Η Μελίνα Μερκούρη ήταν πια αναγνωρισμένη πρωταγωνίστρια του θεάτρου, έχοντας συνεργαστεί με τον θίασο της κυρίας Κατερίνας σε έργα όπως το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα του Ο’ Νιλ και η Τρισεύγενη του Παλαμά. Είχε συμπρωταγωνιστήσει με τον Χορν στο Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι του Ουάιλντ και είχε συμπεριληφθεί στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου τη σεζόν 1947-1948 χάρη στον μεγάλο σκηνοθέτη και δάσκαλο Δημήτρη Ροντήρη, του οποίου είχε υπάρξει αγαπημένη μαθήτρια – ευελπιστούσε, μάλιστα, να την επαναφέρει στον «σωστό» δρόμο. Κι εκεί που νόμιζε ότι τα είχε καταφέρει, έρχεται και του την «κλέβει» ο μεγαλύτερος του «εχθρός».
Ο Κάρολος Κουν της προτείνει το έργο που εν έτει 1949 μεσουρανούσε στην Αμερική και συσπείρωνε ολόκληρη την απενοχοποιημένη σκέψη και την πιο τολμηρή δραματουργία της μεταπολεμικής γενιάς, το Λεωφορείον ο Πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς και, φυσικά, τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά. Ο Ροντήρης ούτε να ακούσει για ενδεχόμενη «υποτροπή» της Μελίνας σε άλλο είδος πέρα από εκείνο που εκείνος ενέκρινε στο πλαίσιο του Εθνικού Θεάτρου. Εκείνη απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει. Εκεί που κάνει να πέσει στις γραμμές του τραμ, ο Ροντήρης αναγκάζεται να την απελευθερώσει από τα δεσμά του.
Το σκηνικό της Στέλλας στήθηκε κυρίως στα Εξάρχεια, όπου χρησιμοποιήθηκε η ταβέρνα Μιχαλάκου για να αναπαραστήσει το κέντρο «Ο Παράδεισος», αλλά και στην Πλάκα, όπου βρισκόταν το σπίτι της ηρωίδας.
Ως Μπλανς η Μελίνα πέτυχε τον πρώτο προσωπικό της θρίαμβο. Η ίδια πίστευε ότι μόνο όταν την αποδεχόταν το σινάφι των ηθοποιών, θα είχε όντως γίνει ηθοποιός. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή όλοι τη θεωρούσαν ένα πλουσιοκόριτσο που έκανε το καπρίτσιο. Με το Λεωφορείο αναγκάστηκαν να της αναγνωρίσουν τη μεγάλη της αξία. Η πρεμιέρα και η παράσταση άφησαν εποχή, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι μετέδιδε όλη τη μελαγχολία του Ουίλιαμς και η ερμηνεία της Μελίνας στο τραγούδι «Χάρτινο το φεγγαράκι» που γράφτηκε για το έργο παραμένει αξεπέραστη ακόμα και σήμερα.
Από εκεί και πέρα, η καριέρα της ακολούθησε μόνο ανοδική πορεία, κυρίως ως πρωταγωνίστριας του Θεάτρου Κοτοπούλη-Ρεξ. Το 1953 παρέλαβε από την Έλλη Λαμπέτη το Βραβείο Κοτοπούλη και λίγο πριν από το κινηματογραφικό της ντεμπούτο με τη Στέλλα, τον χειμώνα του 1954 έλαμψε ως Ωραία Ελένη των Ρουσέν-Γκρέι.
Η Στέλλα
Η πρώτη γενιά που ακολούθησε τον πόλεμο πίστευε σε ένα πράγμα: μια νέα Ελλάδα. Μια γενιά νέων καλλιτεχνών, ποιητών, συγγραφέων, σκηνοθετών, έψαχνε να βρει και να αναδείξει το νέο πρόσωπο της Ελλάδας που μόλις είχε βγει από έναν παγκόσμιο πόλεμο, μια κατοχή κι έναν εμφύλιο. Τόπος συνάντησης όλων αυτών το θρυλικό καφενείο «Βυζάντιο» της πλατείας Κολωνακίου, στέκι και της Μελίνας.
Ανάμεσα στους διανοούμενους, σύχναζε εκεί κι ένας νέος σκηνοθέτης, αγγλοτραφής, που είχε ήδη διακριθεί με μια κωμωδία που είχε γυρίσει με τη Λαμπέτη και τον Χορν, ο Μιχάλης Κακογιάννης. Το καλοκαίρι του ’54 συζητούσε με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη το ενδεχόμενο να ανεβάσει στο Ρεξ, με τη Μελίνα πρωταγωνίστρια, το έργο του Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια, που ο συγγραφέας είχε εμπνευστεί από εκείνη. Εν τέλει, ο Κακογιάννης αποφάσισε να το γυρίσει σε ταινία και η Μελίνα, που επί δέκα χρόνια προσπαθούσε να παίξει στον κινηματογράφο και οι Έλληνες παραγωγοί την απέρριπταν γιατί έβρισκαν ότι είχε μεγάλο στόμα, επιτέλους θα έπαιζε σε ένα φιλμ κομμένο και ραμμένο επάνω της. Μια χειραφετημένη γυναίκα που καταρρίπτει τον μύθο της υποταγμένης, που αρνείται να δεσμευτεί σε έναν γάμο που θα την καταστήσει υποχείριο κτήσης και χρήσης.
