Από το bookpress.
Η αμερικανική δεξιά έχασε τις εκλογές. Και μαζί της έχασε, για μια ακόμα φορά, ο κοινωνικός εγωτισμός που χαρακτηρίζει τα δυο ιερά της κείμενα: τη Βίβλο και το μυθιστόρημα της Άυν Ραντ «Ο Άτλας επαναστάτησε»[1] - αμφότερα πολυσέλιδα, επιρρεπή σε παρερμηνείες.
Οι φανατικοί χριστιανοί κραδαίνουν τη Βίβλο επιστρέφοντας στην Παλαιά Διαθήκη και παρακάμπτοντας την πιο ανθρωπιστική Καινή Διαθήκη – υπογραμμίζουν τον εγωτισμό της φιλοσοφίας της Άυν Ραντ αποσιωπώντας την αντίθεσή της στη θρησκεία και τη θέση της υπέρ των αμβλώσεων.
Η Άυν Ραντ (1905-1982) είναι ίνδαλμα στις ΗΠΑ αλλά δεν ταιριάζει στην ευρωπαϊκή, σοσιαλδημοκρατική νοοτροπία. Παρ’ όλ’ αυτά, μου φαίνεται ότι διατυπώνει μερικά ενδιαφέροντα επιχειρήματα για τον σύγχρονο άνθρωπο: ειδικά το μυθιστόρημα “The Fountainhead” (που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο «Κοντά στον ουρανό»)[2] περιγράφει τη διαδρομή ενός οραματιστή αρχιτέκτονα –που θυμίζει τον Φρανκ Λόιντ Ράιτ– ο οποίος, αφού αναγκάζεται να συμβιβαστεί στην εκτέλεση ενός έργου του, αποφασίζει να δυναμιτίσει το ίδιο του το οικοδόμημα. Ο Χάουαρντ Ρόαρκ της Άυν Ραντ αποτελεί το πρότυπο του δημιουργού που διατηρεί την ακεραιότητά του, που αντιστέκεται στις πιέσεις του συρμού και στον χυδαίο ωφελιμισμό[3].
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διαβάσει κανείς το «Κοντά στον ουρανό» όπως υπάρχουν πολλοί τρόποι να διαβάσει κανείς τη Βίβλο. Η αμερικανική δεξιά προσεγγίζει δυο ιδεολογήματα άσχετα μεταξύ τους –την ιουδαιοχριστιανική θρησκεία και τον «αντικειμενισμό» της Άυν Ραντ- για να υποστηρίξει την εγωιστική ψήφο. Ο άνθρωπος πρέπει να ζει για τον εαυτό του, λέει η Άυν Ραντ. Πώς; Κάνοντας χρήση του ορθού λόγου που είναι ασύμβατος με τη θρησκευτική πίστη, ακολουθώντας τα συμφέροντά του και διακηρύσσοντας την ελευθερία του. Σύμφωνα με την Άυν Ραντ, το διακύβευμα της ζωής του καθενός είναι να εξασφαλίσει «ό,τι του ανήκει» –δηλαδή το μέγιστο– μέσα στον κόσμο που, με τη σειρά του, οφείλει να λειτουργεί σύμφωνα με το καπιταλιστικό laissez faire.
Η Άυν Ραντ παρουσιάζει τους μεγάλους επιχειρηματίες ως ήρωες των μοντέρνων καιρών που εμφορούνται από αυτή την ανώτερη αρετή – τον εγωτισμό. Στον αντίποδά της βρίσκεται ο αλτρουισμός που προϋποθέτει την αλληλεξάρτηση μεταξύ των ανθρώπων: σύμφωνα με τη Ραντ, πρόκειται για μια τερατώδη ιδέα, για την ηθική των κανιβάλων που κατασπαράζουν ο ένας τον άλλον. Το μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής δεξιάς ενστερνίζεται αυτή την απόρριψη προτάσσοντας τον ατομισμό που καταλήγει στις πιο ριζοσπαστικές φιλελεύθερες εφαρμογές όπως ήταν εκείνες του Άλαν Γκρίνσπαν, επικεφαλής του Ταμείου Αποθεμάτων επί Ρέιγκαν.
Tαξιδεύοντας στις ΗΠΑ μαζί με στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, ακούω να γίνεται πολύς λόγος για τη Βίβλο και για τα μυθιστορήματα της Άυν Ραντ· οι Αμερικανοί προσπαθούν να μείνουν πιστοί σ’ αυτό που ονομάζουν «ψυχή» τους[4]. Και οι Ρεπουμπλικάνοι φρονούν ότι το Δημοκρατικό Κόμμα έχει ξεπουλήσει αυτή την αμερικανική ψυχή με το να απορρίπτει την ηθική της Βίβλου (πουριτανισμό, εκδικητικότητα) και της Άυν Ραντ (ατομισμό, αντικρατισμό). Σύμφωνα με τον ηττημένο Μιτ Ρόμνι, το σημερινό πολιτικό πρόβλημα συνοψίζεται σε έναμπρα-ντε-φερ ανάμεσα «στο αόρατο χέρι της αγοράς» και «στο βαρύ χέρι του κράτους». Οι δύο αυτές απόψεις για τις ΗΠΑ καθρεφτίζουν την τελευταία εκλογική αναμέτρηση – με την Άυν Ραντ να εμφανίζεται στο προσκήνιο εκπροσωπώντας μια ελευθεριακή, αμερικανική φιλοσοφία: το άτομο δεν πρέπει να θυσιάζεται για χάρη της, εκ φύσεως, αρπακτικής κοινωνίας. Όσο για το κράτος, όταν διευρύνεται ο ρόλος του –πράγμα που επιζητεί η αριστερά– γίνεται ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου. Ως εκ τούτου, το κράτος πρέπει να περιορίζεται στην αστυνομία, στον στρατό και στο σύστημα της Δικαιοσύνης.
