Η αναμονή στο JFK πριν την πτήση για την Αθήνα δεν είχε τη συνηθισμένη της εκτός-τόπου-και-χρόνου ποιότητα. Tα μαγαζιά του αεροδρομίου κατακλύζονταν από άλλους Έλληνες που -σε αντίθεση με μένα αυτή τη φορά- βρίσκονταν στο τέλος του ταξιδιού τους. Δεν χρειάζεται να τους ακούσεις να μιλάνε για να τους καταλάβεις… Φοράνε μπλούζες Abercrombie & Fitch και γυαλιά ηλίου Ray-Ban ενώ περιφέρονται σε υποφωτισμένους διαδρόμους. Τελευταία οι κοπέλες, αλλά και οι νεαροί που κάποια τους περιμένει, έχουν απαραιτήτως κρεμασμένη στον ώμο τους μια σακούλα Ugg (γιατί πως θα βγάζουν το σκυλάκι τους βραδινή βόλτα στην πολική Πατριάρχου Ιωακείμ χωρίς προβάτινη επένδυση στη μπότα…;!) Αν, μετά απ’ όλα αυτά τα σημάδια, αμφισβητείς ακόμα ότι πρόκειται για ομοεθνείς σου, δεν έχεις παρά να σταθείς κοντά στους πάγκους με τα αρώματα όπου, αργά ή γρήγορα, θα πλησιάσουν για να απευθύνουν στην πωλήτρια την αγωνιώδη ερώτηση: “Ντου γιου χαβ μπέρμπερι;;;;” Έτσι θα μπορέσουν να επιστρέψουν ήσυχοι στην Ελλάδα έχοντας διαγράψει και το τελευταίο αντικείμενο από τη λίστα τους.
Σκέφτομαι όλους εκείνους τους γνωστούς μου που έρχονται κατά καιρούς στη Νέα Υόρκη κρατώντας ευλαβικά στα χέρια τους τέτοιες λίστες. Πού πρέπει να πάνε, τι πρέπει να δούνε, πού πρέπει να φάνε και –το μεγαλύτερο “πρέπει” απ΄ όλα- πού πρέπει να ψωνίσουν. Οι λίστες αυτές, έχω παρατηρήσει ότι συντάσσονται κυρίως βάσει υποδείξεων άλλων γνωστών τους που επισκέφθηκαν την πόλη εκπληρώνοντας αντίστοιχες λίστες. Το ενδιαφέρον είναι ότι πολλοί απ’ αυτούς έχουν φίλους που μένουν εδώ και θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να δουν κάτι πραγματικά καινούριο. Αρκεί φυσικά να είναι διατεθειμένοι να αντέξουν όταν επιστρέψουν να ακούσουν το γνωστό: “Τι;; Πήγες στη Νέα Υόρκη και δεν πήγες Cipriani;;;” Δεν λέω παιδιά, φανταστικό το Cipriani… Όμως το πρόβλημα με τις εκτενείς, χιλιοεκπληρωμένες λίστες είναι ότι μπορούν τελικά να σε εμποδίσουν να βιώσεις ένα από τα πιο βασικά και μοναδικά χαρακτηριστικά αυτής της πόλης: Την ικανότητά της να σε παρασύρει να την ανακαλύψεις αν της αφεθείς. Αλλά, για να γίνει αυτό, χρειάζεται ανοιχτή διάθεση, παιδική σχεδόν περιέργεια, και, φυσικά, πολύ μα πολύ περπάτημα χωρίς συγκεκριμένο τελικό προορισμό. Κανενός ψαγμένου η λίστα (ή η στήλη…) δεν περιέχει το “άγνωστο” μικρό εστιατόριο που μπήκες τρελά πεινασμένος μετά από ατελείωτη βόλτα στο Soho, ή το κουφό μαγαζάκι που ανακάλυψες καθώς έστριβες σε ένα δρόμο του West Village γιατί σου άρεσε όπως έπεφτε το φως.
