O Φινλανδός συγγραφέας Kalle Oskari Mattila με ένα αυτοβιογραφικό κομμάτι του στους New York Times εξηγεί πώς μια online περσόνα τον βοήθησε να αποδεχθεί τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και ως ενήλικος πια να βρεθεί στον κόσμο των αληθινών σχέσεων, με πραγματικούς ανθρώπους.
Περίπου μία δεκαετία πίσω, όταν μεγάλωνα στη Φινλανδία, το πρότυπο της ελκυστικής γυναίκας ήταν η Πάμελα Άντερσον, από το "Baywatch". Ήταν η αγαπημένη του πατέρα μου. Επίσης, όταν οι συμμαθητές μου στο σχολείο με ρωτούσαν ποια γκουγκλάριζα, όταν έλειπαν οι δικοί μου από το σπίτι, απαντούσα κι εγώ "την Πάμελα". Ήταν το όνομα που γινόταν αποδεκτό αμέσως, με τις γνωστές γκριμάτσες αποδοχής. Δεν μ' ενδιέφεραν και τόσο οι γυμνές φωτογραφήσεις της, τη συμπαθούσα κυρίως λόγω της φινλανδικής της καταγωγής.
Ο μηδενικός ερωτισμός μου απέναντι στην Πάμελα, ήταν ένα από εκείνα τα πράγματα που με καθιστούσαν απόβλητο. Το άλλο ήταν ότι προτιμούσα τους υπολογιστές από τους ανθρώπους. Και κάπως έτσι, ως παιδί που του άρεσε να παίζει video games, πολύ σύντομα ανακάλυψα ότι μπορούσα να παίζω online με ξένους σε ένα φινλανδικό σάιτ παιχνιδιών. Για να μπεις σε αυτό, πληκτρολογούσες το όνομα σου σε μια φόρμα, περίμενες μια υποδοχή να ανοίξει και στη συνέχεια βρισκόσουν στο κεντρικό chat room, στο οποίο μπορούσες να προσκαλέσεις άλλους παίκτες για έναν γύρο blackjack ή μπιλιάρδου. Μόνο που σχεδόν κανείς εκεί μέσα δεν φαινόταν να ήθελε να παίξει στ' αλήθεια. Η οθόνη δεν ήταν παρά ένα συνεχές κορδόνι βρώμικων μηνυμάτων.
Εκεί συνειδητοποίησα ότι κανείς δεν είχε όρεξη να πιάσει κουβέντα με ένα έφηβο αφορά, αλλά κανείς δεν έλεγε όχι σε λίγη κουβεντούλα με μια ελκυστική γυναίκα. Και εδώ ξαναμπαίνει στη συζήτηση μας η Πάμελα: για να κινήσω το ενδιαφέρον των συμπαικτών μου, έπρεπε να γίνω γυναίκα. Χρησιμοποιώντας την ηλικία της Πάμελα και κάποια από τα δυνατά της χαρακτηριστικά, έφτιαξαν την περσόνα "CharlottaDD35" και ξαναμπήκα στο φόρουμ και τότε τα μηνύματα άρχισαν να πέφτουν βροχή.
Στην αρχή δέχθηκα μια πρόταση για να παίξουμε μπιλιάρδο από έναν "Jarkko25". Εμφανίστηκε ένα παράθυρο, στο οποίο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ιδιωτικά και το πρώτο μήνυμα εμφανίστηκε στην οθόνη μου. "Νιώθεις έτοιμη για παιχνίδι;", με ρώτησε.
"Γιατί ρωτάς", απάντησα.
"Είναι σφιχτά;", ρώτησε.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήμουν σίγουρος ότι καταλάβαινα τι με ρωτάει, ήξερα, όμως, ότι ήταν πρόστυχη ερώτηση. Καθυστέρησα λίγο να απαντήσω, για να γράψω τελικά: "Ναι".
"Ωραία", απάντησε. "Ηλικία;"
"35", έγραψα, "Αλλά μου αρέσουν οι μικρότεροι".
