Παρασκευή 16:00 μμ, πρώτο τηλεφώνημα.
Ποιος είναι; Όχι δεν με ξυπνήσατε. Απ’ το symbol; Ναι το ξέρω. Δεν μου άρεσε το εξώφυλλο που κάνατε στον Μάριο. Ο Φραγκούλης είναι μία από τις καλύτερες φωνές στον κόσμο και όχι ένα μοντέλο. Μα θέλετε αλήθεια να μου πάρετε συνέντευξη; Απορώ τι ενδιαφέρον βρίσκετε σε μια γριά γυναίκα (γέλια); Καλά έλα αύριο στο σπίτι μου γύρω στην μία. Φωτογραφίες; Α όχι παιδί μου δεν γίνεται, τα μαλλιά μου είναι χάλια. Την Τετάρτη πάω στις Κάνες και θα πάω να τα φτιάξω εκεί, με είκοσι ευρώ μου τα κάνουν όλα και βάψιμο και χτένισμα, εδώ είναι τόσο ακριβά, δεν συμφέρει. Καλά καλά, έλα και το συζητάμε. Πάρε και το κινητό μου: έξι, εννιά, τριάντα εφτά, καρέ του άσσου και ενενήντα έξι που γεννήθηκε και η εγγόνα μου η Λαβίνια. Μου αρέσουν οι συμβολισμοί; Όχι καλέ! Απλά όταν είσαι στην ηλικία μου ψάχνεις να βρεις τρόπους για να θυμάσαι. Από που βγαίνει το Λαβίνια; Μα από το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» ένα από τα αγαπημένα μου έργα.
Σάββατο 13:00 μμ, διαμέρισμα στο Παγκράτι.
Στο Χολ τέσσερις κούτες με τάπερ που ξεχειλίζουν. Στο σαλόνι φωτογραφίες του Νουρέγιεφ και του Μάριου Φραγκούλη.
Θα πιεις κάτι; Τίποτα; Όπως νομίζεις. Είναι λίγο ακατάστατα, κάτσε όπου θες. Να σήκωσε την γάτα και κάτσε εκεί. Γιατί έχω τόσα τάπερ; Ναι....ξέρεις όταν αγόρασα καινούριο ψυγείο μου είπαν πως πρέπει να βάζω τα φαγητά μέσα σε τάπερ. Ήρθε αυτή η Κυρία Ελένη και ήταν τόσο συμπαθητική. Έλεγε «αυτό είναι πολύ ωραίο, είναι Βερσάνζε», αντί για Βερσάτσε και «έφαγα μια φοβερή μπριζζζόλα», ήταν τόσο χαριτωμένη η καημενούλα που τα αγόρασα όλα. Μα καλά για τα τάπερ μού κουβαλήθηκες; Πως ξεκίνησα να γράφω; Λοιπόν ο παππούς μου ήταν ο Φώτης Μιχαηλίδης που είχε τα μακαρόνια Μίσκο. Από πέντε χρονών με πήγαινε στο Θέατρο. Καθόμασταν μπροστά εμείς και πίσω, στην δέκατη τέταρτη πάντα σειρά, η καμαριέρα. Θυμάμαι όταν είδα τον Οιδίποδα του Βεάκη. Θα μουν εφτά-οχτώ χρονών. «Το έργο είναι λυπητικό, δεν μου αρέσει», είπα και αυτός μου απάντησε, «σκάσε και βλέπε». Τι εποχές! Θυμάμαι την Φρειδερίκη να κάθεται δίπλα μου λουσμένη στα ρουμπίνια.
Έχω πολλούς φίλους, δεν είμαι από αυτές που έχουν λίγους και στενούς, εγώ έχω μια στρατιά, μόνο που οι πιο πολλοί είναι δυστυχώς νεκροί.
Ποια είναι η πιο σημαντική μου στιγμή στο Θέατρο; Μα νομίζω «Οι Τρωάδες» του Τσαρούχη. Είχα φτάσει αργοπορημένη στην πρεμιέρα και μόλις έκατσα πίσω πίσω σε εκείνα τα ερείπια που γίνονταν η παράσταση και είδα τα αγόρια ντυμένα φαντάρους και την Σαπφώ Νοταρά, έβαλα τα κλάματα και δεν μπορούσα να σταματήσω. Τον αγάπησα πολύ τον Τσαρούχη, ήταν ο πνευματικός μου πατέρας.
