Η Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας είναι ίσως ένας από τους πιο γοητευτικούς, από αρχιτεκτονική άποψη, αλλά και ακριβότερους δρόμους της Αθήνας. Σίγουρα από τους λίγους που έχουν φαρδιά πεζοδρόμια. Είναι επίσης ο δρόμος με τις πολλές πρεσβείες, μεταξύ των οποίων και αυτή της Γαλλίας.
Το Αρχοντικό Merlin de Douai, όπου στεγάζεται η Γαλλική Πρεσβεία, είναι ένα από τα σπάνια νεοκλασικά κτίρια που έδιναν άλλοτε τον τόνο στην κομψή Αθήνα –όπως στο Παρίσι οι ωραίες κατοικίες στο Faubourg Saint Germain– και από τα οποία δεν παραμένουν παρά λίγες εξαιρέσεις, όπως οι πρεσβείες της Αιγύπτου και της Ιταλίας που βρίσκονται δεξιά κι αριστερά της.
Το συγκεκριμένο μέγαρο οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1893-1895, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά (1862-1937), που υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες εκπρόσωπους του όψιμου νεοκλασικού ρυθμού.
Αρχικά ανήκε στον εγκατεστημένο στην Ελλάδα Βρετανό επιχειρηματία Κάρολο Μέρλιν (Charles Louis William Merlin, δισέγγονο του Γάλλου επαναστάτη Merlin de Douai), ο οποίος το έκτισε με σκοπό να το νοικιάσει στη Γαλλική Πρεσβεία, η οποία και εντέλει στεγάστηκε εκεί από το 1896.
Το κτίριο που αγοράστηκε τελικώς από το γαλλικό δημόσιο το 1914 φέρει έκτοτε την ονομασία Hôtel Merlin de Douai, προς τιμήν του Γάλλου προγόνου του αρχικού ιδιοκτήτη.
Επισκευάστηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, το 1930, το 1985-1986 και ιδίως μεταξύ των ετών 1993-1995, οπότε και ανακαινίστηκαν πλήρως οι προσόψεις και το εσωτερικό του, υπό την επίβλεψη του Γάλλου διακοσμητή Christian Duval.
Το μέγαρο οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1893-1895, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά, που υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες εκπρόσωπους του όψιμου νεοκλασικού ρυθμού. Αρχικά ανήκε στον εγκατεστημένο στην Ελλάδα Βρετανό επιχειρηματία Κάρολο Μέρλιν. Το κτίριο που αγοράστηκε τελικώς από το γαλλικό δημόσιο το 1914 φέρει έκτοτε την ονομασία Hôtel Merlin de Douai, προς τιμήν του Γάλλου προγόνου του αρχικού ιδιοκτήτη.
Η πρεσβεία είναι σήμερα ένα κτίριο με πρόσοψη σε ανοικτό κίτρινο χρώμα, που ταιριάζει όμορφα με το άσπρο χρώμα της κορνίζας του κτιρίου και των παραθύρων καθώς και με το πράσινο των φοινικόδεντρων του κήπου.
Μόλις κανείς περάσει την κύρια είσοδο και ανεβεί την πρώτη εσωτερική σκάλα, φτάνει στην «Αίθουσα των Τιμών», η οποία συνήθως εντυπωσιάζει τον επισκέπτη, με την ευρυχωρία της και την λιτή πολυτέλειά της.
Επενδυμένη εξ ολοκλήρου με λευκές και μαύρες μαρμάρινες πλάκες και με ύψος που ξεπερνά τα πέντε μέτρα, οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με ένα είδος stucco veneziano ενώ η οροφή με φύλλα χρυσού.
Η αίθουσα αυτή αποτελεί τον πυρήνα των χώρων υποδοχής της πρεσβευτικής κατοικίας, καθώς γύρω της είναι αρμονικά κατανεμημένα η τραπεζαρία και τα σαλόνια.
Ο μνημειακός χαρακτήρας και η κομψότητα της αίθουσας οφείλουν πολλά στη σχετικά λιτή διακόσμηση, στην καθαρότητα των γραμμών και την αίσθηση ευρυχωρίας που αποπνέει.
Η εξαιρετικά επιβλητική σκάλα μπροστά στο Κόκκινο Σαλόνι αποτελεί αρχιτεκτονικό τόλμημα: κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από λευκό μάρμαρο, με κουπαστή από ξύλο και καλοδουλεμένο σφυρήλατο σίδηρο (φερ φορζέ), στηρίζεται στους τοίχους δίχως κολόνα υποστήριξης, στοιχείο που της προσδίδει ένα πραγματικό αέρινο ύφος.
