• Λένε ότι τέσσερις από τις Καρυάτιδες είναι ψεύτικες.
• Κάθομαι και τις κοιτώ επίμονα, μα δεν μπορώ να το αντιληφθώ.
• Κάθονται εκεί, πάνω στις απουσίες τους, και για τόσους αιώνες παίζουν μέρα νύχτα το ρόλο τους.
• Ούτε για μια τόση δα στιγμή δεν έχουν εγκαταλείψει τη σκηνή.
• Περήφανες για το καθήκον τους, μάχονται με τις αληθινές και πετυχαίνουν την αμφισβήτηση.
• Ποιες τελικά να είναι οι αληθινές;
• Στο σώμα μου βλέπω ρίζες, ρόζους, ραγάδες και ρυτίδες.
• Δεν μπορώ να γνωρίζω την προέλευσή τους, αλλά το αποτέλεσμα είναι υπαρκτό.
• Αναρωτιέμαι αν είναι σημάδια ζωής, ή απαλά χάδια του Θεού - για να μου δείξει ότι με σκέφτεται και με προσέχει.
• Τα χελιδόνια κελαηδούν, και ηρεμεί η ψυχή μου στο άκουσμά τους.
• Βουτάω στα νερά της Σουνιάδας και αναβλύζουν εικόνες από τα γραπτά διαφόρων νομπελιστών.
• Είμαι, έχω, ακούω, νιώθω σχεδόν τα πάντα.
• Εν γνώσει μου, είμαι κουφή, τυφλή, ανόητη και απούσα.
• Δεν μπορώ να αντέξω το βάρος των αληθινών κινήσεων του εαυτού μου, και προσπαθώ να τον ξεγελάσω κάνοντας την κουρασμένη.
• Τα γράμματα στο αλφάβητο είναι 24, και περιμένουν με αγωνία πώς θα τα επιλέξω, για να αισθανθούν τους κραδασμούς των λέξεων.
• Δεν μιλάω.
• Δεν τα επιλέγω. Μοναχά τους έρχονται και κάθονται το ένα δίπλα στο άλλο, ψάχνοντας να μου δώσουν ικανοποίηση.
• Μπορεί από την προηγούμενη ζωή να είχα ατέλειωτες συνέχειες και τώρα να οφείλω να κλείσω κάποια κεφάλαια για το καλό του τόπου.
• Πολλές φορές μασάω βιταμίνες για να αντέξω τη νύχτα.
• Καθώς μεγαλώνω, και πέφτει ο ήλιος, χάνω τις αντοχές μου.
• Ήταν αλλιώς στο νησί.
• Στην Κρήτη άνοιγα τα μάτια μου το βράδυ.
• Έπαιρνα φως από τη θάλασσα, και ενέργεια από την κοιλιά μου.
• Οι ανάσες βαθιές, και η αδρεναλίνη σε μορφή γύρης έρρεε παντού.
• Ο ήλιος της νύχτας ανέβαινε και κατέγραφε ιστορίες αγάπης, και μιλώντας με μαυροφορεμένες γριές μαθαίναμε τις βεντέτες εποχής, ελπίζοντας να χυθεί αίμα και για τα δικά μας μάτια.
• Έτσι ήταν.
• Η ελπίδα πέθαινε μόλις έπηζε λίγο το μυαλό, και η απογοήτευση ερχόταν να καταλάβει και να καταβάλει το χώρο του κενού μυαλού.
• Ήταν η εποχή που αρχίζαμε να πίνουμε ρακές και να τρώμε λουκάνικα και πατάτες οφτές στα ρακάδικα.
• Μεθούσαμε και καπνίζαμε για να βάλουμε χρόνια στο μέτωπό μας.
• Μιλούσαμε για μέρη εξωτικά και σχεδιάζαμε το μήνα του μέλιτος.
• Κοιτούσαμε δείγματα και παραδείγματα και απομονώναμε ιδέες και μνήμες.
• Έφερνε ο κ. Μπάμπης τα πιταράκια με το μέλι και σκούζαμε από το φαγητό.
• Επιστρέφοντας στο σπίτι κλειδωνόμουν στο δωμάτιό μου και ξεφύλλιζα τις επιθυμητές σκέψεις σαν παραμύθι.
• Είχα ένα παράθυρο όπου άρχιζαν και τέλειωναν ιστορίες.
• Έξω από το παράθυρό μου ήταν ένα σπίτι. Ένα μεγάλο σπίτι με αυλή και κότες.
• Η κυρία που το είχε, είχε δυο παιδιά. Μια κόρη και ένα γιο.
• Τους θυμάμαι αμυδρά.
• Θυμάμαι τη μητέρα τους να ταΐζει τις κότες και να βγάζει έξω από την κουζίνα τα άδεια ταψιά φαγητού.
• Σιγά σιγά άρχισε να καταρρέει, και το κατεδάφισαν, αφήνοντας στo φάντασμά του ένα τέρας, μια πολυώροφη πολυκατοικία.
• Δεν γνωρίζω τι από όλα μού λείπει.
• Πάντως τούτη τη στιγμή μού λείπουν όλα.
(to be continued...)
σχόλια