"Αυτό είναι καυτό. Πώς είσαι από εξωτερική εμφάνιση;".
Στα γρήγορα γκουγκλάρισα "Πάμελα Άντερσον" και άρχισα να περιγράω ό,τι έβλεπα στα αποτελέσματα αναζήτησης. ¨1,79, ξανθιά, μου αρέσει να φοράω ψηλοτάκουνα και στενά φορέματα".
"Μμμμ. Έχεις μεγάλο στήθος;"
"Ναι"
"D-cups;"
"Ναι". Ήμουν αποφασισμένος να του δώσω αυτό που ήθελε.
"Τι άντρες σου αρέσουν", με ρώτησε.
Άρχισα να σκέφτομαι τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ. "Κάποιον σαν τον Πιρς Μπρόσναν. Κάποιον που ξέρει να παίρνει τον έλεγχο. Κάποιον κομψό".
"Σίγουρα μπορώ να το κάνω αυτό", είπε.
"Six-pack, έχεις;", ρώτησα. Τώρα ήταν η σειρά μου να είμαι απαιτητικός. Αλλιώς, δεν θα φαινόταν ρεαλιστικό το όλο σκηνικό. Πέρα από το ότι είχα ακούσει ότι οι κοιλιακοί ήταν κάτι που άρεσε στις γυναίκες.
"Όχι ακριβώς. Μου απάντησε. Έχω, όμως, μια εξάδα μπύρες στο ψυγείο". Γέλασα. Σκέφτηκα ότι ίσως αυτός ο τύπος είχε πλάκα. Αυτό που ακολούθησε ήταν η πρώτη εμπειρία μου με αυτό που λέγεται cybersex, με εκείνον να μου γράφει διάφορα και εμένα να πληκτρολογώ "μμμ", κάτι που φαινόταν να τον βοηθάει.
Εύχομαι να υπήρχε ένας τρόπος να του πω ότι η online παρέα του σήμαινε πολλά για 'μένα: ότι με βοήθησε να είμαι ο εαυτός μου, σε έναν κόσμο αυστηρά χωρισμένο σε φύλα, αυστηρά χωρισμένο σε Πάμελα Άντερσον και Τζέιμς Μποντ. Ότι με βοήθησε να πιστέψω ότι ήμουν αστείος, ενδιαφέρων, κάποιος που άξιζε να συζητάς μαζί του.
Η "μασκαράτα" μου τράβηξε για μήνες. Έγινε εξπέρ στο να δίνω στους άντρες αυτό που ήθελαν. Λόγω του τεράστιου αριθμού των ανδρών που πλέον εκδήλωναν το ενδιαφέρον του για 'μένα, είχα γίνει και επιλεκτικός. Ήθελα αποκλειστικά όμορφους και σέξι νεαρούς άντρες. Και από τη στιγμή που ήμουν γυναίκα τέτοιων προδιαγραφών, δεν νομίζω ότι ζητούσα και πολλά.
Άρχισα να κόβω και να ράβω την ιστορία μου, κατά περίπτωση. Ήμουν παντρεμένη με δύο παιδιά. Είχα πλούσιο σύζυγο που δεν μπορούσε να με ικανοποιήσει σεξουαλικά. Μέναμε σε ένα τεράστιο γυάλινο σπίτι με ιδιωτική παραλία σε ένα από τα πιο πολυτελή θέρετρα του Ελσίνκι. Κι από τη στιγμή που έπληττα θανάσιμα ως μοναχική σύζυγος, πάντα χρειαζόμουν κάποιον να "αναλάβει τον έλεγχο". Έβρισκα ερασιτεχνικές φωτογραφίες γυμνών γυναικών που υπήρχαν online και τις έστελνα σε αυτούς τους τύπους, βρίσκοντας πάντα τις πιο απίθανες δικαιολογίες: "Από τη φωτογραφία λείπει το πρόσωπο γιατί δεν θέλω να ανακαλύψει κάποια από αυτές online o άντρας μου". Ή "Ποτέ δεν δίνω το τηλέφωνο μου σε ξένους, τουλάχιστον, όχι μέχρι να τους γνωρίσω αρκετά καλά".
