Από τον Πάνο Μιχαήλ
Ψελλίζω σουξέ του Al Bano
ευελπιστώντας σε φώτιση εκ Ρώμης.
Η επιλογή Σωτήρα είναι πιο δύσκολη
κι από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.
Γλυκερία Μπασδέκη
Η ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ ΡΕΠΛΙΚΑ*
Ο άνκορμαν με προειδοποιούσε για το ενδεχόμενο ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου, αλλά αδυνατούσα να τον προσέξω. Καθόμουν ήδη στα γόνατα ενός άνδρα που,κατά πάσα πιθανότητα, μ' αγαπούσε και στο στομάχι μου οι Kraftwerk διέσχιζαν την Ευρώπη. Ο άνδρας πίστευε ότι μοναδικός προορισμός μιας γυναίκας ήταν η εξάσκηση των δακτύλων της στα πλήκτρα ενός πιάνου. Το ότι η γυναίκα θα έπρεπε να φορά κόκκινες μπότες και να επιδίδεται σε αναίτιο κλάμα, μ' έκανε να τον κοιτώ στα μάτια με περισσή οικειότητα. 'Ήταν προφανές ότι η στιγμή δεν προσφερόταν για τρέχουσα επικαιρότητα. Η τηλεόραση έκλεισε. Ο φατικός λόγος του κυρίου λέω τις ειδήσεις ακούμπησε και δεν άγγιξε. Κάπως έτσι δεν πληροφορήθηκα την μείωση των επιτοκίων.. Κάπως έτσι έχασα την ευκαιρία να εξασκήσω τη Δυτική μου πλευρά και να προσκυνήσω αντικείμενα και υποκείμενα. Ήμουν σε μια ζεν στιγμή. Στο κεφάλι μου είχαν κατασκηνώσει Σημεία.
Ο άνδρας άρχισε να μου μιλά για έντομα και πορσελάνες, ενισχύοντας τη φυσική μου κλίση προς τον συναισθηματισμό. Η αναπαραγωγή της ακρίδας και οι μπλε λεπτομέρειες στη βάση ενός γιαπωνέζικου πιάτου μου έφερναν δάκρυα στα μάτια. Τώρα στο στομάχι μου ο Erik Satie άναβε λάμπες πετρελαίου. Περνούσα με χάρη από το πιο λεπτό ροζ μέχρι το πιο μουντό πράσινο. Οι συσπάσεις των εντέρων μου υμνούσαν την αυθαιρεσία της πληροφορίας. Σαν τους γιαπωνέζους otaku που επιτίθενται στα Μέσα επιλέγοντας μόνον την άχρηστη είδηση που τους αφορά, σαν παράνομη που όμως δεν αντιπαλεύει κανένα σύστημα. Δεν γνώριζα κανέναν Χριστόφορο Κολόμβο, ποτέ δεν έμαθα τι απέγινε ο στρατηγός Μοντγκόμερυ ή η Μπέιμπυ Τζέην. ''Είναι αλήθεια ότι ο Schubert υπέφερε από ρευματισμούς ;...'',ρώτησα τον άνδρα που με φιλοξενούσε στα γόνατά του. ''Σταμάτα να με κοιτάζεις στα μάτια - θα εξαφανιστώ..'', με εκλιπάρησε. ''Δεν σας έμαθαν στο σχολείο για τον Χάιζενμπεργκ ;...'', συνέχισε γελώντας.
Από τα διπλανά μπαλκόνια οθόνες μετέδιδαν αποκλειστικότητες. Καθίσαμε πλάτη πλάτη, σαν κβάντα που σέβονται την απροσδιοριστία τους.
