Έχω πια ως βάση μου την Αθήνα, το αποφάσισα. Καιρός ήταν, άλλωστε. Τόσα χρόνια ήμουν με τις βαλίτσες πάνω-κάτω. Ρώμη, Μιλάνο, Αγγλία. Ωρίμασα ξαφνικά στα 41 μου χρόνια» λέει ο σχεδιαστής μόδας Άγγελος Μπράτης, καθώς με υποδέχεται στον καινούργιο του ατελιέ στο Κολωνάκι που είχε εγκαινιάσει την προηγούμενη μέρα, καλώντας φίλους και γνωστούς για να το γιορτάσει.
Στον χώρο της μόδας ο Μπράτης είναι γνωστός εδώ και χρόνια. Με σπουδές στο περιβόητο Ινστιτούτο Μόδας Arnhem της Ολλανδίας, συνεργασίες με τους οίκους Gattinoni και Vionnet και έχοντας κερδίσει το πρώτο βραβείο στην κατηγορία «ready-to-wear» της Vogue Italia, «Who is οn next», ζούσε και δημιουργούσε για αρκετά χρόνια τις κολεξιόν του μεταξύ Αθήνας και εξωτερικού.
Θέλησα να ξαναφέρω τον χώρο στην αρχική του μορφή και να σεβαστώ τον άνθρωπο που τον σχεδίασε. Νομίζω ότι τα κατάφερα. Θεωρώ πως αυτός ο χώρος είναι ένα ιστορικό κομμάτι της Αθήνας που πρέπει να διατηρηθεί.
Έξω από τον ατελιέ αναγράφεται το όνομα του διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλου, του ανθρώπου που υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μοντερνισμού στην Ελλάδα – ο μοναδικός μοντέρνος αρχιτέκτονας που σπούδασε στη σχολή του Bauhaus και σχεδίασε, μεταξύ άλλων, το κτίριο του Ωδείου Αθηνών.
Το ατελιέ του Μπράτη, λοιπόν, που βρίσκεται στην οδό Σουηδίας, πολύ κοντά στη Γεννάδειο Bιβλιοθήκη, είναι το πρώην γραφείο του μεγάλου αρχιτέκτονα. Μάλιστα, στο ρετιρέ της ίδιας πολυκατοικίας, που σχεδίασε εξ ολοκλήρου ο Δεσποτόπουλος, βρίσκεται και η πρώην οικία του.
«Το βρήκα σε μια αγγελία, γυρνώντας από τις καλοκαιρινές μου διακοπές. Μέσα από τις σκοτεινές φωτογραφίες που ήταν αναρτημένες, σαν να διέκρινα κάτι. Όμως, όταν ήρθα και το είδα από κοντά, μαγεύτηκα ακαριαία» λέει καθισμένος στο γραφείο του, ακριβώς εκεί όπου καθόταν και ο Δεσποτόπουλος πριν από πολλά χρόνια.
Ο σχεδιαστής είχε την ευαισθησία να μην πειράξει τίποτα στον χώρο. Όλα τα έπιπλα, τα φωτιστικά και γενικώς η διαρρύθμιση του χώρου είναι ακριβώς όπως τα βρήκε. Όλα λιτά, τακτοποιημένα και άψογα σχεδιασμένα, στο πνεύμα ενός διαχρονικού μοντερνισμού. «Εκτός από μια καρέκλα, δύο φωτιστικά, τις κρεμάστρες με τα ρούχα μου και ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα, δεν έχω προσθέσει τίποτε άλλο» λέει ο ίδιος.
Το γραφείο είχε μείνει κλειστό από το 1992, οπότε πέθανε ο Δεσποτόπουλος, και μέσα στον χώρο ο Μπράτης βρήκε όλα τα αρχεία και τις μακέτες του, ακόμα κι αυτές που αφορούσαν ένα πολιτιστικό κέντρο που δεν χτίστηκε ποτέ. «Όλα τα συρτάρια ήταν γεμάτα χαρτιά και αρχιτεκτονικά περιοδικά από το '53 μέχρι το '85, αρχειοθετημένα με τρομερή επιμέλεια. Ο Δεσποτόπουλος ήταν πιθανότατα OCD. Όλα του τα αρχεία τα βρήκα φωτοτυπημένα τέσσερις φορές, κάθε αντίγραφο τοποθετημένο σε διαφορετικά ντουλάπια, με την ίδια σειρά. Κι εγώ είμαι κάπως έτσι. Φαίνεται και από τον τρόπο που σχεδιάζω τα ρούχα μου. Είμαι μανιακός» λέει.