Τι θα πάω να κάνω στις Κάνες; Μα καλά πώς πετάγεσαι από το ένα θέμα στο άλλο; Με ζαλίζεις! Κάθε χρόνο πάω εδώ και πενήντα χρόνια, είμαι πλέον σαν institution εκεί. Μόνο που οι περισσότεροι που ήξερα έχουν πια πεθάνει. Εκεί γνώρισα και τον άνδρα μου. Ποιους άλλους; Καλέ όλους! Τον Ομάρ Σαρίφ, με τον οποίο είχαμε ένα πολύ χαριτωμένο φλερτ, τον Ρενέ Κλαιρ, τον Μάρλον Μπράντο και άλλους πολλούς. Ο Ομάρ Σαρίφ ήταν υπέροχος, πραγματικός τζέντλεμαν. Μας μάζευε όλους και μας πήγαινε να φάμε στο Αμπασαντέρ. Όχι δεν ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Ο πρώτος ήταν ο Γιάννης Ξενάκης. Δεν έχεις φανταστεί την καλλονή του! Είχε θείο σώμα. Γυμναζόταν συνέχεια. Αν ήμουν ερωτευμένη με τον Νουρέγιεφ; Ναι καλέ, το ξέρουν και οι πέτρες αυτό. Όχι δεν μιλάω πια για τον Ρούντολφ, να πάρεις το βιβλίο μου να το διαβάσεις, θα το ευχαριστηθείς πολύ. Ο Γιάννης Δαλιανίδης μου έλεγε πως διάβαζε κάθε μέρα τρεις σελίδες για να μην το τελειώσει γρήγορα. Είναι πραγματικά απολαυστικό. Περίμενε να σου φέρω ένα.
Σηκώνεται και βγαίνει από το σαλόνι. Σε μια γωνιά δίπλα στην τηλεόραση στοιβαγμένες δεκάδες βιντεοκασέτες, Ροσελίνι, Αντονιόνι, Ταρκόφσκι, Γκοντάρ αλλά και Κανελλόπουλoς και Αβδελιώτης. Γυρνάει μετά από πέντε λεπτά κρατώντας ένα αντίτυπο του βιβλίου που έγραψε για τον Νουρέγιεφ.
Άργησα γιατί κοιτούσα και ένα ψωμί που έβαλα να ψήσω για να το πάρεις μαζί σου, καλά ούτε ένα καφέ δεν θες; Τι λέγαμε; Α, δεν με άφησες να τελειώσω πως ξεκίνησα το γράψιμο. Ο πατέρας μου αρρώστησε όταν ήμουν εφτά και πέθανε όταν ήμουν δεκατέσσερα. Από τα εφτά ως τα δεκατέσσερα του έκανα την νοσοκόμα. Δεν πήγα σχολείο, έκανα κατ’ οίκον μαθήματα. Αλλά είχαμε μια τεράστια βιβλιοθήκη και όλη την ώρα διάβαζα. Βολταίρο, Χάξλευ και άλλα πολλά, φυσικά στο πρωτότυπο. Εκεί γεννήθηκε και η αγάπη μου τόσο για το γράψιμο όσο και για την μετάφραση βιβλίων, κυρίως επιστημονικής φαντασίας.
Ε ναι, στο γυμνάσιο πήγα σχολείο αλλά το βαριόμουν φρικτά. Συνήθως έλυνα σταυρόλεξα την ώρα του μαθήματος.
Άσε μου να σου τελειώσω με τον Τσαρούχη. Στην Κατοχή κάναμε πολύ παρέα. Του πήγαινα και λίγο λάδι και κανένα μακαρόνι. Αυτός με απέτρεψε από το να γίνω ζωγράφος. Ναι εγώ ήθελα να γίνω ζωγράφος αλλά ο Γιάννης μου είπε πως δεν έχω κανένα σπουδαίο ταλέντο. Τον άκουσα και έτσι γλίτωσα από την δυστυχία του να κάνω κάτι στο οποίο θα ήμουν μέτρια. Για αυτό σιχαίνομαι όλες αυτές τις καινούριες εκπομπές που προσπαθούν να κάνουν τα παιδιά τραγουδιστές σε ένα μήνα. Τους γεμίζουν αέρα τα μυαλά και όταν μετά αποτυγχάνουν είναι κατεστραμμένοι άνθρωποι. Εμείς στο «Να η ευκαιρία», τους βοηθούσαμε, δεν τους εξευτελίζαμε. Στην αρχή βαριόμουνα αλλά μόλις ήρθε στην επιτροπή και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος πέρασα καλά γιατί μαλώναμε και είχε πλάκα. Μου έλεγε, «καλά δεν σε συγκινεί αυτό το τραγούδι που μιλάει για ένα γέρο που πεθαίνει φτωχός πάνω σε ένα παγκάκι», και εγώ του απαντούσα ότι κλαίω μόνο όταν στερεύει ένα ποτάμι.