MEΡIKEΣ ΦΟΡΕΣ ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ
ΕΙΜΑΙ Η ΝΤΟΡΟΘΥ ΠΑΡΚΕΡ
Τότε φοράω ρόμπες και χορεύω σουξέ της εποχής μου. Με χειροκροτεί ο καθρέφτης και ενίοτε, κανένας ξεπεσμένος Απέναντι. Πίνω ηδύποτα, τζιν, ουίσκι. Βρίζω σαν την Αγία Κλάρα των αγρών, προτού συναντήσει τον Άγγελό της. Εννοείται ότι διατελώ εν συγχύσει-γίνομαι, δηλαδή, αυτομάτως αυθόρμητη και αντικειμενική. Μου φταίει το Ταμείο παρακαταθηκών και δανείων, οι εθελοντές της Ολυμπιάδας του 2004, οι Προτεστάντες,ο γραμμικός χρόνος, η βιομετρία, η αυθόρμητη τάξη, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη, η Deutsche Telecom, oι θάνατοι από φυσικά αίτια και μια κόκκινη φλεβίτσα ψηλά στο μηρό μου. Όταν την παθαίνω την πλαστοπροσωπία τηλεφωνώ στα κανάλια και συστήνομαι ως χήρα του Τimothy Leary. Προσπαθώ να πείσω τις ανύποπτες κοντρόλες για το επείγον. Παζαρεύω το αποκλειστικό της νεκρανάστασης του μακαρίτη με τον σαστισμένο διευθυντή ειδήσεων και μετά του ψιθυρίζω πως τον αγαπώ και θέλω να ζήσουμε μαζί για πάντα. ΄Όταν νομίζω ότι είμαι η Ντόροθυ Πάρκερ δεν φοβάμαι τα Μαθηματικά και νιώθω μια ερωτική έλξη προς τους ιδιοκτήτες κάβας με Σατώ Λατίφ του '59.
Επειδή στο βάθος μου μισώ θανάσιμα τον Ντερριντά, σχίζω ό,τι λεξικό βρεθεί μπροστά μου και λέω άλλα αντ' άλλων. Φοράω μαύρα ενώ θέλω να φορέσω κίτρινα κι ακούω ambient ενώ θέλω ν' ακούσω μποσανόβες. Δεν σέβομαι κανέναν ΄Έλληνα πλην του Μίλτου Σαχτούρη και κανέναν εκ μεταγραφής ,πλην του Οφορίκουε. ΄Όταν είμαι η Ντόροθυ Πάρκερ η ιδεολογία μου έχει ελάχιστη σχέση με τη συνείδησή μου κι είμαι απόλυτα σίγουρη πως ο μόνος άνθρωπος που με καταλαβαίνει –μετά τη γιαγιά μου– είναι ο Λουί Αλτουσέρ.
Μερικές φορές με πιάνει και νομίζω ότι είμαι η Ντόροθυ Πάρκερ. Τότε γίνομαι συναισθηματική. Διψάω, πεινάω, χαϊδεύω το σώμα μου. Βάζω μουσική στη διαπασών. Φλερτάρω ασύστολα. Κλαίω, γελάω, μαλώνω. Κάνω εμετούς. Γίνομαι εικόνα, γίνομαι αντίγραφο, γίνομαι αναπαράσταση. Μικραίνω την αλήθεια μου, αποκορυφώνοντας το ιερό μου, δηλαδή.
ΕΝ ΑΝΑΓΚΗ ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΕΚΕΙ*
Βαριόμαστε θανάσιμα και παίζουμε το παιχνίδι με τον Ξενιστή. Σαν τον Stelarc που στο στομάχι του κατοικεί ένα μικρό γλυπτό, σαν εκείνον τον αεροπόρο που κατάπινε συστηματικά κόλλες συσκότισης . Αυτός με περνάει έξι χρόνια και ξεκινάει πρώτος. Δε μιλά, δεν κάνει σχόλια. Αδειάζει με ευσυνειδησία Ιάπωνα μαθητή ιερατικής σχολής. ΄ Είμαι έτοιμος ΄,ψελλίζει και λέει αλήθεια. Είναι όλος μια κοιλότητα, ένα κέλυφος ,ένα άδειο σώμα ,ένας ξενιστής που εκλιπαρεί το παράσιτο. Σήμερα διανύω ρομαντική φάση. Γεμίζω το στομάχι του με μελό του Κάπρα και μουσικές του Μπανταλαμέντι. Δείχνει ευτυχισμένος και ευρύχωρος. Περισσεύουν τετραγωνικά για ένα μικρό λιμάνι (ω, ναι, όπως στα μυθιστορήματα του Κόνραντ!!..) ,ένα ιστιοφόρο (ω, λα λα, όπως στα μυθιστορήματα του Στήβενσον!!...) κι ένα παλιό μπορντέλο (ω, τι ευφυές, όπως στα μυθιστορήματα του Φώκνερ!!...)-η περφόμανς έχει λάβει τέλος με επιτυχία. Η πιθανότητα ν' αποφυλακιστεί η Βίκυ Σταμάτη ή να διεκδικήσει ο Τάσος Μητρόπουλος τον δήμο της Αθήνας δεν μας απασχολεί ούτε κατά το ελάχιστο. Βιντεοσκοπώ την ιστορική εκείνη στιγμή –«για να 'χουμε να θυμόμαστε όταν δεν θα 'χουμε να παίζουμε»,ψιθυρίζει ο άνδρας στο στομάχι του οποίου κατοικεί ο εικοστός αιώνας. Η γοητεία του είναι ένας λεπτός και πολύπλοκος αυτοματισμός που αρνούμαι να περιγράψω.
