Από το Athens Review of Books
Οι πράξεις που τελούνται διά παραλείψεως καθίστανται επιλήψιμες όταν κάποιος έχει δυνατότητα, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως τη θέση του, να προβλέψει και να δράσει με τρόπο ώστε να αποφευχθεί το αρνητικό αποτέλεσμα από τις πράξεις κάποιου άλλου. Μέχρι πρότινος η Αριστερά μπορούσε να επικαλεστεί αδυναμία επηρεασμού του συστήματος και ευλογοφανώς να αποφύγει την κριτική. Αν όχι για τις πράξεις της, τουλάχιστον για τις παραλείψεις της στη δημόσια ζωή. Ιδίως όταν άρχισαν να αποκαλύπτονται οι τεράστιες και εγκληματικές ενοχές του συστήματος εξουσίας της χώρας για την χωρίς αντικειμενική αιτία ανυπολόγιστη καταστροφή που βιώνουν σήμερα οι Έλληνες πολίτες. Σήμερα που η ελληνική κοινωνία έδωσε στην Αριστερά ένα ποσοστό το οποίο φτάνει για όλες τις συνιστώσες/εκδοχές της (περιλαμβανομένης και της «κυβερνώσας») στο 38% και κατέχει για πρώτη φορά στην ιστορία της ταυτοχρόνως τόσο τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο και τον ρόλο του κυβερνητικού εταίρου, η δικαιολογία της αδυναμίας ουσιαστικής παρέμβασης δεν ισχύει πια.
Το σύστημα ολιγαρχικών οικονομικών, συντεχνιακών και κομματικών συμφερόντων που κατέστρεψε τη χώρα προσπαθεί με νύχια και με δόντια να επιβιώσει της καταστροφής στέλνοντας τον λογαριασμό στον απλό πολίτη. Και η Αριστερά είτε συμμετέχει ενεργά στην προσπάθεια αναπαραγωγής αυτού του συστήματος (η συγ-«κυβερνώσα» αριστερά η οποία παριστάνει ταυτοχρόνως την μωρά παρθένο που δεν βλέπει τι συμβαίνει γύρω της γιατί ξέχασε –κατά την ευαγγελική παραβολή– να φέρει «λάδι για το λυχνάρι της»), είτε τη διευκολύνει (η ανεξόδως«καταγγελτική» αριστερά) διά της σιωπής της. Χωρίς να συνυπολογίσουμε και τις πολύτιμες υπηρεσίες αποπροσανατολισμού που προσφέρει η τελευταία εξαπολύοντας με θαυμαστή και ολοένα αυξανόμενη συχνότητα πυροτεχνήματα τόσης ανοησίας, που είναι εφάμιλλης φαντασμαγορίας με τις αλήστου μνήμης Ολυμπιακές κραιπάλες. (Και οπωσδήποτε οι λέξεις αγγελιόσημο ή εκκλησιαστική περιουσία δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιο ούτε των πιο ακραίων αριστερών!).
Τι δεν καταγγέλλει η Αριστερά;
Δεν καταγγέλλει αλλά αντίθετα συμμετέχει (η «κυβερνώσα») στον κομματισμό ο οποίος επέστρεψε ορμητικός και ολοφάνερα σε όλα τα μήκη και πλάτη του κράτους. Πολιτευτές των τριών κομμάτων και «κολλητοί» του επικεφαλής της τρικομματικής κυβέρνησης ή των λοιπών «αρχηγών» ανέλαβαν και αναλαμβάνουν κρίσιμες δημόσιες θέσεις στο ΣΔΟΕ, στην ΕΥΠ, στους δημόσιους οργανισμούς, εκδιώκοντας ακόμα και τους λίγους αντικειμενικά επιτυχημένους καρπούς του opengov, ενώ η κυβέρνηση παριστάνει ανενόχλητα τη «μεταρρυθμιστική».
