Η πρωτοβουλία του Γιώργου Παπανδρέου να αναγγείλει ως πρωθυπουργός της χώρας δημοψήφισμα για την αποδοχή ή μη της νέας δανειακής σύμβασης, μόλις είχε συναποφασίσει για την κατάρτισή της στη σύνοδο κορυφής της Ευρωζώνης, προκάλεσε τις γνωστές αντιδράσεις που τον ανάγκασαν μέσα σε τρεις μέρες να το αποσύρει. Δεν πρέπει να είχε σταθμίσει σωστά ούτε τον κλονισμό που θα επέφερε στις αγορές σε παγκόσμια κλίμακα πλήττοντας και άλλες ευάλωτες οικονομίες – ας σημειώσουμε εδώ μόνο το παράπονο του εκπροσώπου της κυβέρνησης Θαπατέρο: «κακά νέα για την Ισπανία, κακά νέα για την Ευρώπη», είπε βλέποντας τα spreads να εκτοξεύονται. Αλλά ούτε τη σκλήρυνση των Ευρωπαίων ηγετών απέναντι στη χώρα μας, οι οποίοι, εγκαταλείποντας κάθε ρητορική αλληλεγγύης, πέρασαν στον ανοικτό εκβιασμό, μαζί και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για την έκτη δόση, μας διατυπώνουν πια τελεσίγραφο να υλοποιήσουμε τη συμφωνία ως έχει, αμέσως. Ούτε, τέλος, την έκταση της δυσφορίας και της ανησυχίας μέσα στην Ελλάδα, στο ίδιο του το κόμμα.
Αλλά όσο κι αν ατύχησε, η πρωτοβουλία Παπανδρέου πυροδότησε μια διεθνή συζήτηση για την υπόσταση της δημοκρατίας στον κόσμο που κυβερνούν οι αγορές. Βρήκε υποστηρικτές, όχι μόνο μεταξύ φίλων και ομοϊδεατών του, όπως, για παράδειγμα, ο Ρόμπερτ Ράιχ, ο προοδευτικός υπουργός Εργασίας της πρώτης κυβέρνησης Κλίντον, καθηγητής στο Μπέρκλεϊ σήμερα, που θα ήθελε να είχε μιμητές στις ΗΠΑ. Ή ο Άντονι Μπαρνέτ της ιστοσελίδας openDemocracy, ο οποίος την εισέπραξε σαν «ανάσα δημοκρατίας στην κρίση του ευρωπαϊκού νομίσματος και απόπειρα ειλικρίνειας».
Απέχοντας από αξιολογικές κρίσεις ο διευθυντής του Brugel Ζαν Πιζανί-Φερύ, κατά κανόνα αυστηρός απέναντι στη χώρα μας, αναγνώρισε ότι το δημοψήφισμα ήταν εισβολή της πολιτικής σε μια διαδικασία τεχνοκρατική. «Ήταν αναπόφευκτο», είπε σε συνέντευξή του στη Le Monde, «κάποια στιγμή η πολιτική να εκδικηθεί».
Μέσα στην επικρατούσα κατακραυγή, εγκωμιάστηκε ωστόσο από σοβαρούς σχολιαστές σε ένα ευρύ φάσμα του Τύπου. Έτσι ο Φρανκ Σιρμάχερ, εκδότης τηςFrankfurter Allgemeine Zeitung, μιας μεγάλης φιλελεύθερης, κεντροδεξιάς εφημερίδας, που μάχεται κατά της μετατροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε «Ένωση Μεταβιβάσεων Πόρων» (όπου οι πλούσιοι πειθαρχημένοι Γερμανοί θα πλήρωναν για τα χρέη άλλων), επεσήμαινε την 1η Νοεμβρίου: «Ο υποτιθέμενος ορθολογισμός χρηματοοικονομικών διαδικασιών βοήθησε να αναδειχτεί το αταβιστικό υποσυνείδητο. Το να μπορεί κανείς να βρίζει χώρες ολόκληρες τεμπέληδες και απατεώνες, έμοιαζε να είχε ξεπεραστεί οριστικά με το τέλος της εποχής του εθνικισμού. Τώρα η συμπεριφορά αυτή είναι πάλι εδώ, με μιαν υποτιθέμενη 'λογική' στο πλευρό της. Η διαστρέβλωση του κοινοβουλευτισμού από την εξαναγκασμένη συμμόρφωση στις αγορές δεν νομιμοποιεί μόνο τον λαό ως 'έκτακτο νομοθέτη', στην περίπτωση της Ελλάδας επιβάλλει αυτήν την έκφραση βούλησης». Και προσέθετε: «Ο Παπανδρέου δεν πράττει ορθά μόνο αναθέτοντας το καθήκον στον λαό. Δείχνει επίσης ένα δρόμο στην Ευρώπη. Γιατί στη νέα αυτή κατάσταση η Ευρώπη θα έπρεπε να κάνει τα πάντα για να πείσει τους Έλληνες γιατί ο δρόμος που υποδεικνύει είναι ο σωστός. Και θα έπρεπε τότε να πείσει και τον εαυτό της».
