Panic in Detroit
Διαβάζοντας, καθυστερημένα, το "Μiddlesex" του Jeffrey Eugenides, διαπιστώνω ότι ο Eugenides δεν περιγράφει το ρημαγμένο Ντητρόιτ που ξέρω – περιγράφει, όπως είναι φυσικό, το δικό του Ντητρόιτ. Στις «Αυτοκτονίες αυτοχείρων», σκηνικό είναι τα αμερικανικά προάστια – μονοκατοικίες και πρασιές· στο «Μiddlesex” είναι η περιοχή του Grosse Pointe – μονοκατοικίες και πρασιές...
Όσο για το «δικό μου» Ντητρόιτ, η ιστορία έχει ως εξής: το καλοκαίρι του 2010 πήγα για μια ακόμα φορά στο Ντητρόιτ οδηγώντας επειδή δεν μπορούσα να μην πάω – έπρεπε να πάω, δεν ξέρω γιατί. Η φίλη μου η Μαρία Κουρκούτα, μια κινηματογραφίστρια από το Παρίσι, έβγαζε φωτογραφίες ενώ εγώ οδηγούσα σε δρόμους δυσοίωνους: στις όχθες τους σκούριαζαν σιδερικά· εγκαταλελειμμένα σπίτια σάπιζαν.
Είχα ξαναβρεθεί στο Ντητρόιτ τον Νοέμβριο του 2008 για τις αμερικανικές εκλογές, για το μεγάλο πάρτυ του Ομπάμα· και τον Αύγουστο του 1987 είχα πάει για μια συναυλία της Aretha Franklin. Η Aretha μόλις είχε μπει στο Rock’n’Roll Hall of Fame – ένας ακόμα διεστραμμένος αμερικανικός θεσμός που, επιπλέον, στεγάζεται στο Κλήβελαντ του Οχάιο, ένα μέρος όπου κανείς δεν θέλει να χάσει τον καιρό του. Είτε μ’ αρέσει, είτε όχι, το Hall of Fame υπάρχει, και η Aretha ξετρελάθηκε απ’ τη χαρά της που την έκαναν μέλος. Δεν ξέρω γιατί. Για να φτάσω στο Ντητρόιτ, πήρα ένα αεροπλάνο της Northwestern – βρήκα ένα φτηνό εισιτήριο από κείνα που περιμένεις μήπως και δεν σκάσει μύτη κάποιος, και πράγματι πάντα κάποιος δεν σκάει∙ έτσι, την τελευταία στιγμή, ενώ ο πιλότος έχει πάρει κιόλας θέση στο κόκπιτ, σου δίνουν το εισιτήριο μισοτιμής. Ανεμίζοντας την κάρτα επιβιβάσεως, όρμησα στο αεροπλάνο και σωριάστηκα ξέπνοη στη θέση ακριβώς απέναντι από την τουαλέτα. Έτσι, πήγα στο Ντητρόιτ.
Ενώ πλησιάζαμε στο αεροδρόμιο, ένα άλλο αεροπλάνο της Northwestern έπεφτε μπροστά στα μάτια μας τη στιγμή που απογειωνόταν. Εκατόν πενήντα έξι άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ο θάνατος διαγραφόταν στον ορίζοντα σε πολλαπλές εικόνες και ήχους: το αεροπλάνο χτύπησε στην αερογέφυρα του αυτοκινητόδρομου και κομματιάστηκε φλεγόμενο∙ καιγόταν με μια μεγάλη φωτιά που μαύριζε τον ουρανό. Αργότερα, μάθαμε πως επέζησε μονάχα ένα τετράχρονο κοριτσάκι που το έλεγαν Σισίλια. Τώρα η Σισίλια θα είναι είκοσι εννέα ετών.