Ακόμα κι όταν ο τσακωμός για την ποσοστωτική (κομματική) μοιρασιά των θέσεων γίνεται απροκάλυπτα και δημόσια (όπως στην περίπτωση των Εφοριών), η Αριστερά μιλά τόσο λίγο, τόσο ψιθυριστά και υπαινικτικά, που καλά-καλά δεν ακούγεται. Είναι άραγε η λέξη αξιοκρατία «αντιδημοκρατική» ή το μόνο πρόβλημα κάποιων είναι ότι το κομματικό κράτος δεν ανήκει ολοκληρωτικά στο «σωστό» κόμμα;
Αντίστοιχα παθητικός είναι ο ρόλος της στις πρακτικές απομύζησης του δημοσίου χρήματος από τους διαχρονικούς ολιγάρχες. Κι αυτό όχι γιατί το σύστημα δεν προσφέρει ευκαιρίες. Κάθε άλλο. Όλα συνεχίζουν να λειτουργούν «κανονικά», δηλαδή όπως τότε... Οι συμβάσεις κατ' ανάθεση στους εθνικούς προμηθευτές λαμβάνουν την πολλοστή παράταση (ενώ εκκρεμούν ακόμα οι κακουργηματικές διώξεις για τις αρχικές συμβάσεις), οι χορηγίες εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ (πάνε οι καλές εποχές των εκατομμυρίων) αποσπώνται «νύχτα» αδιαφανώς από αποκρατικοποιούμενες εταιρείες και καταλήγουν στα μεγαλοδιαπλεκόμενα ΜΜΕ, δημόσια τραπεζική περιουσία αξίας δισεκατομμυρίων (αφού συνοδεύεται με αντίστοιχης αξίας ευρωπαϊκά ομόλογα που δανείζεται για λογαριασμό μας το Ελληνικό Δημόσιο) περνά με τις ευλογίες της Τρόικας χωρίς διαγωνισμό στα χέρια χρεοκοπημένων τραπεζιτών, κ.λπ.
Είναι ενδεικτικό ότι το πρακτορείο Reuters και το περιοδικό Stern έχουν φτάσει να καταγγέλλουν τους ημεδαπούς ολιγάρχες και τις κυβερνητικές τους διαπλοκές με πολύ μεγαλύτερη ένταση από την ακροαριστερή αξιωματική αντιπολίτευση. Την ίδια έλλειψη αντανακλαστικών δείχνει η Αριστερά για τις υποθέσεις σκανδάλων και μαύρου χρήματος που μουχλιάζουν στα ντουλάπια της λεγόμενης Ελληνικής Δικαιοσύνης, με πιο διαβόητη την υπόθεση Siemens για την οποία οι τόσο δραστήριοι επ' εσχάτων –συνδικαλιστικά μόνο, δυστυχώς– «λειτουργοί» της δεν έχουν ακόμα δώσει καμία σοβαρή συνέχεια, οκτώ χρόνια μετά την πρώτη δημόσια αποκάλυψή της.
Αντίστοιχα ισχύουν και στο μέγα θέμα της σκανδαλώδους τραπεζικής χρηματοδότησης των κομμάτων. Εδώ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έχουν αποσπάσει, μέσω διαπλοκής και με βιασμό και των πιο στοιχειωδών τραπεζικών κριτηρίων, ως «δανεικά κι αγύριστα», διαχρονικά πάνω από 230 εκατομμύρια ευρώ. Τα δύο αυτά κόμματα έχουν χρεοκοπήσει οικονομικά και περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία να στείλουν τον λογαριασμό στον φορολογούμενο, αφού το αποπειράθηκαν χωρίς επιτυχία προεκλογικά. Ενώ τα δύο κόμματα της «καταγγελτικής» αριστεράς έχουν κρατήσει στάση επαμφοτερίζουσα, μια που είχαν και αυτά επωφεληθεί από τις σχετικές πρακτικές για τις δικές τους ανάγκες, ως κόμματα και συνιστώσες.
Ταυτόχρονα συνεχίζουν να υλοποιούνται από την παρούσα κυβέρνηση οικονομικές πολιτικές προς όφελος των συντεχνιακών συμφερόντων και εις βάρος των παραγωγικών πολιτών, όπου η Αριστερά, που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται τον «κόσμο της εργασίας», όχι απλώς δεν υπερασπίζεται τους ασθενέστερους, αλλά στηρίζει εμμέσως την τρικομματική κυβέρνηση. Οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και τα θηριώδη εφάπαξ προς ανθρώπους που δεν έχουν πληρώσει ποτέ αντίστοιχες εισφορές συνεχίζονται απτόητα, αφού οι περικοπές ήταν για άλλη μια φορά απολύτως οριζόντιες και τα συντεχνιακά προνόμια διατηρούνται (εκ των πραγμάτων περιτετμημένα λόγω των δημοσιονομικά ακραίων περιστάσεων που βιώνουμε) εις βάρος των πληβείων του κόσμου της εργασίας, κυρίως του ιδιωτικού τομέα.