Ενώ ο χώρος και τα έπιπλα με μια πρώτη ματιά φαίνονται πολύ απλά και λιτά, αν ξεκινήσεις να παρατηρείς τις λεπτομέρειες, μένεις άφωνος: τα ξύλα στις ντουλάπες, οι βιβλιοθήκες, η γεωμετρία των σιδερένιων κατασκευών και της ξύλινης σκάλας που οδηγεί στον υπόγειο χώρο του σχεδιαστηρίου, τα μάρμαρα στο δάπεδο, που είναι όμοια με εκείνα στο Ωδείο. Αν και το κτίριο δεν είναι Bauhaus, το πρώην γραφείο του Δεσποτόπουλου είναι βασισμένο εξ ολοκλήρου στις αρχές του κινήματος.
«Χρειάστηκαν περίπου έξι μήνες ώστε οι άνθρωποι του Μουσείου Μπενάκη να μεταφέρουν όλα τα σημαντικά σχέδια και τις μακέτες του, ενώ ολόκληρο το αρχείο με τα περιοδικά το πήρε η Αρχιτεκτονική της Κρήτης» λέει ο Μπράτης, δείχνοντάς μου μερικά βιβλία του Le Corbusier που καταλογοποιήθηκαν μεν, αλλά έμειναν στον χώρο, για να θυμίζουν τον πρώτο του ιδιοκτήτη.
Αυτό που κάνει εντύπωση είναι πώς ένας χώρος σαν κι αυτόν, που έχει σχεδιαστεί με σκέψη και ποιότητα υλικών, παραμένει αναλλοίωτος στον χρόνο και μοιάζει και σήμερα τόσο σύγχρονος. «Μου έλεγαν χθες κάποιοι στα εγκαίνια: "Τι ωραία που όλα είναι τόσο vintage εδώ". Εγώ όμως δεν τα βλέπω καθόλου vintage. Στα δικά μου τα μάτια αυτός ο χώρος είναι πολύ μοντέρνος».
Σε μία από τις βιβλιοθήκες έχει τοποθετήσει ένα γύψινο αντικείμενο που βρήκε στην αποθήκη και απεικονίζει γυναίκες που χορεύουν γυμνές, ενώ ένας άντρας τούς παίζει άρπα. Στο ίδιο έπιπλο διακρίνω ένα βάζο από τα κεραμικά του Φίλιππου Θεοδωρίδη, κοσμήματα της Μαρίας Μάστορη που έγιναν ειδικά για τις επιδείξεις του Μπράτη και λευκώματα μόδας. Σε κάποια από τα ράφια του παρατηρώ και τις υπέροχες δερμάτινες ζώνες του σχεδιαστή Justin Capp.
«Θέλησα να ξαναφέρω τον χώρο στην αρχική του μορφή και να σεβαστώ τον άνθρωπο που τον σχεδίασε. Νομίζω ότι τα κατάφερα. Θεωρώ πως αυτός ο χώρος είναι ένα ιστορικό κομμάτι της Αθήνας που πρέπει να διατηρηθεί» λέει ο σχεδιαστής.
Στον πρώτο χώρο του ατελιέ του, με το που μπαίνεις, υπάρχει η σειρά «Bratis Blue», «η πιο δημοκρατική σειρά», όπως λέει ο ίδιος, μια και είναι η πιο οικονομική του σειρά, με τις τιμές να κυμαίνονται από 75 έως 435 ευρώ.