Πολύ πιο πέρα προχωράει όμως ο κορυφαίος φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, απαντώντας στον Σιρμάχερ χθες με τίτλο «Σώστε την αξιοπρέπεια της Δημοκρατίας». Σαρκάζοντας τις «ανεγκέφαλες αντιδράσεις των πολιτικών μας ελίτ στην πρόθεση του Παπανδρέου να βάλει τον ελληνικό λαό μπροστά στην απελπιστική επιλογή μεταξύ πανώλης και χολέρας», γράφει: «Οι κύριοι παίκτες στη σκηνή της κρίσης της Ε.Ε. και του ευρώ, που από το 2008 σπαρταρούν πιασμένοι στις πετονιές της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας, φουσκώνουν αγανακτισμένοι ενάντια σε έναν συμπαίκτη ο οποίος τολμά να αερίσει το πέπλο πάνω από τους τάχα μυώδεις αγώνες τους». Αυτός στο μεταξύ κάμφθηκε, αλλά ο Χάμπερμας μας καλεί να διδαχθούμε από το έργο. "Ενόψει της επικείμενης κατάρρευσης της κυβέρνησης Παπανδρέου" το ευρώ ανέβηκε, μετέδιδε το Reuter’s, οι δείκτες των μετοχών στα ευρωπαϊκά Χρηματιστήρια επίσης. Αποκαλύφθηκε έτσι «το κυνικό νόημα αυτού του ελληνικού δράματος - λιγότερη δημοκρατία είναι καλύτερη για τις αγορές.»
Και εξηγεί: «Σε φιλελεύθερα συγκροτημένα κράτη που φορολογούν πάντοτε υπήρχε μια σχέση έντασης μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού. Δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις μπορούν να κερδίσουν και να διατηρήσουν νομιμοποίηση μόνον εφόσον ανιχνεύουν ευφυώς τους δρόμους όπου οι επιταγές των δύο πλευρών μπορούν κάπως να έρθουν σε ισορροπία - οι προσδοκίες κέρδους των επενδυτών και οι προσδοκίες των ψηφοφόρων που θέλουν το βιοτικό τους επίπεδο, η κατανομή του εισοδήματος και η κοινωνική ασφάλεια να εξελίσσονται κάπως καλά. Αλλά το χαρακτηριστικό των εποχών κρίσεων είναι ότι τέτοιοι δρόμοι κλείνουν. Και τότε οι πολιτικοί πρέπει να δηλώσουν το χρώμα τους. [...] Πολιτικοί που φορτώνουν την τραπεζική κρίση στα υπερχρεωμένα κράτη και επιβάλλουν σε όλη την Ευρώπη προγράμματα λιτότητας αδιαφορώντας για τις απώλειες βλέπουν μόνο τη μία πλευρά. [...] Το νόμιμο αίτημα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες της ευημερίας να μην υπάρχει δίπλα στον ιδιωτικό πλούτο δημόσια φτώχεια και περιθωριοποιημένος φτωχός πληθυσμός δεν απαξιώνεται επειδή το πλεόνασμα ρευστού κεφαλαίου αναζητεί ευκαιρίες τοποθέτησης και κάποτε τα κέρδη πρέπει να ‘απορροφηθούν’ εις βάρος των πολιτών».
«Ο Παπανδρέου κατάφερε για μια στιγμή τρόμου να επαναφέρει την κεντρική σύγκρουση, μετατοπισμένη σήμερα σε απροσπέλαστες διαπραγματεύσεις μεταξύ ευρω-κρατών και τραπεζιτών, στο φως εκείνου του στίβου όπου οι θιγόμενοι μπορούν να γίνουν συμμετέχοντες. Ακριβώς όταν η επιλογή υφίσταται μόνο μεταξύ πανώλης και χολέρας, δεν πρέπει η απόφαση να λαμβάνεται πάνω από τα κεφάλια ενός δημοκρατικού πληθυσμού. Δεν είναι μόνο ζήτημα δημοκρατίας, εδώ διακυβεύεται η αξιοπρέπεια. [...] Δεν θα έπρεπε ο πληθυσμός της Ελλάδας να ψηφίσει έστω εκ των υστέρων για μιαν απώλεια κυριαρχίας που, όπως και στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, είχε επισυμβεί ήδη προ πολλού με τις επιταγές της τρόικας Ε.Ε., ΔΝΤ και ΕΚΤ;»
Θεωρώντας ωστόσο ότι οι αλλεπάλληλες διασώσεις χρεωμένων χωρών απλώς αναβάλλουν το πρόβλημα, ο Χάμπερμας επανέρχεται στο αίτημα ενός Συντάγματος για την Ευρώπη. «Η ελληνική καταστροφή είναι μια σαφής προειδοποίηση ενάντια στο μετα-δημοκρατικό δρόμο που άνοιξαν η Μέρκελ και ο Σαρκοζί», λέει. «Η συγκέντρωση της ισχύος σε ένα διακυβερνητικό συμβούλιο των πρωθυπουργών, που επιβάλλουν τις συμφωνίες τους στα εθνικά κοινοβούλια, είναι ο λάθος δρόμος. Μια δημοκρατική Ευρώπη, που δεν χρειάζεται να πάρει τη μορφή ομοσπονδιακού κράτους, πρέπει να έχει άλλη όψη».
Εδώ περιγράφει τους πολιτικούς που θα απαιτούσε μια πρωτοβουλία σε τέτοια κατεύθυνση, μακριά από τη ρουτίνα του οπορτουνισμού της ισχύος, που θα έπαιρναν ρίσκα και θα μιλούσαν στο πρώτο πρόσωπο για να πείθουν τους πολίτες, δεν θα κλείνονταν σε ένα αυτοαναφορικό σύστημα, καταλαβαίνοντας τους γύρω τους διοικητικά μόνο, ως δεξαμενή ψήφων. Διαφορετικά αυτό που θεωρείται αυτονόητο στη δημόσια σφαίρα μπορεί να το αλλάξει μόνο ένα κοινωνικό κίνημα. Όποιος παρακολουθήσει τον αμερικανικό Τύπο, θα εκπλαγεί με τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει το “Occupy Wall Street”, καταλήγει ο Χάμπερμας.
σχόλια