Αυτή ήταν η πρώτη μου μέρα στο Ντητρόιτ, τον Αύγουστο του ‘87∙ μια πόλη ανάπηρη, κομματιασμένη. Σκεφτόμουν το “Panic in Detroit” του David Bowie∙ δεν ήταν η πρώτη φορά: ο πανικός ταιριάζει στο Ντητρόιτ. Πέντε χρόνια νωρίτερα, ενώ ταξίδευα προς την Καλιφόρνια μ’ ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο, είχα ανεβεί στο Ντητρόιτ – στο Ντητρόιτ ανεβαίνεις, στο Μαϊάμι κατεβαίνεις – κι εκεί έμπλεξα με μια παρέα που άκουγε hardcore – ποτέ δεν άκουγα hardcore με δική μου πρωτοβουλία, αλλά, πράγμα παράξενο, έμπλεκα κατ’ εξακολούθηση με hardcore παρέες – και πήγαμε σ’ ένα μπαρ, το Freezer Theater, που βρισκόταν στη λεωφόρο Κας, κοντά στο Μπρονξ Καφέ όπου δούλευε ένας φίλος μου από τη Νέα Υόρκη. Αστειευόταν λέγοντας πως έκανε λαμπρή καριέρα στα καφενεία του Ντητρόιτ. Καταλήξαμε όλοι μαζί στο Freezer Theater επειδή εκεί έπαιζαν hardcore οι Negative Approach, και, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η νύχτα εξελίχθηκε σε εφιάλτη. Ο εφιάλτης ταιριάζει στο Ντητρόιτ: κάποιος βρέθηκε νεκρός στην πίσω αυλή του Freezer, και η αστυνομία μπούκαρε με τον τρόπο που μπουκάρει στις Ηνωμένες Πολιτείες: σαν να επελαύνει ο στρατηγός Σέρμαν στον Πόλεμο της Απόσχισης. Κι αφού μπούκαρε, ανακάλυψε σύριγγες, φακελάκια με σκόνες, ένα σωρό junk, και shit και horse, δεν θυμάμαι ποια ήταν τότε η πιο συνηθισμένη λέξη για την πρέζα. Αργότερα, στο τμήμα, προσπαθούσα να πείσω τον σερίφη ότι είχα «ανεβεί» στο δρόμο για την Καλιφόρνια, κι ότι θα μπορούσα να έχω «κατεβεί» προς το αναθεματισμένο Κολάμπους του Οχάιο. Είπα: «Αισθάνομαι άτυχη. Θα μπορούσα να πάρω τον αυτοκινητόδρομο που διασχίζει το Οχάιο και να τα ’χω αποφύγει όλ’ αυτά.» Πανικός στο Ντητρόιτ. «Ήρθα μονάχα για τη μουσική,» πρόσθεσα. “Music, my ass!” σφύριζαν οι rednecks εξετάζοντας τα μπράτσα μας και αναζητώντας ουλές∙ «πρεζάκια!», «καταραμένα πρεζάκια!» αναφωνούσαν εν χορώ. «Θα τεζάρετε, ρε!» «Μανάδες δεν έχετε; ρε! Πατεράδες δεν έχετε;» Τους έδειχνα τα χέρια μου που ήταν κάτασπρα εκτός από τη σφραγίδα του Freezer Theater στο εσωτερικό του καρπού. Αλλ’ αυτό δεν άλλαξε τίποτα. Έμεινα στο τμήμα μαζί με καμιά εικοσαριά οπαδούς των Negative Approach, ένας από τους οποίους νοσταλγούσε το ιγκουάνα του. «Τι θα μας κάνουν;» ρώτησα∙ απάντηση δεν πήρα. Πανικός στο Ντητρόιτ. Στην πραγματικότητα, δεν ένιωθα πανικό∙ δεν ξέρω τι ένιωθα, αλλά όχι πανικό, σίγουρα∙ ίσως είμαι ανίκανη για δυνατά συναισθήματα. Ένας άνθρωπος είχε πεθάνει στο Freezer, μια συναυλία hardcore είχε διακοπεί - βρισκόμουν σε κάποιο άθλιο αστυνομικό τμήμα κοντά στον αυτοκινητόδρομο 75, ανάμεσα στα χαλάσματα του Ντητρόιτ. Στον έλεγχο ταυτοτήτων είχα αποτύχει και παγιδευτεί: «Ποια είσαι, πού πας, γιατί είσαι μόνη σου; Τι σκατά κάνεις μόνη σου;» Απάντησα σε όλα, είπα, «Είμαι μόνη μου επειδή κανένας δεν με θέλει», κι ο ένστολος με κοίταξε με καχυποψία, με οίκτο κι έπειτα πάλι με καχυποψία. «Και πας στην Καλιφόρνια, αλλά, σου ’ρθε να περάσεις απ’ το Ντητρόιτ.» «Μάλιστα.» «Γιατί;» «Για τον Ιggy Pop, ξέρετε, για τις Supremes, ξέρετε, τους MC5, για την Κράισλερ...» Ήθελα να προσθέσω: «Επειδή με τραβάνε οι ετοιμοθάνατες πόλεις». «Και πού μένεις;» «Στο Μπρούκλυν» ― και σ’ αυτό το σημείο ήθελα να προσθέσω, «σε μια γειτονιά που αργοπεθαίνει», αλλά πρόσθεσα, «στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, ξέρετε.» Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλυν, και τέτοια. Η γέφυρα του Μπρούκλυν, και τέτοια.