Επίσης, είχα και μια καλή δικαιολογία για την περίπτωση που έμπαιναν οι γονείς μου στο σπίτι. "Μόλις γύρισε ο άντρας μου, πρέπει να σ' αφήσω" ή "ανυπομονώ να τα ξαναπούμε σύντομα".
Αυτή η online αποπλάνηση μού άρεσε περισσότερο απ' όσο μπορούσα να φανταστώ. Έπεισα τον εαυτό μου ότι γι' αυτό έφταιγε το στοιχείο του κινδύνου να με πιάσουν, το ότι ξεγελούσα άντρες, το ότι παραβίαζα τους κανόνες. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, είχα εθιστεί. Κάθε μέρα, μετά το σχολείο, συνέχιζα το παιχνίδι της αναζήτησης του τέλειου άντρα. Και τότε έπεσα πάνω στον Jussi. Περιέγραφε τον εαυτό του ως 23χρονο με σούπερ κοιλιακούς, φανατικό των γυμναστηρίων και των σπορ. Έπαιζε ice hockey και μπάσκετ και όλα εκείνα στα οποία θα ήθελα κι εγώ να ήμουν καλός. Αλλά ήταν και κάπως συναισθηματικός. Μου έστελνε μηνύματα του τύπου "μοιάζεις εκπληκτική γυναίκα" και "μπορώ να νιώσω τόση ζεστασιά μέσα από μηνύματα σαν τα δικά σου".
Κι αυτός με ρωτούσε τα συνηθισμένα: "Τι φοράς;", "Πού σου αρέσει να το κάνεις;", "Πώς σου αρέσει να κάνεις σεξ;". Και εγώ ομοίως απαντούσα τα συνηθισμένα μου: δεν φορούσα τίποτα ("μόλις βγήκα από το μπάνιο και μου αρέσει να στεγνώνει φυσικά το κορμί μου). Μου άρεσε να το κάνω σε κάθε επιφάνεια του σπιτιού, αλλά κυρίως σε δημόσιους χώρους. Όλες αυτές οι συνεδρίες γιόγκα που είχα παρακολουθήσει μου είχαν χαρίσει τρομακτική ευελιξία και μου άρεσαν οι εκκεντρικές και επικίνδυνες στάσεις στο σεξ.
Αλλά μετά άρχισε να μιλάει για το τι πραγματικά ήλπιζε να βρει στο site: μία σχέση πραγματική και με νόημα. Συμφώνησα, τότε κι εγώ μαζί του ότι είχα βαρεθεί να ξενοκοιμάμαι. Κάποτε είχα μπλοκάρει κάποιον που επέμενε να βρεθούμε από κοντά, αλλά ο Jussi ήταν υπομονετικός και γλυκός. Μπαίναμε μαζί στο site, την ίδια ώρα, κάθε μέρα. Κάλυπτα το γεγονός ότι ήμουν μαθητής, λέγοντας ότι θα χρειαστεί να πάρω τα παιδιά από το σχολείο γύρω στις 3. Εκείνος δούλευε σεκιουριτάς το βράδυ, οπότε ήταν όλη μέρα online, όποια στιγμή τον χρειαζόμουν, ήταν εκεί.
Και μετά από μερικές εβδομάδες, με ρώτησε: "Μπορούμε να συναντηθούμε τώρα πια; Σε παρακαλώ, Charlotta". Μου είπε ακόμη ότι είχε κουραστεί από το συνεχόμενο chat κι ότι αν δεν δεχόμουν, θα πίστευε ότι δεν ήμουν πραγματικό πρόσωπο. Αυτό που είχαμε, για 'μένα τουλάχιστον ήταν αληθινό και δεν ήθελα να τον απογοητεύσω. Έτσι δέχθηκα να βρεθούμε. Δώσαμε ραντεβού μία εβδομάδα αργότερα. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε σε έναν γωνιακό δρόμο στο κέντρο του Ελσίνκι, μερικά τετράγωνα μακριά από το σπίτι μου. Πίστευα ότι θα αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον, μόνο και μόνο επειδή μιλούσαμε τόσο καιρό και είχαμε αναπτύξει μια αρκετά δυνατή επαφή.