Πάνω από τα δύο επίπεδα της σκάλας κρέμεται ένας τεράστιος πολυέλαιος από μπρούντζο και χρυσό, βάρους πολλών εκατοντάδων κιλών.
Δύο αγάλματα του 19ου αιώνα από λευκό μάρμαρο, που αναπαριστούν την «Άνοιξη» και το «Θέρος», πλαισιώνουν την είσοδο του Grand Salon ή αλλιώς Κόκκινου Σαλονιού.
Αποτελούν τμήμα ενός συνόλου αλληγορικών παραστάσεων των τεσσάρων εποχών, που κοσμούσαν το κτίριο του παραρτήματος του Γαλλικού ινστιτούτου στον Πειραιά, το οποίο πωλήθηκε πριν από ορισμένα χρόνια.
Το «Φθινόπωρο» και ο «Χειμώνας» βρίσκονται σήμερα δεξιά κι αριστερά του εξωτερικού κεφαλόσκαλου της πρεσβευτικής κατοικίας.
Τα έπιπλα που υπάρχουν μέσα στην πρεσβεία είναι κυρίως σε στυλ Λουδοβίκου 15ου, Λουδοβίκου 16ου και Empire. Η μοντέρνα ύφανση των χαλιών θυμίζει εκείνη των ταπισερί Aubusson και ο οίκος Frey έφτιαξε υφάσματα τα σχέδια των οποίων είναι εμπνευσμένα από παλιά μοτίβα του Πύργου του Dampierre.
Στο μεγάλο σαλόνι, μια μεγάλη ταπισερί της βασιλικής βιοτεχνίας των Gobelins του 17ου αιώνα τραβάει το βλέμμα. Ονομάζεται «Η μάχη στη Μουλβία γέφυρα» και απεικονίζει τη νίκη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου επί του αντιπάλου του Μαξέντιου στις 27 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Μουλβία γέφυρα, στον Τίβερη, κοντά στη Ρώμη.
Η αναπαράσταση του θέματος αυτού σε μια ταπισερί της βασιλικής βιοτεχνίας των Gobelins τονίζει ότι κατά τον 17ο αιώνα, η ιστορική φυσιογνωμία του Μεγάλου Κωνσταντίνου ανήκε στις αγαπημένες αναφορές της απολυταρχικής ιδεολογίας. Κρίνεται επίσης ότι η συγκεκριμένη ταπισερί εξυμνεί το πέρασμα του Ρήνου από τις στρατιές του Λουδοβίκου 14ου.
Καταγεγραμμένη στον κατάλογο της πρεσβείας από το 1929, στάλθηκε έκτοτε δύο φορές στη Γαλλία για επιδιόρθωση, το 1952 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Σημειωτέων ότι η πρώτη επιδιόρθωση χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να ολοκληρωθεί!
Η τέχνη της ταπισερί, η δημιουργία δηλαδή μεγάλων υφαντών πινάκων, κατάλληλων για διακόσμηση τοίχων είναι αρκετά διαδεδομένη στην Γαλλία. Συνήθως πάνω στις ταπισερί απεικονίζονται σκηνές ή καθαρά διακοσμητικά θέματα.
Αποτελεί μνημειακών διαστάσεων διακοσμητικό είδος, με πολυχρωμία αντίστοιχη με εκείνη των τοιχογραφιών, ενώ επιπλέον διαθέτει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να μεταφέρεται αλλά και να θερμαίνει το χώρο στον οποίο τοποθετείται.
Στην άλλη πλευρά του μεγάλου σαλονιού, βλέπουμε ένα γαλλικό πιάνο Erard του τέλους του 19ου αιώνα, ένα σπάνιο κομμάτι από τα έξι συνολικά πιάνα του οίκου αυτού που υπάρχουν στον κόσμο. Πρόκειται για ένα πιάνο 90 φθόγγων που κατασκευάστηκε το 1909.
Το εν λόγω μοντέλο άρχισε να διατίθεται στον Εράρ από το 1904 και κατασκευαζόταν μόνον επί παραγγελία λόγω των εντυπωσιακών του διαστάσεων (2,60 μέτρα μήκος επί 1,62 μέτρα πλάτος).