Καταλήγω κι εγώ να κάνω αντίστοιχες λίστες όταν έρχομαι στην Αθήνα… Αυτή τη φορά όμως δεν είχα οργανωτική διάθεση – ευτυχώς! Μια που δεν ήταν και γιορτές, οι μέρες ήταν απαλλαγμένες από οποιαδήποτε δομή που συνήθως επιβάλλει τα τσακίσματα της στο χρόνο. Χρόνος ρευστός, εύπλαστος που γέμιζε φυσικά, σχεδόν ενστικτωδώς, με ό,τι προέκυπτε. Αν και τα πιο γκουρμέ γεύματα συνέβησαν ως συνήθως στο σπίτι (αυτός ο Παρλιάρος μας έχει καταστρέψει…!), μια ευκαιρία για γιορτή μας πήγε την πρώτη κιόλας βραδιά στο Απλά. Απολαύσαμε μέχρι τελευταίας μπουκιάς τις γνήσιες, προσγειωμένες γεύσεις του Χρύσανθου Καραμολέγκου (άξιοι οι σκούφοι!), αλλά και χαρήκαμε την υποδειγματική, και χωρίς το παραμικρό ύφος, φροντίδα του χαμογελαστού προσωπικού. Στα μουσικά, η μανία της τζαζ που φαίνεται να με έχει καταλάβει τελευταία βρήκε τροφή και στην Αθήνα. Έτυχε να βρεθώ δυο βραδιές στο Baccaro, που η σκηνή του φιλοξενεί κάθε βράδυ αξιόλογα σχήματα, το αίθριο με τα τραπεζάκια είναι πολύ συμπαθητικό και -απ’ ό,τι άκουσα να λένε- έχει νόστιμο φαγητό. Ο κόσμος μου φάνηκε λιγότερο ενθουσιώδης απ’ ότι θα περίμενα ακούγοντας τους latin jazz ήχους των Cubana Bop τη μια βραδιά, αλλά και την γλυκά εκρηκτική Εύη Σιαμαντά την άλλη. Ίσως φταίει το γεγονός ότι έχω καλοσυνηθίσει τους υπέρ-εκδηλωτικούς Νεοϋορκέζους… Κάποιος που πραγματικά με εντυπωσίασε αυτές τις μέρες ήταν ο τρομπονίστας Αντώνης Ανδρέου που, ενώ τον άκουγα, δεν μπόρεσα παρά να δικαιολογήσω όποιον του απέδωσε τον χαρακτηρισμό “η δύναμη της φύσης στα πνευστά”. Με απορρόφησαν η ταχύτητα, η ακρίβεια και η καθαρότητα με τις οποίες εναλλάσει τις νότες και την υφή του ήχου στους παιχνιδιάρικους και εντελώς φρέσκους αυτοσχεδιασμούς του. Παρέα με δύο πολύ καλούς μουσικούς παίζουν κάθε Τρίτη στο Santa Botella της Πανόρμου. Αν αντέχετε τον καπνό, σας το συστήνω ανεπιφύλακτα, καθώς και τα παγωμένα daiquiri λεμόνι.
Την Πέμπτη πήγαμε στο Παλλάς όπου η Μαρία Φαραντούρη, η Έλλη Πασπαλά και η Σαβίνα Γιαννάτου μας επιβίβασαν σε ένα πολύχρωμο αερόστατο για μια τρίωρη μελωδική βόλτα ανά τον κόσμο. Ήμουν με το Χρήστο, ιδανικός συνταξιδιώτης και με διαφορά ο πιο ποιητικός μου φίλος. Τις φορές που η καθημερινότητά μου στη Νέα Υόρκη δεν είναι και τόσο ποιητική, ξέρω πως μπορώ να βασιστώ πάνω του για να με επαναφέρει στην ονειρώδη διάσταση της ζωής. Αρκεί να τον πάρω να δω τι κάνει για να μου απαντήσει κάτι σαν: “Πίνω φασκόμηλο στη βεράντα μου και βλέπω τα σύννεφα να κινούνται. Ρε συ… τι ωραία που μυρίζει το φασκόμηλο!” Στην παράσταση ξεχώριζε η Πασπαλά που η ενέργειά της γέμιζε αβίαστα τη μεγάλη αίθουσα και τίποτα δεν φαινόταν ικανό να διακόψει τη ροή της. Άψογος όπως πάντα ο David Lynch, ο οποίος, εκτός από τα μαγικά πνευστά του, καταφέρνει με κάποιον τρόπο να παράγει οποιονδήποτε άλλο ήχο θα μπορούσε να λείπει από κάθε μουσική ανάσα. Πολύ αισθαντικό ήταν και το τσέλο του Τάσου Μυσιρλή. Την Κυριακή παρακολούθησα τον υποκριτικό άθλο της Γιασεμί Κηλαηδόνη στο Μεταξουργείο στο ωμό και τραχύ Μαράν Αθά. Παράσταση για μυημένους -όπως είπε και μία φίλη- μιας που η αργή και συρτή εκφορά του λόγου, ιδιαίτερα στην αρχή, κινδυνεύει να σε ξενίσει πριν καταφέρεις να τη συνηθίσεις. Παρ’ όλο που σε όλη την παράσταση παρακολουθούσα τη Γιασεμί μόνη της σε μια σχεδόν άδεια σκηνή, βγήκα στο τέλος στοιχειωμένη από εικόνες. Στο ουζερί της Άννας, ακριβώς δίπλα, που καθίσαμε μετά την παράσταση φάγαμε εξαιρετικό χωριάτικο λουκάνικο, πατάτες τηγανητές (της μαμάς!) και σπανακόπιτα με σπιτικό φύλλο. Τη Δευτέρα το βράδυ γέμισα νέα μουσική έμπνευση βλέποντας την Τάνια Τσανακλίδου να παραδίδει ακόμα μια φορά μαθήματα τραγουδιστής υποκριτικής στην παράσταση που αρχίζει στις 9:30 (αυστηρά) στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο.