Στο πεδίο αυτό, η Αριστερά με την συνολική άρνηση κάθε προσαρμογής, που και η ίδια ασφαλώς γνωρίζει ότι δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, στην ουσία προσφέρει ανεκτίμητη υπηρεσία στις συντεχνίες εις βάρος της μεγάλης πλειονότητας των μη-συνδικαλιστικά-καλυμμένων πολιτών. Γιατί όταν ούτε η Αριστερά –αυτή που τάχα εκφράζει το αιώνιο Καλό– δεν μιλά για τις πιο ακραίες αδικίες, τότε ποιος θα βρεθεί να υπερασπιστεί τους πιο αδύνατους;
Αντίστοιχα ισχύουν και στο εσωτερικό του δημόσιου τομέα, εις βάρος της υπαρκτής και αξιόλογης κατηγορίας υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί και προοδεύσει αξιοκρατικά και υπηρετούν με εντιμότητα και αποτελεσματικότητα το δημόσιο συμφέρον κρατώντας ό,τι έχει απομείνει όρθιο στο κράτος. Παρά το υποτιθέμενο «ενιαίο μισθολόγιο», διατηρούνται κατηγορίες προνομιούχων εργαζομένων στο Δημόσιο (πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα οι ρουσφετολογικά διορισμένοι στην πλειονότητά τους υπάλληλοι της Βουλής, κυριολεκτικά τα δικά τους παιδιά, και οι φιλοξενούντες στους κόλπους τους την πιο εκτεταμένη κατά κεφαλήν διαφθορά υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών). Η Αριστερά μάλλον υπερασπίζεται παρά καταγγέλλει τους υπαλλήλους δύο ταχυτήτων, αφού συνεχίζει με θρησκευτική πίστη να προπαγανδίζει την εκτός του κόσμου τούτου θεωρία της οικονομικής αναβάθμισης των πάντων προς τα πάνω. Σιωπηλή, και συνεργαζόμενη επί της ουσίας με την τρικομματική, παραμένει και στην υπόθεση των παλαιών πειθαρχικών συμβουλίων, τα οποία με συμμετοχή συνδικαλιστών συνέχιζαν μήνες μετά την νομοθετημένη κατάργησή τους να ξεπλένουν υποθέσεις διαφθοράς – ξεπλένουν ήταν ακριβώς η λέξη που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο επιθεωρητής της Δημόσιας Διοίκησης χωρίς να συγκινήσει τις ιδιωτικές και δημόσιες «ΥΕΝΕΔ».
Πριν από ένα και πλέον χρόνο είχαμε αναφερθεί σε άλλες εκφάνσεις του ιδίου φαινομένου, επί κυβερνήσεως Γ.Α. Παπανδρέου, επισημαίνοντας την προκλητική ανοχή της Τρόικας σε όλα αυτά. Οι εκπρόσωποι των δανειστών μας σε τελική ανάλυση ενδιαφέρονται προπαντός να διαφυλάξουν κατά το δυνατόν τα δανεικά που έχουν πληρώσει τα αφεντικά τους και κυνικά προσαρμόζονται, όποτε και όσο τους είναι αναγκαίο για να το επιτύχουν, με τις αθλιότητες του ελληνικού συστήματος ηγεσίας. Η Αριστερά όμως γιατί ακριβώς συμβιβάζεται με αυτές τις πρακτικές; Από ιδεοληψία; Από άρνηση κατανόησης της δύναμης που της έδωσε ο ελληνικός λαός στη συγκυρία αυτή, για να προασπίσει τα συμφέροντα των αδυνάτων; Ή γιατί ποτέ δεν ήταν αυτό που η ίδια φαντασιωνόταν; Δηλαδή, απλώς έπαιζε (με την έννοια του «ρολίστα») τον ρόλο του «επαναστάτη» και του «προστάτη των αδυνάτων», ως μέρος αναπόσπαστο της υποκριτικής παράστασης της μεταπολίτευσης με τίτλο «Η αγαθοεργός Αριστερά», του «σοσιαλιστικού» καθεστώτος της διαφθοράς με ανθρώπινο πρόσωπο. Δυστυχώς όμως, όταν κλήθηκε να τον παίξει πραγματικά αποκαλύφθηκε και η δική της βαθιά συντηρητική και συστημική φύση.
σχόλια