Ωστόσο, όσο οι μέρες περνούσαν, με κατέβαλε το πόσο ανέφικτο ήταν τελικά όλο αυτό. Ακόμη κι αν πήγαινα να τον συναντήσω, ακόμη κι αν είχα όλες τις σωστές εξηγήσεις, δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω αυτό που φαντάστηκε. Και υπήρχε και κάτι άλλο, επίσης στενόχωρο: είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι ήμουν γκέι και γι' αυτό, τελικά, διέφερα από τους άλλους.
Το απόγευμα εκείνης της μέρας, ακριβώς στις 7, οπότε και είχαμε κανονίσει το ραντεβού μας, η μητέρα μου σερβίριζε στο τραπέζι λουκάνικα με τηγανητές πατάτες για δείπνο. Καθόμουν σιωπηλος, απαντώντας στις ερωτήσεις της με "ναι" ή με "όχι", κοιτάζοντας το ρολόι μου και ενώ σκεφτόμουν ότι ο Jussi την ίδια εκείνη στιγμή, με περίμενε, μόνος μέσα στην παγερή νύχτα. Αναρωτιόμουν για πόση ώρα θα με περίμενε; Για 20 λεπτά; Μία ολόκληρη ώρα, ίσως; Μήπως θα πήγαινε να με περιμένει σε κάποιο καφέ, αναζητώντας μέσα από το τζάμι τα πρόσωπα των περαστικών, μόνο και μόνο για να εντοπίσει το δικό μου, δηλαδή της Charlotta;
Τον φαντάστηκα να κάθεται στο λεωφορείο, επιστρέφοντας πια στο σπίτι του, κι ότι ίσως ήλπιζε ότι κάποιο μπέρδεμα έγινε. Τον φαντάστηκα να συνδέεται στο site και να μ' αναζητά στη λίστα των ενεργών χρηστών. Θα τον μπλοκάριζα για να σιγουρευτώ ότι δεν θα μπορούσα να διαβάσω όλα εκείνα τα ανυπόφορα μηνύματα. Ένα δίωρο μετά το δείπνο, η μητέρα μου χτύπησε την πόρτα, για να μου πει ότι έπρεπε να κοιμηθώ. Ξαπλωμένος στο σκοτάδι, μπορούσα να νιώσω τη μοναξιά που κι ο Jussi, ίσως ένιωσε νωρίτερα.
Εύχομαι να υπήρχε ένας τρόπος να του πω ότι η online παρέα του σήμαινε πολλά για 'μένα: ότι με βοήθησε να είμαι ο εαυτός μου, σε έναν κόσμο αυστηρά χωρισμένο σε φύλα, αυστηρά χωρισμένο σε Πάμελα Άντερσον και Τζέιμς Μποντ. Ότι με βοήθησε να πιστέψω ότι ήμουν αστείος, ενδιαφέρων, κάποιος που άξιζε να συζητάς μαζί του. Ότι, ακόμη και με αυτού του είδους την επαφή μαζί του, μπόρεσα να κάνω βήματα σε ό,τι αφορά την σεξουαλικότητα μου.
Με το να προσποιούμαι ότι ήμουν κάποιος άλλος, αποκάλυψα τον πραγματικό μου εαυτό, αυτόν που τόσο πολύ φοβόμουν να αποκαλύψω σε οποιονδήποτε άλλον. Και τελικά, ήμουν έτοιμος να αποδεχθώ αυτόν τον εαυτό, μια αποδοχή που θα μου επέτρεπε χρόνια μετά, ως ενήλικος πια στη Νέα Υόρκη, να βρω την αληθινή αγάπη, ως πραγματικός άνθρωπος και όχι ως περσόνα".
σχόλια