Τώρα είναι η σειρά μου. Παίζω δεύτερη γιατί γεννήθηκα έξι χρόνια μετά απ' αυτόν. Απλώνω σπλήνες και πάγκρεας στον καναπέ. Τοποθετώ τα εγκεφαλικά υγρά μου με προσοχή σε μια λεκανίτσα. Έχω ωροσκόπο στην Παρθένο κι όλα θέλω να γίνουν με τάξη. ΄Έχει ωροσκόπο στον Ζυγό κι όλα θέλει να γίνουν με στυλ. Οι Dead Kennedys τρυπώνουν πρώτοι απ' την ανοιχτή μασχάλη μου. Πανκ άριες πλημμυρίζουν το δωμάτιο. Οι Spandau Ballet στριμώχνονται βιαστικά στο στόμα μου μαζί με τον στεγνωτήρα μπουκαλιών του Duchamp. Το μετρό του Τόκιο κόβει βόλτες στο στομάχι μου παρέα με το κομμένο δάχτυλο του αριστερού χεριού του Ουίλλιαμ Μπάροουζ.Το σώμα μου χαμογελάει ευτυχισμένο .Το ίδιο και οι εισβολείς. Η περφόμανς έχει λάβει τέλος με επιτυχία. Η βιντεοκάμερα με αποθανατίζει. «Σκέφτηκες ποτέ την προοπτική μιας προσθετικής φτερών, σαν του Ίκαρου;», ρωτώ το χέρι που με φιλμάρει. Το νεύμα του συγκατατίθεται . Η πιθανότητα να μειωθούν οι συντάξεις ή να γίνουν πρόωρες εκλογές δεν μας απασχολεί ούτε κατά το ελάχιστο. Στο κεφάλι μας θηλαστικά και κομπιούτερ επιχειρούν δοκιμαστικές πτήσεις.
ΘΕΣ ΝΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ;*
Όλοι θέλουν να με κάνουν ευτυχισμένη. Ένας γκρίζος της Εθνικής υπόσχεται επιτόκια ,ο άντρας μου αιώνια πίστη και κάτι Μεξικάνοι ζωή μετά θάνατον. Δεν ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω – φαντάζομαι την ίδια αμηχανία θα πέρασε κι ο στρατηγός Κάστερ λίγο πριν διασχίσει τον ποταμό Λιτλ Μπίγκχορν ή ο Καζούο Μιγιαγκάουα όταν φώτιζε την Κινούγιο Τανάκα στο πλάνο της ηλίασης. Η θέση μου είναι δύσκολη. Το κορμί πρόθυμο, το δε πνεύμα ασθενές. Φοβάμαι πως θα μαραθώ σαν χόρτο προτού με κάνουν ευτυχισμένη. Τρέμω σαν επιβάτης ελικοφόρου. Ιδρώνω σαν εφιάλτης Λουθηρανού. Ψελλίζω σουξέ του Al Bano ευελπιστώντας σε φώτιση εκ Ρώμης. Η επιλογή Σωτήρα είναι πιο δύσκολη κι από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.