Το πρωί μάς άφησαν ελεύθερους: όλους, εκτός από έναν που ήταν γεμάτος μελανιές. «Πηγαίντε να ψοφήσετε αλλού, ρε!» τσίριξε ο αρχιφύλακας. «Άιντε!» Ήμουν άυπνη και δεν θυμόμουν ούτε πού είχα παρκάρει. Μαζί με το παιδί που είχε την κατοικίδια ιγκουάνα ψάχναμε γύρω από τη λεωφόρο Κας, στην οδό Τζον Αρ, στην Μπρας, σ’ όλη εκείνη την περιοχή που έμοιαζε βομβαρδισμένη, κι όταν φτάσαμε λίγο πιο νότια, στο Γκρηκτάουν, θυμήθηκα πως είχα αφήσει το αυτοκίνητο έξω από το Μπρονξ Καφέ. «Μετά απ’ όλ’ αυτά, δεν θα ξανάρθεις στο Ντητρόιτ,» αναστέναξε το παιδί με το ιγκουάνα καθώς έμπαινα στο αυτοκίνητο. «Ω,» απάντησα, βάζοντας το κλειδί στη μίζα, «θα ξανάρθω. Σίγουρα θα ξανάρθω.» Ήθελα να προσθέσω: το Aladdin Sane ― που περιείχε το “Panic in Detroit” ― ήταν απ’ τους αγαπημένους μου δίσκους, αλλά φοβήθηκα πως ένας θαυμαστής των Negative Approach είτε δεν έχει ιδέα περί David Bowie, είτε τον περιφρονεί. «Θα ξανάρθω,» είπα, «Ελπίζω να βρεις το ιγκουάνα σου όπως το άφησες.» Εκείνος κούνησε το κεφάλι, κι έπειτα το χέρι. «Καλή αντάμωση», είπε. So long. So long.
Έτσι, ξαναπήγα. Για χάρη του “Panic in Detroit” κι όλων των άλλων. Τον Αύγουστο του ’87, συνέβη εκείνο το αεροπορικό δυστύχημα έπειτα από το οποίο δεν είχα καμιά όρεξη να δω την Aretha∙ άλλωστε, δεν βρήκα εισιτήριο για τη συναυλία. Και παρ’ όλ’ αυτά, πέρασα το βράδυ έξω απ’ το auditorium προσπαθώντας ν’ ακούσω τι γίνεται μέσα∙ δεν άκουγα τίποτα (ηχομόνωση!) και μ’ έπιασε το παράπονο, σκεφτόμουν πόσο loser είμαι, πως ούτε μια θέση σε συναυλία της Aretha δεν μπορώ να βρω, πως βρίσκομαι στην πόλη όπου γεννήθηκε η σόουλ και κάθομαι και κλαψουρίζω μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή. Και πως τα μάτια μου είδαν ένα αεροπλάνο να συντρίβεται στον αέρα: Panic in Detroit. Αλλά, καθώς σκεφτόμουντον Bowie και την Aretha, και το “Rock’n’roll Suicide” που παρ’ ολίγο να με στείλει στον τάφο όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών, ακούστηκε μες απ’ το auditorium ένα χειροκρότημα κι έπειτα, πολύ σιγά, με διακοπές, σαν από χαλασμένο τρανζίστορ, το “The House that Jack Built”. Ίσως να το τραγουδούσε για το αναθεματισμένο το Hall of Fame ― “The House that Rock Built” ― αλλά συγκινήθηκα παρ’ όλ’ αυτά, κι όλοι μου οι φόβοι διαλύθηκαν∙ το Ντητρόιτ, η έρημη λεωφόρος Χάρπερ, τα σταυροδρόμια των εθνικών οδών όπου βρυχώνταν τα αυτοκίνητα της Τζένεραλ Μότορς, το εγκαταλελειμμένο πια Freezer Theater, τα συμπονούσα όλα∙ αναρωτιόμουν τι να σκεφτόταν ο David Bowie όταν τραγουδούσε το “Panic in Detroit”, κι αν είχε μυρίσει τον αέρα του Μίσιγκαν, τον βιομηχανικό, παγωμένο αέρα της νύχτας. Το τραγούδι από το Aladdin Sane λέει «σειρήνες ουρλιάζουν μες στη βραδινή μελαγχολία», άρα, συμπεραίνω πως είχε μυρίσει τον νυχτερινό αέρα στο Ντητρόιτ, που, καμιά φορά, αν είσαι τυχερός, γεμίζει από διακεκομμένες νότες, όταν η Aretha τραγουδάει “The House that Jack Built”.
Τέλος, πήγα στο Ντητρόιτ το καλοκαίρι του 2010: τα φυλλώδη προάστια του Jeffrey Eugenides ήταν αναλλοίωτα – οι φλαμουριές θρόιζαν· τα δέντρα που εδώ στα μεσοδυτικά ονομάζονται silver linden, ασήμιζαν στο ψιλόβροχο. Καθώς δεν υπήρχε πια η γιορταστική ατμόσφαιρα -Ομπαμάκο εσένα θέλουμε!- η πόλη που έχτισαν οι αυτοκινητοβιομηχανίες, απλωνόταν μπροστά μου πανικόβλητη και άγονη σαν στέπα.
σχόλια