Για όσους δεν γνωρίζουν ο Σεμπαστιέν Εράρ (1752-1831) κατασκεύασε το πρώτο του πιάνο φόρτε το 1777 ενώ τα επόμενα χρόνια επινόησε αυτό καθαυτό το πιάνο, τελειοποιώντας το λεγόμενο σύστημα «διπλής διαφυγής», το οποίο επιτρέπει την επανάληψη του φθόγγου χωρίς ο πιανίστας να περιμένει να ελευθερωθεί εντελώς το πλήκτρο, γεγονός που επιτρέπει πολύ γρήγορο παίξιμο. Σήμερα, όλα τα πιάνα με ουρά είναι εξοπλισμένα με τον εν λόγω σύστημα.
Λέγεται ότι η πρεσβεία προσπάθησε το 1929 να ανταλλάξει το συγκεκριμένο πιάνο με κάποιο άλλο και ότι για τον σκοπό αυτό ήρθε σε επαφή με Οίκο Πλεγιέλ σrο Παρίσι.
Ευτυχώς η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε γιατί το υπέροχο αυτό όργανο αποτελεί ακόμη σήμερα κόσμημα της πρεσβευτικής κατοικίας και χαίρει μεγάλης εκτίμησης από τους Έλληνες φίλους της μουσικής κατά τις μουσικές βραδιές.
Σε περίοπτη θέση μέσα στο κόκκινο σαλόνι είναι τοποθετημένα και τα πορσελάνινα αυγά του Φρανσουά-Ξαβιέ Λαλάν. Πρόκειται για δύο πορσελάνινα αβγά με επίχρυσο μπρούντζο στο εσωτερικό τους, έργα του μεγάλου γλύπτη ζωόμορφων κυρίως αναπαραστάσεων.
Σε έναν από τους τοίχους του Μεγάλου Σαλονιού βρίσκεται και το έργο ενός Έλληνα καλλιτέχνη πολύ αγαπητού στους Γάλλους. Του Αλέκου Φασιανού.
«Αγαπάμε τη δική του Ελλάδα, όπως τη βλέπουν τα δικά του μάτια», είχε σημειώσει στο βιβλίο του «Φασιανός: Το εργαστήρι του ζωγράφου» που εκδόθηκε με την ευκαιρία μιας έκθεσης στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Πειραιά, ο Πατρίκ Λαντρ.
Βαθύτατα Έλληνας και ταυτόχρονα βαθύτατα δεμένος με τη Γαλλία, ο Αλέκος Φασιανός είναι στη Γαλλία ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους και πιο αγαπητούς σύγχρονους Έλληνες καλλιτέχνες. Το 2009 δώρισε στην πρεσβεία ένα φωτεινό έργο με τον τίτλο «Χρυσάωρ», που μεταμορφώνει το κόκκινο σαλόνι χάρη στην πολύ χαρακτηριστική τεχνική του.
Η τραπεζαρία είναι ένα μεγάλο δωμάτιο με μια όμορφη ροτόντα και δύο τεράστιες και εντυπωσιακές επιτοίχιες ταπισερί. Πρόκειται για τις ταπισερί με την υπογραφή του Ρενέ Περό. Παραδόθηκαν στην πρεσβεία το 1959 και βρίσκονται εκεί βρίσκονται ακόμη και σήμερα συμμετρικά κρεμασμένες στις δυο πλευρές της αίθουσας.
Οι ταπισερί του Περό έχουν ως θέματα την κουκουβάγια, σύμβολο της πόλης των Αθηνών, και τους όρνιθες του Αριστοφάνη, εμπνευσμένα και τα δύο από την Αρχαία Ελλάδα.
Η μια έχει τίτλο «La Nuit» (H Nύχτα) και η άλλη «Sologne» (Σολόν) και αποτελούν παραγγελία του γαλλικού κράτους προς τον καλλιτέχνη για δεύτερα αντίτυπα των πρώτων του έργων.
Το πρώτο αντίτυπο της «Σολόν» υφάνθηκε για την πρεσβεία της Γαλλίας στη Βαρσοβία ενώ το πρώτο αντίτυπο της «Νύχτας» βρίσκεται στο Δικαστικό Μέγαρο του Σεν Μαλό.
Οι δύο ταπισερί, χαρακτηριστικά έργα του Ρενέ Περό (1912-1979), παραπέμπουν στην τέχνη της μεσαιωνικής ταπισερί που χαρακτηρίζεται από ένα πλήθος άγριων ζώων πάνω σε λουλουδιασμένο φόντο.