«Αυτή η κολεξιόν παράγεται από την Omega Fashion στη Θεσσαλονίκη και βρίσκεται ήδη σε πολλά καταστήματα αλλά και online. Η βασική σχεδιαστική γραμμή της σειράς βασίζεται στην ιδέα του άπειρου αλλά και στο τρίγωνο Penrose – στην ουσία πρόκειται για το ανέφικτο τρίγωνο, ένα τρίγωνο με τρεις ορθές γωνίες. Τα σχήματα που προκύπτουν από αυτό μοιάζουν να μην έχουν αρχή και τέλος» εξηγεί ο σχεδιαστής.
Παρατηρώ και αγγίζω επιτέλους τα ελαφριά σαν πούπουλο ρούχα του. «Σίγουρα, σ' εμένα δεν θα έρθεις για να πάρεις ρούχα που θα σε ζεστάνουν. Θέλω τα ρούχα μου να είναι πανάλαφρα. Αρκετά βάρη σηκώνουν οι γυναίκες σήμερα» λέει με παιχνιδιάρικο τόνο.
«Πάντα μου άρεσε να παίρνω τετράγωνα κομμάτια υφάσματος και να προσπαθώ να βρίσκω έναν fluid τρόπο να τα ενώσω» λέει δείχνοντάς μου τη δεύτερη, και πιο πολυτελή, συλλογή που έχει δημιουργήσει με μεταξωτά πολύχρωμα υφάσματα τα οποία έχουν τυπωθεί σε μετάξι στο Σουφλί από τον Γιώργο Τσιακίρη.
Είχε ξεκινήσει να σχεδιάζει τη συλλογή αυτή πριν από το καλοκαίρι, βασιζόμενος στο περίφημο «Homage to the Square» του Josef Albers, καλλιτέχνη και θεωρητικό του Bauhaus. «Είναι απίστευτο πώς ήρθε και ταίριαξε έτσι ο χώρος. Τον αισθάνθηκα ως συνέχεια της δουλειάς μου» λέει, θυμίζοντάς μου κάτι που μου είχε πει και στο παρελθόν, ότι δουλεύει τα ρούχα του περισσότερο ως γλύπτης και ως αρχιτέκτονας, παρά ως σχεδιαστής. «Δουλεύω πάντα και στις τρεις διαστάσεις. Γι' αυτό και δεν έχουν ποτέ ραφές στο πλάι. Θέλω να είναι καθαρά, χωρίς στολίδια».
Έτσι, η συλλογή Albers περιέχει πολλή γεωμετρία και μαθηματικά, ενώ ο ίδιος ακολουθεί την τεχνική του moulage, του σήματος κατατεθέν του, κατά την οποία σχεδιάζει το πατρόν πάνω στο σώμα, δημιουργώντας τρισδιάστατες πτυχώσεις. «Έτσι όπως βλέπεις τα ρούχα στις κρεμάστρες δεν θα καταλάβεις τίποτα. Πρέπει να τα δεις φορεμένα για να καταλάβεις τη μορφή τους. Το σώμα και η κίνηση είναι αυτά που δίνουν στα ρούχα μου το σχήμα τους» λέει.
Καθώς είμαστε καθισμένοι και πίνουμε καφέ που έχει φέρει από το Nora's Deli το οποίο έχει ανοίξει ακριβώς απέναντι, μυρίζω τα κεριά που έχουν την επωνυμία του και αρωματίζουν τον χώρο. «Είναι ένα κερί που έγινε κατά παραγγελία στον οίκο Commucci. Για να μου το φτιάξουν έδωσα το εξής brief: "Σκεφτείτε ένα κορίτσι που βρίσκεται σε κυκλαδίτικο νησί. Έχει μείνει όλη μέρα κάτω απ' τον ήλιο, γυρνάει στο δωμάτιό του, κάνει μπάνιο και ξαναβγαίνει, περνώντας από έναν κήπο με εσπεριδοειδή, πριν καταλήξει μπροστά από μια εκκλησία!". Ίσως κάποια στιγμή δημιουργήσω και το δικό μου άρωμα».
Angelos Bratis Atelier, Σουηδίας & Αναπήρων Πολέμου 7, Κολωνάκι, 210 7218838. Κατόπιν ραντεβού. angelosbratis.com
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 12.12.2019
σχόλια