Γιατί χώρισα; Πάλι αλλάζεις θέμα, θέλω να δω τι θα γράψεις. Χώρισα γιατί πιστεύω πως ο γάμος είναι μια δυστυχία. Θέλω να κοιμάμαι και να 'ρθουν οι φίλοι μου τα μεσάνυκτα να μου κτυπήσουν την πόρτα και να με ξυπνήσουν χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανένα. Και έχω πολλούς φίλους, δεν είμαι από αυτές που έχουν λίγους και στενούς, εγώ έχω μια στρατιά, μόνο που οι πιο πολλοί είναι δυστυχώς νεκροί.
Πάντως είμαστε πολύ τσαούσες οι γυναίκες, διαόλου κάλτσα! Το ξέρεις αυτό το δημοτικό τραγούδι με την αδελφή του Αδριανού; Όχι; Καθόταν λέει ο Βασιλιάς με τον Αδριανό στου πλάτανου την ρίζα και λέγανε πόσο εύκολες είναι οι γυναίκες.«Έχω και εγώ μιαν αδελφή, μα αλήθεια δεν πλανιέται», λέει ο Αδριανός. Πικάρεται ο Βασιλιάς και του προτείνει να βάλουν στοίχημα. Αν η αδελφή ενέδιδε θα του έπαιρνε το κεφάλι, αν όχι θα έχανε το βασίλειο του. Τέλος πάντων για να μην στα πολυλογώ πήγε ο Βασιλιάς στο σπίτι του Αδριανού και ζήτησε να δει την αδελφή του. Αυτή υποψιαζόμενη τι την ήθελε, ντύνει την Δούλα της, της βάζει μαργαριτάρια στην πλεξούδα και δακτυλίδι στο χέρι και την στέλνει. Ο Βασιλιάς δεν καταλαβαίνει ποια είναι, κοιμάται μαζί της και εκεί γύρω στα μεσάνυκτα και στις γλυκές αυγούλες της κόβει την πλεξούδα και της παίρνει το δακτυλίδι. Το πρωί κατεβαίνει στην πλατεία θριαμβολογώντας και έτοιμος να σκοτώσει τον Αδριανό. Πάνε στην αδελφή του και της λένε να τρέξει γιατί ο Αδριανός «χαλιέται» δηλαδή θα τον σκοτώσουν. Αυτή ντύνεται, στολίζεται, χίλιοι, λέει, κρατάνε την μπέρτα της και πάει στην πλατεία. «Καληνημέρα άρχοντες και όλο το αρχοντολόι», και γυρίζει απότομα στον Βασιλιά, «τον άνδρα με τα κόκκινα ποτέ μου δεν τον είδα». Ο Βασιλιάς αρχίζει να την βρίζει, «δεν θυμάσαι μωρή που κοιμηθήκαμε στο ίδιο προσκεφάλι και πάνω στα μεσάνυκτα σου έκοψα την κοτσίδα;», «εμένα;», λέει αυτή, «κοιτάτε κύριοι, μου λείπει η κοτσίδα μου ή μπας το δακτυλίδι; Ή λείπει απ’τα μάγουλα η ροδοκοκκινάδα; Εσένα όμως Βασιλιά σου λείπει η αρχοντιά σου, με την δουλεύτρα μου έπεσες και δούλος μου λογάσαι και πάρε το μουλάρι σου να πας να φέρεις ξύλα!».
Τέτοια γράφανε κάποτε οι Έλληνες. Πρέπει να φύγεις; Αντίο.
Δευτέρα 10:00 πμ, δεύτερο τηλεφώνημα.