Στις κρίσεις ψυχραιμίας γίνομαι λογίστρια. Βάζω κάτω τα χαρτιά μου και μετράω προσφορές. Θέλω μια ευτυχία σε στυλ Κινέζικης Δυναστείας Σονγκ ή θα μου ταίριαζε η Πρώιμη Αναγέννηση της Φλωρεντίας ; Μου πάνε τα ακριλικά ή το λάδι σε μουσαμά ; Οι χορεύτριες του Severini ή τα κορίτσια του Lichtenstein; Tι θέλω τέλος πάντων; Τον ακέραιο ή τον περιττό; Τον περαστικό ή τον εγκατεστημένο; Είμαι η έκσταση της Αγίας Θηρεσίας ή ο αριθμός εικοσιοχτώ; Λεία ή εγχαραγμένη ; Θα με σώσει ο μεσόγειος ή ο υπερατλαντικός ; Πρέπει να ευτυχίσω καταπίνοντας τη σύνθεση με Κίτρινο και Μπλε ή -μήπως- ο Παράδεισος με περιμένει στην αγκαλιά μιας σύνθεσης με Κόκκινο, Μπλε και Κίτρινο; Ποια θα είναι, εντέλει, η σεξουαλική μου ταυτότητα στον μεταμοντέρνο κόσμο; Τι σχέση θα έχω με την κοινωνία της πληροφορίας και την πολλαπλότητα των προσβάσεων; Θα γίνω ευτυχισμένη αν δώσω την καρδιά μου στο Ρίζωμα ή μήπως οφείλω να νυμφευθώ το δένδρο;
Επειδή στα δύσκολα τα χάνω, επειδή έχω να κάνω κι άλλα πράγματα εξόν του να αποφασίζω, επειδή όποιος επιλέγει το ένα κι αποκλείει τα άλλα τον τρώει ο λύκος, επειδή τα μέλλοντα είναι άφθονα όπως κι οι διακλαδώσεις τους, επειδή μ' αρέσει πολύ κι ο Deleuze κι ο Guattari,επειδή όλες οι πολλαπλότητες είναι επίπεδες ,για όλα αυτά και για άλλα τόσα ,απλώνομαι σε μια και μόνη σελίδα κι αρχίζω να πτύσσομαι απείρως.
Αναγκάζω την κάμερα να μ' ακολουθήσει. Το μάτι της χώνεται με δυσκολία στο τελευταίο ράφι του ψυγείου. Καταγράφει το σιρόπι για το βήχα, τα ληγμένα αντισταμινικά και το ψαλίδι του Γιάννη Τζώρτζη. Στ' αυτιά μου τρίζουν οι μιγαδικοί αριθμοί του Ξενάκη. Κοιτάζω με λαγνεία το φακό που ζουμάρει στις γάμπες μου. «Συνάντησε, άραγε, ποτέ ο Μάιλς Ντέιβις τον Στοκχάουζεν ;...»,αρθρώνω ξέπνοα καθώς το νυχτικό πέφτει με πάταγο στα πλακάκια . Η επιδειξιoμανής πλευρά του χαρακτήρα μου αποκαλύπτεται σε Πανελλήνια πρώτη. Ασθμαίνω. Ηδονίζομαι δημοσίως .Τα αγγεία της ματαιοδοξίας μου διαστέλλονται σε live μετάδοση. Δεν είμαι αυτό που υπάρχει. Είμαι αυτό που φαίνεται.
Αποπροσανατολισμένη. Οικειοθελώς έγκλειστη στο Μουσείο των Ατυχημάτων-ένα ατύχημα από εκατομμύρια πίξελ σε κοινή θέα.
