Δεν νομίζω να υπάρχει έστω ένας Ελληνας που δεν ενοχλείται από το γεγονός ότι ξένοι έχουν αναλάβει την επιστασία της χώρας μας και μας υπαγορεύουν το ένα και το άλλο.
Φαίνεται ωστόσο πως δεν ενοχλούμαστε όλοι για το ίδιο ακριβώς πράγμα. Εγώ, για παράδειγμα, και θέλω να πιστεύω πολλοί συνέλληνες, αισθανόμαστε βαθύτατα ταπεινωμένοι επειδή αποδειχτήκαμε ανάξιοι να διαχειριστούμε τα του οίκου μας και έπρεπε να έρθουν Γερμανοί, Γάλλοι, Ολλανδοί, ακόμη και Χιλιανοί για να μας μάθουν πώς να εισπράττουμε φόρους, πώς να οργανώσουμε τα νοσοκομεία μας, πώς να περιορίσουμε την τερατώδη γραφειοκρατία μας, γενικά πώς να κάνουμε το κράτος μας να λειτουργεί με στοιχειώδη αποτελεσματικότητα, διαφάνεια και δικαιοσύνη.
Αλλοι όμως, που δεν ξέρω αν είναι περισσότεροι, είναι πάντως θορυβωδέστεροι, μοιάζουν προσβεβλημένοι μόνον από το αποτέλεσμα, όχι από την αιτία. Εξανίστανται με πατριωτική αγανάκτηση επειδή ξένοι χώνουν τη μύτη τους στις υποθέσεις μας, αλλά δεν τους καίγεται καρφί για τη διαφθορά, την ανικανότητα, την απληστία, την τυραννικότητα των ντόπιων στους οποίους έχουμε αναθέσει τον χειρισμό αυτών των υποθέσεων. Οι πολίτες που ταλαιπωρούνται και εξευτελίζονται σαδιστικά κάθε μέρα στις δημόσιες υπηρεσίες, που υφίστανται του κόσμου τις αδικίες από το ελληνικό κράτος και την πολιτική τάξη, καλούνται ξαφνικά σε εξέγερση εναντίον της... νέας γερμανικής κατοχής και του γκαουλάιτερ Ράιχενμπαχ!
Παράλογο; Οχι, δόλιο. Αν ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο του αγύρτη, σύμφωνα με τη ρήση του Σάμιουελ Τζόνσον, η εθνική κυριαρχία είναι το ύστατο επιχείρημα του κάθε τοπικού δυνάστη και της κάθε εγχώριας ολιγαρχίας. Σεβαστείτε το δικαίωμά μας να καταπιέζουμε και να εκμεταλλευόμαστε τον εθνικά κυρίαρχο λαό μας! Στην Ελλάδα, ειδικά, έχουμε πλούσια παράδοση σε τέτοιου είδους «εθνικά λεβέντικες» αξιώσεις: από τους κοτζαμπάσηδες, που μάχονταν με πατριωτικό μένος τη «βαυαροκρατία», γιατί ήθελαν να αρμέγουν ανεμπόδιστοι την αγελάδα της δημόσιας περιουσίας, ώς τους απριλιανούς δικτάτορες, που διέταζαν πανελλήνιο σημαιοστολισμό για την «εθνικά υπερήφανη» απόφασή τους να τα βροντήξουν και να φύγουν από το Συμβούλιο της Ευρώπης, καταδικάζοντας σε μοναξιά τους αλαζόνες Ευρωπαίους για το θράσος τους να ανακατεύονται στα εσωτερικά μας και να τους κατηγορούν για βασανιστήρια.