Εμπρός! Γεια σου Νίκο. Καλά, άντε έλα να με βγάλεις φωτογραφίες. Θα πάω για χάρη σου στον Άγγελο να φτιάξω τα μαλλιά μου. Έλα από εκεί γύρω στις δύο που θα έχω τελειώσει. Σου άρεσε το ψωμί; Όχι παιδί μου δεν με ζάλισες που άλλαζες συνέχεια θέμα, σε συμπάθησα πολύ.
Δευτέρα 13:55 μμ, κομμωτήριο Άγγελος.
Nίκο! Εδώ είμαι. Αυτή εδώ είναι η Έφη που με κουρεύει τριάντα χρόνια. Ξέρεις ο Άγγελος έχει ένα μεγάλο προσόν. Ξέρει να διαλέγει πάντα αγόρια και κορίτσια που δεν κουτσομπολεύουν. Βαριέμαι τρομερά την φλυαρία. Με την Έφη μιλάμε λίγο για τα παιδιά μας και μετά λύνω σταυρόλεξα καθώς με χτενίζει. Ξέχασα να σου πω για το καινούριο βιβλίο που ετοιμάζω. Λέγεται ¨Οι άνδρες της ζωής μου¨, και είναι όλοι μέσα. Ο Νουρέγιεφ, ο Ομάρ Σαρίφ, ο Ξενάκης, ο παιδικός μου φίλος Νίκος Γεωργιάδης που ήταν ο μεγαλύτερος σκηνογράφος όλων των εποχών, ο Τσαρούχης και τόσοι άλλοι. Και ο Μάριος Φραγκούλης φυσικά που είναι το τελευταίο δώρο που μου έκανε ο Θεός. Ήταν αυτός που με έσωσε από την κατάθλιψη. Όταν πέθανε ο Νουρέγιεφ, χρυσέ μου επιτέλους! Σου είπα να μην με ρωτάς λεπτομέρειες, σου είπα να διαβάσεις το βιβλίο μου, δεν το ξεκίνησες; Ωραία, λοιπόν όταν πέθανε ο Νουρέγιεφ, και σε παρακαλώ να μην αλλάξεις θέμα πάλι, είχα πάθει κατάθλιψη για ενάμιση χρόνο. Δεν έβγαινα καθόλου. Ένα βράδυ γινόταν μια γιορτή προς τιμήν του Μίμη Πλέσσα στο Χάραμα. Με πήρε ο φίλος μου ο Δαλιανίδης για να πάω. Αν μου αρέσει η Αλίκη Βουγουκλάκη; Πολύ! Η Εβίτα της ήταν πολύ καλύτερη από εκείνης της αγγλίδας, ξέρεις που πήρε τον ρόλο γιατί ήταν φιλενάδα του Γουέμπερ. Τέλος πάντων με παίρνει ο Γιάννης και μου λέει να πάω, «να με αφήσετε όλοι ήσυχη», του φωνάζω και του κλείνω το τηλέφωνο. Και εκεί γύρω στα μεσάνυκτα κάτι με πιάνει, ντύνομαι, βάφομαι και βγαίνω έξω, αφού ο ταξιτζής τρελάθηκε, «κυρία Ροζίτα που πάτε τέτοια ώρα;».
Φτάνω στο Χάραμα, γεμάτο φίλους που είχα να τους δω καιρό, κάθομαι σε ένα τραπέζι και δίπλα μου είναι η Ρένα Βλαχοπούλου με τον ανιψιό της τον Μάριο. Αυτό ήταν! Με το που μου χαμογέλασε τα ξεπέρασα όλα, και την κατάθλιψη και τα βρογχικά και το μπαστούνι ακόμα πέταξα και δες με πως περπατάω πια. Θες να μου τραβήξεις και μια φωτογραφία στο ταμείο την ώρα που πληρώνω; Κάτω δεν κατεβαίνω, βαριέμαι!
Όχι δεν είμαι ερωτευμένη με τον Μάριο είμαι πολύ μεγάλη πια για όλα αυτά, τον αγαπάω όμως πολύ. Ο τελευταίος έρωτας της μακριάς μου ζωής ήταν ο Νουρέγιεφ και, όπως πολύ καλά ξέρεις, δεν μιλάω ποτέ για αυτόν!
_______
Η συνέντευξη είχε δοθεί το 2001