Η τέχνη του Περό, ταυτόχρονα «λαμπερή και γήινη», αποδίδει εξίσου καλά τους εκρηκτικούς παραμυθένιους τόνους των μεσαιωνικών ταπισερί, ξέρει ωστόσο να επιλέγει, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ηπιότερες τονικές διαβαθμίσεις που ξεκινούν από το καφέ και τις αποχρώσεις της σκουριάς για να καταλήξουν στο βαθύ μαύρο.
0 Ρενέ Περό υπήρξε μεγάλος καλλιτέχνης της ταπητουργίας και εξαίρετος σχεδιαστής, ειδικότερα ζώων. Η αγάπη του για τη φύση προφανώς προερχόταν από τις αγροτικές καταβολές του, μια και ο ίδιος ήταν γεννημένος στην επαρχία του Ντουπς, στα βάθη της οροσειράς του Ιούρα.
Αγαπούσε λοιπόν όλα τα ζώα, το μεγάλο του πάθος, όμως, ήταν οι γάτες και τα νυκτόβια αρπακτικά, κυρίως οι κουκουβάγιες.
Το εργαστήριό του στη Μονμάρτη ήταν γεμάτο από πλήθος ομοιωμάτων τους, ενώ για πολλά χρόνια φιλοξενούσε εκεί και μια αληθινή μικρή κουκουβάγια που κυκλοφορούσε στο χώρο ελεύθερα.
Στο γωνιακό σαλόνι στην απέναντι μεριά υπάρχει μια ταπισερί Abbeville με θέμα τη στέψη του Κάρολου Ι', και μια βιβλιοθήκη Λουδοβίκου ΙΣΤ' σε στυλ Boulle.
Ο Andre Charles Boulle (1642-1732), που ονομάστηκε «επίσημος επιπλοποιός του βασιλιά» από τον Λουδοβίκο ΙΣΤ', ανέπτυξε μια ειδική τεχνική μαρκετερί που συνίσταται στην τοποθέτηση επιφάνειας από όστρακο (χελώνας) και ορείχαλκου, το ένα κάνω στο άλλο.
Αντί της ένθεσης οι μαρκετερί συναρμολογούνται ανάποδα σε μια χάρτινη βάση και στη συνέχεια γίνεται η συγκόλληση στο πλαίσιο του ξύλου.
Τα έργα του αντιγράφηκαν σε όλη την Ευρώπη και ο όρος «μαρκετερί Boulle» αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς της συγκεκριμένης τεχνικής. Η σχολή Βοulle αποτελεί σήμερα στο Παρίσι μια από τις πιο φημισμένες σχολές Εφαρμοσμένης Τεχνών στον κόσμο.
Στο σαλόνι Zuber οι τρεις πανοραμικοί πίνακες «Les vues de la Grece moderne - Οι όψεις της μοντέρνας Ελλάδας» του ζωγράφου Deltil είναι εμπνευσμένες από τις λιθογραφίες με θέμα την Ελλάδα, οι οποίες ήταν πολύ διαδεδομένες στη δεκαετία τον 1820.
Υπάρχουν λοιπόν τρεις συνεχόμενοι πίνακες: Ο πρώτος αναπαριστά την πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους το 1826, η οποία απώθησε επίθεση 480 Ελλήνων και φιλελλήνων υπό την καθοδήγηση του συνταγματάρχη Κάρολου Φαβιέρου, εφέδρου του γαλλικού στρατού, που είχε συστρατευθεί όπως και τόσοι άλλοι στο πλευρό των Ελλήνων. Τον βλέπουμε στο δεξί μέρος του πίνακα.
Ο δεύτερος πίνακας αναφέρεται σε στρατιωτικές δράσεις απεικονίζοντας φανταστικά τοπία των Θερμοπυλών, του Παρνασσού και των Δελφών. Ένας Γάλλος στρατιώτης βοηθά τους 'Έλληνες να στρέψουν ένα κανόνι προς το οθωμανικό ιππικό που τρέπεται σε φυγή.
0 τρίτος πίνακας συνδέεται με θεαματική επίθεση των Ελλήνων μπουρλοτιέρηδων εναντίον του τουρκικού στόλου το 1822 στα νησιά της Χίου και της Τενέδου, υπό τη διοίκηση του Κωνσταντίνου Κανάρη.
Το σαλόνι στο χρώμα της ώχρας παίρνει ιδιαίτερη αξία από τις πολυθρόνες Empire του Jacob-Desmalter. Μέσα σε αυτό το μικρότερο σε μέγεθος σαλόνι κοσμούν, το ένα απέναντι από το άλλο, δύο παλαιά αντίγραφα έργων του Νικολά Πονσέν, ένα από τα οποία είναι «Οι ποιμένες της Αρκαδίας».