Η κάμερα κάνει σωστά τη δουλειά της. Κι εγώ τη δική μου. Από τη αρένα της κουζίνας μου, χαιρετώ τα πλήθη .Οι Nurse with wound ψιθυρίζουν θρίλερ-νανουρίσματα . Ξεκουμπώνω το σουτιέν μου με τέχνη. Θέλω να κερδίσω τη συμπάθεια του κοινού, θέλω να ψηφιστώ σαν ο πιο σέξι κώλος της νέας εποχής, θέλω να θριαμβεύσω επί πτωμάτων, να πεταχτούν οι ρώγες μου έξω, να επιβεβαιώσω τις προφητείες του Αντόρνο και του Χορκάιμερ και του Ντεμπόρ και του Μπράντμπερι. Θραύσματα από τις ημέρες που δεν ήμουν εικόνα ανεβαίνουν στη γλώσσα μου, έτοιμα να εκτοξευθούν: « ...μπάιρον, filioque,fellatio,όρος θαβώρ, ελπήνορας , ούρλικε μάινχοφ, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει,tangerine dream, παντοκράτωρ, ένας δάσκαλος του ζεν ακούει ρένα κουμιώτη, άγιος εφραίμ, πιπέρι στο στόμα, deus ex macchina,too old to die young, σερβομηχανικός, αποβουτυρωμένος, αποσυνάγωγος, γιόσεφ μπόις, ο φύλακας στη σίκαλη, πρωτόζωα, ιουράσιος, κοβάλτιο, μειόκαινο,belladonna,pas de chat,κωλοτρυπίδα, ωγκρατέν...» μουρμουρίζω με κλειστά τα μικρόφωνα. Οι κύριοι πίσω από το τζάμι με αγριοκοιτάζουν. Το βουλώνω κι ανοίγω πάλι τον ήχο. Δεν θα ξαναπώ κακές λέξεις, δεν θα ξαναπώ λέξεις. Χορογραφώ κάτι που μοιάζει με νεκρή φύση. Είμαι το μήλο και το αχλάδι και τα λεμόνια. Ο γυμνός θρίαμβος ,ο φόβος της Συγκλήτου, ο εφιάλτης του Μάρκου Αυρήλιου, το καμάρι της General Electric,το έσχατο λήμμα στην εγκυκλοπαίδεια του πανικού.
Τώρα ο θόρυβος είναι λευκός. Η εικόνα έχει παγώσει. Κάτι σαν χιόνι θριαμβολογεί πάνω στα καλώδια που με συνδέουν .'' Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής, ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής ...'',ουρλιάζω, ξέροντας ότι αδυνατώ να ακουστώ.
ΠΩΣ ΠΕΡΑΣΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ*
Ήθελα να δώσουμε τον όρκο του Σφαιριστηρίου και να λεηλατήσουμε τους πύργους των ευγενών και να κόψουμε το κεφάλι του Λουδοβίκου και να καταλάβουμε τον Κεραμεικό και να κηρύξουμε την πατρίδα σε κίνδυνο και να πολεμήσουμε στο Βαλμύ. Στην πραγματικότητα ήθελα μόνον να με φιλήσει. «Δεν με ξέρεις καθόλου», είπε στη μέση της πλατείας. Η Ανάσταση έπνεε τα λοίσθια κι εγώ ήθελα μόνον να με φιλήσει. «Μ' αρέσουν οι ιστορίες με κακό τέλος», είπε στην άκρη της πλατείας κι εγώ ήθελα μόνον να με φιλήσει. Ήθελα να προλάβουμε τον Ρενέ Κρεβέλ πριν ανοίξει το γκάζι και τον Ζαν Ριγκώ πριν οπλίσει το περίστροφο, ήθελα να βάλουμε φωτιά στα Vefa's house , ν' απαγάγουμε τα δίδυμα του Θεόδωρου Πάγκαλου και τη γυναίκα του Κριστιάν Καρεμπέ . Ήθελα να ταΐσουμε με το ζόρι τη Λίσμπεθ και την Ανζελίκ Ρεβέν και να υποβάλλουμε σε υποχρεωτική χορτοφαγία τη Δέσποινα Μοιραράκη. Στην πραγματικότητα ήθελα μόνον να με φιλήσει. «Δεν μπορώ να ξεκολλήσω απ' τα μπουκάλια»,τον άκουσα να λέει πίσω από κάτι αυτοκίνητα. Το σώμα του μύριζε Πάσχα και λαμπάδες, κι εγώ ήθελα μόνον να με φιλήσει. «Κάνω άθλιο ύπνο και ξυπνάω κουρασμένος», είπε μπροστά σε μια βιτρίνα κι εγώ ήθελα μόνον να με φιλήσει.
Ήθελα να φυγαδεύσουμε τον Αλεξάντερ Τρόκκι, ήθελα να' ανακαλύψουμε το πανκ, ήθελα να ταξιδέψουμε μαζί στο Τόκιο, ήθελα να επισκεφτούμε τις χήρες του Ντεμπόρ, ήθελα να προλάβουμε τη διάλυση των Μοnkees, ήθελα να τιμωρήσουμε τον καρχαρία που έφαγε τον Κραβάν, ήθελα να πιούμε, ήθελα να μην φάμε, ήθελα να κοιμηθούμε, ήθελα να ξυπνήσουμε, ήθελα να χορέψουμε, ήθελα να μείνουμε ακίνητοι .Στην πραγματικότητα ήθελα μόνον να με φιλήσει. Πάνω απ' τα κεφάλια μας ο Κρόνος συναντούσε τον Πλούτωνα ,αλλά εγώ δεν το ήξερα. Ήξερα μόνον ότι ήθελα να με φιλήσει. «Σ' αρέσει το γαλλοαλγερινό χιπ-χοπ;», ρώτησε κι εγώ ήθελα μόνον να με φιλήσει.
