«Είναι η καλύτερη ώρα, γιατί είναι τώρα, γιατί είναι τώρα». Είναι πολύ πιθανό να έχετε ακούσει έναν μποέμ καλλιτέχνη του δρόμου να τραγουδά τους συγκεκριμένους στίχους στον πεζόδρομο της Ερμού, μ' ένα καπέλο στο κεφάλι και γύρω του περαστικούς να σταματούν και να τον παρακολουθούν.
Το όνομα του είναι Δημήτρης Κωσταγιόλας και συνήθως δεν λέει τα τραγούδια με τον τρόπο που έχει προγραμματίσει νωρίτερα. «Μ' αρέσει να αλληλεπιδρώ με τον κόσμο. Να σπάω τη μονοτονία της πόλης. Ένα τραγούδι, ένα νεύμα ή ακόμη και ένα κλείσιμο του ματιού» μου λέει όταν το συναντώ στο πεδίο δράσης του, στο κέντρο της Αθήνας.
Ο ίδιος είναι τραγουδιστής του δρόμου για περισσότερα από 5 χρόνια, ωστόσο έχει επιλέξει τον τελευταίο χρόνο να κινείται αποκλειστικά στην Ερμού. Ζει μόνιμα στην Καισαριανή και σχεδόν κάθε μέρα παίρνει το λεωφορείο, κουβαλάει την κιθάρα και τους ενισχυτές του και κατεβαίνει για να τραγουδήσει.
Το να είσαι αόρατος είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, ο μεγαλύτερος εφιάλτης για κάθε καλλιτέχνη, όχι μόνο στο δρόμο αλλά και σ' ένα stage. «Και τώρα μπορεί να συμβεί. Όταν νιώθεις εσύ πως είσαι αόρατος, όταν ζητάς αλλά δε δίνεις κάτι, το καταλαβαίνουν οι άλλοι και σε βάζουν στη θέση σου. Κάθε μέρα προσπαθώ να μάθω τη γλώσσα του δρόμου»
Η μεγάλη του επιτυχία είναι αναμφίβολα η «Καλύτερη Ώρα». Για τον ίδιο είναι η «προσευχή» του. Είναι μερικά στιχάκια –παράλογα για τον ίδιο– που σου δίνουν τη δυνατότητα να γιορτάσεις το τώρα, το «απόλυτο παρόν».
Ο Δημήτρης Κωσταγιόλας γράφει το συγκεκριμένο τραγούδι περίπου την περίοδο που άφραγκος ξεκινά να βγαίνει στον δρόμο και να τραγουδάει μπροστά στους περαστικούς.
Με τη μουσική αρχίζει να ασχολείται στα 5 του. Προσπαθεί να μάθει πιάνο αλλά δεν τα πηγαίνει πολύ καλά. Πιάνει την κιθάρα, την κλασική. Πάλι, όμως, κάτι του λείπει και στρέφεται στην ηλεκτρονική.
Μόλις τελειώνει το σχολείο, φεύγει και σπουδάζει για 4 χρόνια στην Αγγλία ηλεκτρική κιθάρα και σύνθεση. Επιστρέφει, όμως πάλι πίσω. Κάπου εκεί ξεκινά το τραγούδι του δρόμου. «Δεν είχα καμία επαφή με τον δρόμο. Εγώ γόνος μιας μεσοαστικής οικογένειας ήμουν» θα μου πει.
Οι πρώτες ώρες εκεί είναι πολύ δύσκολες. Κανείς δε γυρίζει να τον κοιτάξει. «Έφαγα πόρτα. Ήμουν μεγάλη ψωνάρα και περίμενα πως θα κάνω χαμό. Ήταν ένα σοκ για μένα. Την πρώτη ώρα δεν πήρα ούτε μία ματιά. Ήμουν αόρατος» λέει.
Το να είσαι αόρατος είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, ο μεγαλύτερος εφιάλτης για κάθε καλλιτέχνη, όχι μόνο στον δρόμο αλλά και σ' ένα stage. «Και τώρα μπορεί να συμβεί. Όταν νιώθεις εσύ πως είσαι αόρατος, όταν ζητάς αλλά δεν δίνεις κάτι, το καταλαβαίνουν οι άλλοι και σε βάζουν στη θέση σου. Κάθε μέρα προσπαθώ να μάθω τη γλώσσα του δρόμου».
Όλα αυτά τα χρόνια έχει γνωρίσει πάρα πολύ κόσμο. Από τα παιδιά που ξεφορτώνουν τα εμπορεύματα των μεγάλων αλυσίδων ρούχων τα μεσάνυχτα, μέχρι τον νεαρό που εργάζεται πουλώντας καλαμπόκια στην Ερμού.
