτίας των μεγάλων φθορών που έχει υποστεί στο πέρασμα του χρόνου, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Αποκαταστάθηκαν οι ξύλινες πόρτες και τα παράθυρα, οι οροφές και τα πατώματα, τα τζάκια από σκαλιστό μάρμαρο, τα φθαρμένα κεραμικά, ενώ αποκαλύφθηκαν ολόκληρες τοιχογραφίες και οροφογραφίες που είχαν θαφτεί κάτω από στρώματα σοβάδων.
Σήμερα, στον Πύργο Παλατάκι στεγάζονται το Πολιτιστικό Κέντρου του Δήμου Χαϊδαρίου και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Χαϊδαρίου, ενώ στον περιβάλλοντα χώρο πραγματοποιούνται πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Διεύθυνση: Λεωφ. Αθηνών 161, Χαϊδάρι
Πύργος Μαυρομιχάλη
Πλησίον της οδού Αχαρνών, επί της Αλκιβιάδου, βρίσκεται ακόμη ένα από τα τελευταία δείγματα του εκλεκτικισμού στην Αθήνα. Ο πύργος, ο οποίος ανήκε στον στρατηγό Μαυρομιχάλη, φαίνεται πως οικοδομήθηκε στα τέλη του 19ου, σε μια εποχή που τα νεοκλασικά κτίρια, ιδιαίτερα του Τσίλερ, άρχιζαν να πληθαίνουν στην πόλη. Τα σχέδια για την ανέγερση του κτιρίου έκανε ένας στρατιωτικός αρχιτέκτονας, του οποίου άλλα έργα δεν διασώζονται ή δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα. Το μόνο που γνωρίζουμε γι' αυτόν είναι πως γεννήθηκε το 1849, έζησε στην Κέρκυρα, στην Αθήνα και στο εξωτερικό και ήταν αδελφός του Αλέξανδρου Ράλλη, γνωστού λογοτέχνη, ποιητή, μεταφραστή και, κυρίως, υπέρμαχου του δημοτικισμού στη γραφή.
Αν παρατηρήσει κανείς το κτίριο εξωτερικά, θα αντιληφθεί πως διαθέτει αρκετά γοτθικά στοιχεία στην πρόσοψη, στο μπαλκόνι και στα παράθυρά του. Στη στέγη του υπάρχουν, μάλιστα, ψευδο-αμυντικά συστήματα, εμπνευσμένα από τα μεσαιωνικά κάστρα, που είχαν σχεδιαστεί έτσι για να στέκονται εκεί πολεμιστές. Αρκετοί υποστηρίζουν πως θυμίζει μανιάτικο αρχοντικό. Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη του την καταγωγή της οικογένειας των Μαυρομιχάληδων, είναι πολύ πιθανή αυτή η εκδοχή, καθώς στη Μάνη υπάρχουν τα διάσημα πυργόσπιτα, ένα εκ των οποίων ανήκε στην οικογένεια.
Το 1993 ο πύργος κρίθηκε διατηρητέος από το υπουργείο Πολιτισμού και έκτοτε είναι σε πολύ καλή κατάσταση. Ακριβώς δίπλα του, στον αριθμό 3 της Αλκιβιάδου, βρίσκεται το αρχοντικό της οικογένειας Καρατζά, το οποίο χτίστηκε την ίδια περίοδο με τον πύργο. Σήμερα και τα δύο κτίρια ανήκουν στην Ευαγγελική Εκκλησία.
Διεύθυνση: Αλκιβιάδου 5, Αθήνα
σχόλια