Με φίλησε.
Αυτό ήθελα.
Αυτό έλαβα.
O,ΤΙ ΔΙΝΕΙΣ ΠΑΙΡΝΕΙΣ*
ΚΑΘΟΜΑΣΤΕ σε κάτι κουτσές φορμάικες και κάνουμε ότι μιλάμε. Αυτός ξεκινά πρώτος : «Η Ντόρα Ντυμάντ δεν αντιμίλησε ποτέ στον Κάφκα. Απέφευγε να του μαγειρεύει ψαρόσουπες – ο αγαπημένος της αγαπούσε τα ψάρια και δεν τα έτρωγε. Όταν της τρυπούσε τα χέρια με βελόνες του ραψίματος ,αυτή χαμογελούσε. Της επέτρεψε να τον φιλήσει στο στόμα λίγο πριν εγκαταλείψει οριστικά την Πράγα και τα μεγάλα ποντίκια των λεωφόρων της», λέει, πασπατεύοντας μου το γόνατο.
«H Ρεγγίνα ΄Ολσεν αρραβωνιάστηκε τον Κίρκεγκορντ στα δεκαεπτά της . Έραβε το νυφικό της όταν την εγκατέλειψε γιατί του το ζήτησε ο Θεός. Κάποιοι την είδανε να διασχίζει την Κοπεγχάγη ψελλίζοντας, ντυμένη στα κόκκινα, Σέρεν, Σέρεν, μικρέ μου Σέρεν... Λίγο πριν πεθάνει ο Κίρκεγκορντ, ακούστηκε πως ψιθύρισε στο αυτί του πάστορα που του έκλεισε τα μάτια, Ρεγγίνα, Ρεγγίνα, μικρή μου Ρεγγίνα..., και του έδωσε ένα γαλλικό φιλί με γλώσσα», του αντιγυρίζω με καθαρή κακία. Αποφεύγει να με κοιτάξει στα μάτια ,ανάβει τσιγάρο και ξαναμιλάει. ''Κάτι Ρουμάνοι που ξέρω ,έκαναν κομπίνες με τη γάτα Πείνα . Παραμόνευαν ν' απλώσει καμιά νοικοκυρά το καλό της το Μπουχάρα στο μπαλκόνι, πετούσαν το θηλαστικό πάνω στο χαλί, η Πείνα ρόλαρε σαν τρελή κι έπεφταν κι οι δύο στο φορτηγάκι που παραμόνευε από κάτω. Στο τριακοστό τρίτο χαλί η γάτα δάγκωσε όλη τη συμμορία (τα τραύματα ήταν βαθιά σαν ύαινας, είπαν οι θεράποντες) κι εξαφανίστηκε», μουρμουρίζει και σηκώνεται να πάρει μια μπύρα.
Τον ακολουθώ μέχρι την κουζίνα. «Την ιστορία με τη γάτα και τους Ρουμάνους σου την είπα εγώ – γιατί με κλέβεις;» ρωτάω χωρίς να περιμένω απάντηση. Επιστρέφουμε στις καρέκλες. (Θέλω να τον διαβεβαιώσω πως μπορώ να τον βοηθήσω να περπατήσει πάνω στο νερό, αρκεί να μου το ζητήσει. Θέλω να του εκμυστηρευτώ πως είμαι έτοιμη να τον εγκαταλείψω, αρκεί να μη μου το ζητήσει. ) Οι JAΜ τραγουδούν : ...and what you give is what you get... είναι στα σίγουρα βαλτοί.
Σηκώνομαι.
Επιστρέφω με την αλατιέρα.
Την αναποδογυρίζω και σχεδιάζω
ένα δρόμο στο χυμένο αλάτι.
σχόλια