Πολιτικές καριέρες χτίστηκαν στο παρελθόν με σημαία ευκαιρίας την εθνική κυριαρχία, που μέσα στις φουσκωμένες από πατριωτικό αέρα πτυχές της έκρυβε την ουσιαστική απουσία πολιτικού λόγου ή ακόμη και εγκληματικές τακτικές, οι οποίες γέννησαν εθνικές τραγωδίες. Το ίδιο επιχειρείται και σήμερα. Κραυγαλέα αποτυχημένοι πολιτικοί, αεριτζήδες επιχειρηματίες, κενολόγοι «πνευματικοί ταγοί», αφού επί δεκαετίες συμμετείχαν δραστήρια στο όργιο της καταλήστευσης του εθνικού πλούτου, του εξανδραποδισμού και της αποβλάκωσης του ελληνικού λαού, ωρύονται τώρα κατά του «Δ' Ράιχ» και των «νεοδωσιλόγων».
Η ιστορία του ελληνικού κράτους είναι μια παρέλαση ξένων επεμβάσεων. Στην πρώτη από αυτές οφείλει την ίδια την ύπαρξή του. Σχεδόν όλες τις άλλες τις προκαλέσαμε μόνοι μας, με την πολιτική τύφλωση, την ιδεοληπτική μωροπιστία μας και τους πολέμους των μικροσυμφερόντων μας. Μερικές από αυτές τις επεμβάσεις ήταν σωτήριες για μας, άλλες μας τσαλάκωσαν και άλλες υπήρξαν οδυνηρές βραχυπρόθεσμα, αλλά μας ωφέλησαν μακροπρόθεσμα. Καμιά από αυτές δεν έγινε από φιλελληνισμό ή από ανθελληνισμό. Πρωτίστως τα δικά τους συμφέροντα προάσπιζαν οι ξένοι.
Αλλά, από μια σκανδαλώδη εύνοια της ιστορικής τύχης ή του «θεού της Ελλάδας», ακόμη και οι ωμότερες ξένες επεμβάσεις δεν στάθηκαν καταστροφικές για μας, όπως για άλλους λαούς. Η Ελλάδα κατάφερε σε όλους τους πολέμους, θερμούς ή ψυχρούς, να βρίσκεται στο στρατόπεδο των νικητών, είναι η μόνη χώρα της περιοχής που όχι μόνο δεν γνώρισε ποτέ ακρωτηριασμό των εθνικών συνόρων της αλλά και τα επέκτεινε ολοένα, έζησε περιόδους δημοκρατικής διακυβέρνησης και ευημερίας μακρότερες από κάθε γειτονική της χώρα, μακρότερες ίσως από όσο θα δικαιολογούσαν τα πάθη μας ή η παραγωγική βάση μας.
Με άλλα λόγια, δεν εμπόδισαν οι ξένες επεμβάσεις την πρόοδό μας. Και, αν αφήσουμε καταμέρος τη μεταφυσική ή τον αποκρυφισμό, σε ορισμένες περιπτώσεις τέτοιες ακριβώς επεμβάσεις μάς ανάγκασαν, ατιμωτικά για το εθνικό φιλότιμό μας αλλά ευεργετικά για το εθνικό μέλλον μας, να κάνουμε πράγματα που δεν είχαμε το θάρρος να κάνουμε με δική μας πρωτοβουλία. Αρκεί να διαβάσει κανείς πώς επέδρασε ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος, που ακολούθησε την ήττα στον πόλεμο της Μελούνας το 1897, στην εξυγίανση των δημοσιονομικών της Ελλάδας και την προετοιμασία της «εθνικής εξόρμησης» του 1912-13.
Γι' αυτό, εθνικά ταπεινωμένος, αλλά πολιτικά ξεμέθυστος, εναποθέτω τις τελευταίες ελπίδες μου στον νέο διεθνή οικονομικό έλεγχο. Οχι τόσο στο Μνημόνιο μα στην τεχνογνωσία και την επιμονή των «γκαουλάιτερ» τύπου χερ Ράιχενμπαχ και της ομάδας του. Και αν κάτι με ανησυχεί, δεν είναι οι υποτιθέμενες υπερεξουσίες τους, αλλά το αντίθετο: η ήδη ορατή τάση νόθευσης, φαλκίδευσης ή και ακύρωσης των επεμβάσεών τους.
σχόλια