Διασαλεύσεις / Διακυμάνσεις
Με λένε Οδυσσέα Γεωργίου, και ήμουν wannabe παιδί-θαύμα και φριχτή εφιαλτική άθλια μετριότητα στην άθλια εφιαλτική φριχτή πραγματικότητα. Όλοι κάπως έτσι ήμασταν ανάμεσα χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα και χίλια εννιακόσια ογδόντα, ογδόντα ένα. Καπνίζαμε κοντά εξακόσια τσιγάρα το μήνα, από τα δεκατέσσερά μας, αρχίσαμε την καθημερινή ερωτοτροπία με το ουίσκι από τα δεκατέσσερά μας, ερωτευόμασταν σειραϊκά από τα δεκατέσσερά μας, ακούσαμε (και συνεχίζουμε να ακούμε) το Dark Side of the Moon στα δεκατέσσερά μας, πήγαμε στην ντισκοτέκ Sanitarium στα δεκατέσσερά μας, είδαμε το She lives με το αναπάντεχο άσμα Time in a Bottle στα δεκατέσσερά μας (Θυμάσαι, Θύμιο; Θυμάσαι, Ειρήνη; Θυμάσαι, Μάρθα; Θυμάσαι, Φίλυ; Θυμάστε, φίλοι;), και χορεύαμε μπλουζ το Oh mon amour του Christophe και σέικ/ρατλ/εντ/ρολ το αναπόδραστο Smoke on the Water των DeepPurple.
Διασαλεύσεις/Διακυμάνσεις. Αυτό είναι η εφηβεία. Είναι το προοίμιο της περιπέτειας, είναι η γνωριμία της σάρκας, είναι το «αλέγκρο των τσιγάρων στο διάλειμμα», είναι η έμπρακτη υπέρβαση όλων όσα δεν είναι πάθος/πόθος στη σκακιέρα ημερών και νυχτών, όλων όσα δεν είναι στρατηγική παραμονής στην Παιδική Ηλικία, είναι το εκ των προτέρων σακάτεμα κάθε προοπτικής να γίνεις σαν αυτούς που ήδη δεν αντέχεις να βλέπεις και να ακούς.
Θυμήσου, πτώμα/ Η ζωή δεν έχει πώμα – ανακατώνω Καβάφη και Καρούζο, εγώ ο Οδυσσέας Γεωργίου του Ιωάννου και της Αγγελικής, χρώμα οφθαλμών γαλάζιο, βαθμοί στο σχολείο από λίαν καλώς έως άριστα, φωνή βραχνή απ’ τα τσιγάρα, τα πρώιμα και τα πολλά, τα πάρα πολλά τσιγάρα. Κι αργότερα έπιανα κι έλεγα: «Πείτε του Τσιτσάνη/ Πρέπει να πεθάνει». Κι ύστερα πάλι έλεγα: «Θα την τσακίσω εγώ τη νοσταλγία σου», και μου άρεσε από τότε να διαβάζω Εγγονόπουλο, κι αυτή ήταν μια πρώτη διασάλευση (μαζί με τα τσιγάρα και το αλκοόλ). Έβγαινα το βράδυ, αργά, αφού κοιμόντουσαν όλοι, στο μπαλκόνι και κάπνιζα τα Καρέλια τα δικά μου, κι έπινα το ουίσκι του πατέρα μου, και σκεφτόμουν ότι μ’ αυτά που έχω αρχίσει και γράφω στο κόκκινο σπιράλ τετράδιο, μόνος, τις νύχτες, και παρέα με τους άλλους, στις κοπάνες και όταν συναντιόμασταν τα απογεύματα πριν από τα αγγλικά και, για λίγο, μετά τα αγγλικά, μάλλον αποκλείεται να οδεύσω προς τη Σχολή Ευελπίδων, ή προς τη Σχολή Μηχανικών Αεροσκαφών, ή έστω προς το Πολυτεχνείο, όπως όλοι θεωρούσαν ότι όφειλα να κάνω, κρίνοντας από τους βαθμούς και το οικογενειακό ιστορικό.
Διασαλεύσεις/Διακυμάνσεις. Αυτό είναι η εφηβεία. Συν η ανακάλυψη του ουρανού, που θα έλεγε κι ο Ολλανδός μυθιστοριογράφος χρόνια μετά. Διασαλεύσεις/Διακυμάνσεις, που σημαίνει να πηγαίνω από τον Συνταγματάρχη Βαρτάνη στον Captain Beefheart, από την Κατερίνα Αποστόλου και τον Νίκο Τζόγια και τους Εμπόρους των Εθνών και την Ελένη Ερήμου και τα Οργισμένα Νιάτα και ούτω καθεξής στον Jim Morrison και στον Albert Camus και στον Allen Ginsberg και στο LennyBruce του και στους MC5 και στην αναφώνηση what the fuck!
Ναι, what the fuck! Είναι χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα, και είμαι στο μπαλκόνι, τρεις μετά τα μεσάνυχτα, και καπνίζω απανωτά τσιγάρα, και πίνω του μπαμπά το Ballantine’s, και είμαι ερωτευμένος με τη Μάρθα, και βλέπω στον ουρανό τσίγκους ελάσματα λαμαρίνες σίδερα και δεν έχω ιδέα όσο κι αν το διαισθάνομαι αμυδρά ότι σε έξι χρόνια θα γνωρίσω τον Νίκο Καρούζο. What the fuck!
Συνεχίζεται. Αύριο. «… τα πάντα είναι παροδικά και χάνονται σε απλά συμβεβηκότα και τροποποιήσεις»
σχόλια