0 πίνακας με τη λατινική φράση «Et in Arcadio ego», δηλαδή «Και εγώ στην Αρκαδία», αποτελεί ένα αίνιγμα όπως και η γυναικεία μορφή που στέκεται δεξιά από τους Αρκάδες βοσκούς.
Το έργο είναι τοποθετημένο φυσικά στην Αρκαδία, πατρίδα των ποιητών και ειδυλλιακό τοπίο που τόσο ενέπνευσε τον Βιργίλιο. Ο Πουσέν την μετατρέπει σε πατρίδα των ζωγράφων, ζωγραφίζοντας την ομορφιά με την μορφή γυναίκας που συλλογίζεται τον θάνατο.
Παραδοσιακά, οι πρεσβευτικές κατοικίες της Γαλλίας είναι καλά εξοπλισμένες και με αντικείμενα παραγωγής του Εργοστασίου των Σεβρών: επιτραπέζια σκεύη, πορσελάνινα αγάλματα και αγαλματίδια, βάζα και διακοσμητικά αντικείμενα. Η φήμη του εργοστασίου είναι διεθνής, καθώς είναι γνωστό εδώ και πάνω από 250 χρόνια.
Η πρεσβεία της Γαλλίας στην Αθήνα λοιπόν δεν αποτελεί εξαίρεση. Από τα σερβίτσια που ανήκουν στην πρεσβευτική κατοικία, το ωραιότερο είναι ένα των Σεβρών σε λευκό και τιρκουάζ με χρυσή μπορντούρα και χαραγμένα πάνω του τα αρχικά RF (Republίque Franςaίse: Γαλλική Δημοκρατία), παραγγελία του γαλλικού υπουργείου Εξωτερκών.
Πρόκειται για ένα πλήρες σερβίτσιο, που αποτελεί μια ωραιότατη μαρτυρία για την εξέλιξη των arts de la table, αλλά και της γαλλικής γαστρονομικής παράδοσης.
Διαθέτει, λοιπόν, κομμάτια αληθινά αξιοπερίεργα, όπως μπολάκια για να ξεπλένει κανείς τα δάκτυλα, πιατέλες διαφόρων μεγεθών για βουτήματα, με πόδι ή χωρίς, ατομικά σκεύη «βαρκούλες» για σοκολατάκια κ.λπ.
Από τα πιο όμορφα είναι τα φλιτζάνια για το κονσομέ και τα πιάτα της σαλάτας σε σχήμα ημισελήνου, που χρησιμοποιούνται και στα σημερινά επίσημα γεύματα.
Ανάμεσα στα πολλά αντικείμενα τέχνης που υπάρχουν μέσα στην πρεσβεία είναι και τα αγαλματίδια από πορσελάνη Σεβρών: Ένα ζεύγος μικρών προτομών, αναπαράσταση των παιδιών «Louis Brongniart» και «Alexandre Brongniart» από τον Jear Antoine Houdon.
Τα δύο αυτά αγαλματίδια, που κατασκευάστηκαν το 1966 από την Βιοτεχνία Σεβρών, αναπαριστούν την Louis και τον Alexandre Brongniart, παιδιά του Alexander Theodore Brongniart (1739-1813) του διάσημου αρχιτέκτονα ο οποίος κατασκεύασε το Μέγαρο τoυ Χρηματιστηρίου στο Παρίσι, γνωστού και ως Μέγαρο Brongniart.
0 καλλιτέχνης εμπνεύστηκε από τις πρωτότυπες πήλινες προτομές που σήμερα φυλάσσονται στο Μουσείο του Λούβρου, τις οποίες φιλοτέχνησε γλύπτης Jear Antoine Houdon, ο «Γλύπτης τους Διαφωτισμού» για τους Γάλλους.
Είναι και τα δύο κατασκευασμένα με τη μέθοδο «μπισκουί» (μπισκότο), ένα είδος πορσελάνης, η οποία μετά το ψήσιμο δεν επικαλύπτεται με σμάλτο και αποκτά ματ επιφάνεια.
Η τεχνική αυτή χρησιμοποιήθηκε από το 18ο αιώνα για τα γλυπτά (πρώτα στα αγαλματίδια κι αργότερα στα αγάλματα), επειδή διευκολύνει την ιδιαίτερα λεπτή επεξεργασία.