Παραμονή της αναχώρησής μου, τελευταία γρήγορη βόλτα στο Ψυχικό και η καθιερωμένη επίσκεψη στο Culpa. Το Culpa, στην αρχή της Σολωμού, είναι ένα πάρα πολύ προσεγμένο deli, με εκλεκτά προϊόντα απ΄ όλη την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό. Η κυρία Εύη Αναγνωστοπούλου, που έχει πάντα κάτι ξεχωριστό να σε κεράσει, οργανώνει εκεί κατά καιρούς σεμινάρια γευσιγνωσίας. Περνάω πάντα πριν φύγω, για να πάρω μαζί μου κάποια ελληνική λιχουδιά, αλλά και κάτι για να αφήσω στο σπίτι… Από αυτό το μαγαζάκι δεν βγαίνω ποτέ χωρίς ένα κομμάτι από το απίθανο μαύρο ψωμί με τα καρύδια, που έχει σχεδόν υγρή υφή και μυρίζει θεϊκά! Στην πτήση της επιστροφής ζυγίζω μέσα μου την αίσθηση που μου άφησε αυτή τη φορά η Αθήνα. Στις παύσεις ανάμεσα στις ζεστές νότες και το ευγενικό απογευματινό φως δεν μπόρεσα να μην αισθανθώ το κλίμα που έχει αλλάξει… Το έχουν βαρύνει η αγανάκτηση, η απογοήτευση και η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης των ανθρώπων που τόσα χρόνια υπέμειναν αυτή την παρατεταμένη, άρρωστη ανισορροπία. Τώρα που ξεχείλισε επιτέλους το άπατο ποτήρι της ελληνικής πραγματικότητας καλούνται και πάλι να δώσουν. Μπορεί άραγε να πεισθεί αυτός ο κόσμος πως ό,τι δώσει τώρα δεν θα πάει και πάλι χαμένο; Θα ενδιαφερθεί άραγε κανείς να τον πείσει;
Στην πύλη για το αεροπλάνο η φωνή απ’ το μεγάφωνο καλεί τους επιβάτες που έχουν εισιτήρια στις ζώνες 3 και 4. Ένα παιδάκι γυρίζει στο μπαμπά του και αναρωτιέται φωναχτά: “Και αν φοράμε τιράντες;;;” Καθώς περνάω τον τελικό έλεγχο σκέφτομαι αυτά που ήθελα να κάνω στην Αθήνα και δεν πρόλαβα. Την παράσταση Recycle του Εθνικού, τον Βασιλικό στο Μικρό Παλλάς, την έκθεση για τον έρωτα στο μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, δυο-τρεις ανθρώπους μου που δεν συντονιστήκαμε… Μετά η σκέψη μου γυρίζει σε ό,τι παίρνω μαζί μου. Στιγμές γεμάτες, διεσταλμένες, χαμόγελα, μυρωδιά από ανοιξιάτικο χώμα ένα πορτοκαλί απόγευμα στον εθνικό κήπο. Στο αεροπλάνο κάθομαι δίπλα σε μια παρέα συνομηλίκων μου που πάνε διακοπές στη Νέα Υόρκη. Βρίσκουν το φαγητό του αεροπλάνου αποδεκτό αλλά… “δεν θα του έδιναν και χρυσό σκούφο!” Μιλάμε λίγο, με ρωτάνε για τη Νέα Υόρκη, τους λέω να μην παραλείψουν να επισκεφθούν το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Με διαβεβαιώνουν πως είναι στη λίστα τους…