Η Μελίνα, μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι, την ενδυματολόγο Ντένη Βαχλιώτη, τον Γιάννη Τσαρούχη, που υπέγραφε τα ντεκόρ της ταινίας, και φίλους σάρωσαν όλα τα κουτούκια και τα ταβερνάκια της εποχής για να δούνε από κοντά την ατμόσφαιρα των λαϊκών κέντρων. Το σκηνικό της Στέλλας στήθηκε κυρίως στα Εξάρχεια, όπου χρησιμοποιήθηκε η ταβέρνα Μιχαλάκου για να αναπαραστήσει το κέντρο «Ο Παράδεισος», αλλά και στην Πλάκα, όπου βρισκόταν το σπίτι της ηρωίδας. Οι σκηνές στη θάλασσα γυρίστηκαν με χαμηλές θερμοκρασίες και ο Κακογιάννης, κατά τη διάρκεια των νυχτερινών γυρισμάτων, έβαζε στο στόμα της Μελίνας και του Φούντα παγάκια για να μη φαίνονται τα χνότα τους. Η τελική σκηνή με το θρυλικό «Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι» γυρίστηκε στη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Ιουστινιανού, Οικονόμου και Δηλιγιάννη.
Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στις Κάννες τον Μάιο του 1955, όπου η εκθαμβωτική Ελληνίδα μάγεψε τους Ευρωπαίους αλλά και τον Αμερικανό εξόριστο σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν. Στην Αθήνα έκανε πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Το τραγούδι των Τσιτσάνη-Χατζιδάκι σε στίχους Κακογιάννη «Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι» παραμένει ένα από τα δημοφιλέστερα του ελληνικού πενταγράμμου.
Ποτέ την Κυριακή
Το 1960 είναι η χρονιά-ορόσημο για τη Μελίνα Μερκούρη, η χρονιά του διεθνούς θριάμβου του Ποτέ την Κυριακή του Ζιλ Ντασέν, που γίνεται αφετηρία για τη διεθνή της καριέρα. Τα «Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι, που έναν χρόνο μετά παίρνει το Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού, κάνουν διάσημα τα μπουζούκια, την ελληνική μουσική, το λιμάνι του Πειραιά, την Ελλάδα ολόκληρη, η οποία γίνεται ο πιο ελκυστικός τουριστικός προορισμός διεθνώς. Η Μελίνα, με βραβείο ερμηνείας στις Κάννες, κατεβαίνει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και ερμηνεύει την παροπλισμένη σταρ Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο στο Γλυκό πουλί της νιότης του Τενεσί Ουίλιαμς, ενώ έρχεται καταιγισμός προτάσεων για κινηματογραφικούς ρόλους. Δέχεται τους πιο ενδιαφέροντες και ταξιδεύει άλλοτε στη Γαλλία κι άλλοτε στην Ιταλία για να συμμετάσχει σε ταινίες του Κλοντ Οτάν Λάρα ή του Ντε Σίκα. Παράλληλα, ετοιμάζει με τον Ντασέν, που είναι πια ο επίσημος αγαπημένος της, και τη συγγραφέα Μαργαρίτα Λυμπεράκη το επόμενο κινηματογραφικό σχέδιο τους, τη Φαίδρα.
Το ίδιο διάστημα της δίνεται η ευκαιρία προβολής της Ελλάδας και της Αθήνας σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα σημαντικότερα αμερικανικά και ευρωπαϊκά περιοδικά στέλνουν συνεργάτες τους να φωτογραφίσουν τη Μελίνα στη γενέτειρά της κι εκείνη βάζει όλη της τη γοητεία και την κομψότητα για να διαφημίσει τον τόπο της. Διασημότερες είναι οι φωτογραφίες του Slim Aarons για λογαριασμό αμερικανικού περιοδικού στην πιο αγαπημένη της γειτονιά, που δεν είναι άλλη από την Πλάκα. Από εκείνη την εποχή εμφανίζεται συχνά σε φωτογραφίες και επάνω στην Ακρόπολη, μέχρι που το αμερικανικό τηλεοπτικό κανάλι ABC στέλνει, το 1964, συνεργείο και γυρίζει το ντοκιμαντέρ Melina's Greece (προηγήθηκαν η Λιζ Τέιλορ για τη Βρετανία και η Σοφία Λόρεν για την Ιταλία). Η μουσική ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου και διαφήμιζε την Αθήνα αλλά και πολλά μέρη της Ελλάδας. Ντοκιμαντέρ με θέμα τη Μελίνα και την αγάπη της για τη χώρα της και την πόλη της θα γυριστούν και αργότερα, με τη Μεταπολίτευση. Η ίδια, μέσα της δεκαετίας του '70, θα σκηνοθετήσει τη σειρά της ΕΡΤ Διάλογοι για τις υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας και τέλη της δεκαετίας του '70 θα συμμετάσχει στα περίφημα «60'» και σε μία καναδική σειρά που παρουσίαζε πόλεις με διάσημους οικοδεσπότες. Έτσι γυρίστηκε η Αθήνα της Μελίνας.