Μαζί του έχουν γιορτάσει παρέες γενέθλια στο δρόμο, εκεί έχουν γνωριστεί ακόμη και ζευγάρια. «Υπάρχει ανάγκη για επικοινωνία εκεί έξω. Έχει σταματήσει πια αυτή η διασκέδαση του ''παίρνω ένα μπουκάλι ουίσκι και κάθομαι σ' ένα τραπέζι ενός τεράστιου μαγαζιού". Ο κόσμος μπορεί να μην έχει χρήματα αλλά κινείται, ειδικά οι νέοι».
Ο ίδιος ζει αποκλειστικά από τα χρήματα που του αφήνουν οι περαστικοί στη θήκη της κιθάρας του, μπροστά από το μικρόφωνο. Σκέφτεται άραγε, όσο τραγουδά, τα χρήματα που έχει στη θήκη; «Ναι, μου περνάει από το μυαλό. Έχουν υπάρξει μέρες που μ' έχω πιάσει να υπερνικιέμαι από τον "άλλο" μου εαυτό. Όταν ακούω να πέφτουν χρήματα στη θήκη, αρχίζω να κάνω πλάκα και να λέω ''όχι, όχι δεν χρειάζεται''. Αυτή η πλάκα δείχνει το ακριβώς αντίθετο όμως. Πρέπει να συμφιλιωθείς πως το παιχνίδι παίζεται και έτσι. Οπότε προσπαθώ να το ξορκίσω μ' αυτή την πλάκα» παραδέχεται ο Δημήτρης.
Το βράδυ της περασμένης Κυριακής, μια μουσικός του δρόμου συλλαμβάνεται στη πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη για «επαιτεία». Το συμβάν προκαλεί μέχρι και την αντίδραση του Σωματείου Μουσικών Βορείου Ελλάδας. «Ξέρεις, οι καλλιτέχνες του δρόμου δεν βγαίνουν για να κλέψουν αλλά γιατί βιοπορίζονται απ' αυτό. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει συνεννόηση, ούτε μέριμνα. Δεν έχει θεσμοθετηθεί ακόμη η τέχνη του δρόμου στη χώρα, σ' αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη».
Ο Δημήτρης θυμάται πως πριν από 3 χρόνια στην Ερμού είχε συμβεί κάτι παρόμοιο. Εν μία νυκτί η αστυνομία «ξηλώνει» όλους τους καλλιτέχνες του δρόμου. Λίγο αργότερα όμως τους επιτρέπει να εκφραστούν ελεύθερα και πάλι.
«Για την ώρα υπάρχει μόνο μια ανοχή. Πρέπει να οργανωθούμε εμείς οι καλλιτέχνες. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί ακόμη και σχέδιο στην πόλη, για τα σημεία όπου θα μπορεί κανείς να μας βρει» λέει.
Στον δρόμο, εκτός των άλλων, έχει περάσει και μερικές πολύ δύσκολες μέρες. Μία από αυτή, όταν τον απείλησαν πως θα τον τραμπουκίσουν, όσο εκείνος τραγουδούσε για την ενσωμάτωση των μεταναστών στην Ελλάδα.
Αυτές τις σκηνές τις ξεχνά πολύ γρήγορα, όμως, όταν θυμάται την περίπτωση ενός Σύριου προσφυγόπουλου που τον βλέπει από μακριά, έρχεται κοντά του και τραγουδούν μαζί. Δέκα μέρες μετά οι δικοί του τον βρίσκουν πάλι, μόνοι τους αυτή τη φορά. Το παιδί έχει μετεγκατασταθεί στη Γερμανία και τραγουδούν μαζί σε ανοιχτή ακρόαση, αυτός από την Ερμού κι εκείνο 2.200 χιλιόμετρα μακριά.
Το τελευταίο διάστημα προσπαθεί να δοκιμάσει και τις δυνάμεις του live σε κλειστό χώρο. Σήμερα, μάλιστα, πρόκειται να τραγουδήσει με την Ειρήνη Τριανταφυλλίδη στο Poems n' crimes (Αγίας Ειρήνης 17) με την παράσταση «Day and Night». Τον δρόμο, όμως, δεν πρόκειται να τον αφήσει. Βρισκόμαστε στην Ερμού και είναι έτοιμος πάλι να στήσει και να παίξει.
— Τελικά Δημήτρη ποια είναι η καλύτερη ώρα;
Τώρα, τώρα, τώρα.
σχόλια