O Πολ Ράιαν, που προοριζόταν για αντιπρόεδρος στη διοίκηση Μιτ Ρόμνι, είναι, θα λέγαμε, οπαδός της Άυν Ραντ: υποστηρίζει τις περικοπές του κρατικού προϋπολογισμού, τη μείωση των φόρων, τη γενική και ολική ιδιωτικοποίηση, δηλαδή την εφαρμογή του ατομισμού εναντίον οποιασδήποτε μορφής κοινοτικού ιδεώδους. Ωστόσο, ο αμερικανισμός δεν είναι κάτι μονοδιάστατο: στην παραδοσιακή αμερικανική νοοτροπία συνδυάζεται η ιδιωτική πρωτοβουλία, η επιχειρηματικότητα, η αποθέωση της επιτυχίας και του πλούτου με το κοινωνικό ιδεώδες του Τζέφερσον. Οι ΗΠΑ αποτελούν τη συνισταμένη ποικίλων ιδεών και εφαρμογών για το κράτος – ανάμεσα σ’ αυτές τις ιδέες και τις εφαρμογές είναι το κράτος προνοίας το οποίο απορρίπτουν οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι (όχι όλοι) και αποδέχονται οι περισσότεροι Δημοκρατικοί (όχι όλοι).
Σε μια ομιλία του στο Παρίσι, ο Λόρενς Κορμπ, στέλεχος της κυβέρνησης Ρέιγκαν που στράφηκε υπέρ του Ομπάμα, λέει σχετικά με τη φιλοσοφία της Άυν Ραντ και το πώς επηρεάζει ακόμα και σήμερα τους Ρεπουμπλικάνους: «Οι Ρεπουμπλικάνοι πιστεύουν ότι το πρόβλημα δεν είναι η αντίθεση μεταξύ πλουσίων και φτωχών αλλά μεταξύ ανθρώπων που δρουν (makers) και ανθρώπων που ζητούν όλο και περισσότερα από το κράτος χωρίς να δρουν (takers). Δηλαδή, μεταξύ ανθρώπων που είναι υπεύθυνοι για τον εαυτό τους και ανθρώπων που εξαρτώνται από το κράτος».
Αυτό μας θυμίζει κάτι από την Ελλάδα. Πάντως, σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν να αγνοούν πως, παρά τον «άγριο» αμερικανικό καπιταλισμό, το 47% των Αμερικανών δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος και, όπως δηλώνει ο Μιτ Ρόμνι, καταφεύγουν στο ρόλο του θύματος. Δεν είμαι σίγουρη ότι ο Μιτ Ρόμνι έχει διαβάσει την Άυν Ραντ – οι απόψεις τους όμως συμπίπτουν: η Άυν Ραντ διακρίνει τους πολίτες σε «παραγωγούς» πλούτου και σε «πλιατσικολόγους» που εκμεταλλεύονται τον κρατικό μηχανισμό και το σύστημα προνοίας.
Μέσα από το πρίσμα της Άυν Ραντ, ο Μπαράκ Ομπάμα είναι «σοσιαλιστής» - και η αμερικανική δεξιά θεωρεί τον «σοσιαλισμό» του «επικίνδυνο». «Γιατί;» αναρωτιέται ο Λάρι Κορμπ. «Η Δανία, η Σουηδία, η Νορβηγία, η Φιλανδία, η Γαλλία είναι αποτυχημένες χώρες; Μακάρι να γινόμασταν σαν αυτές...» Από την άλλη πλευρά, οι οπαδοί της Άυν Ραντ επιμένουν πως η σοσιαλδημοκρατία είναι μια ανατροπή της ηθικής: οι «επιτυχημένοι» δαιμονοποιούνται, οι πλούσιοι τιμωρούνται με αφόρητες συνδικαλιστικές πιέσεις και βαριά φορολογία. «Για να γίνει ανακατανομή του πλούτου,» λέει η Άυν Ραντ, «πρέπει πρώτα να παραχθεί πλούτος...»[5]
Στο βιβλίο της «Ο Άτλας επαναστάτησε», ήρωας είναι ο Τζον Γκολτ που ηγείται μιας απεργίας επιχειρηματιών εναντίον του κρατισμού. Πρόκειται για ανατροπή των μαρξιστικών αξιών, για το αντεστραμμένο είδωλο των «Μοντέρνων καιρών» του Τσάρλι Τσάπλιν, στο οποίο οι φτωχοί εκμεταλλεύονται τους πλούσιους. Αυτή είναι η ιδεολογία που εμπνέει σήμερα το Tea Party αλλά που διαχέεται στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα. Στο Σικάγο, στην τελευταία προεκλογική συγκέντρωση του Μιτ Ρόμνι είδα πλακάτ που γράφουν: ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΝ ΤΖΟΝ ΓΚΟΛΤ. Ένας φίλος από την ομάδα των Δημοκρατικών με κοιτάζει με απορία: «Ποιος είναι πάλι αυτός;» αναρωτιέται μεγαλοφώνως, κουνώντας με ένταση το δικό του πλακάτ: ΥES, WE CAN.
[1] Rand, Ayn, μετ. Χριστιάννα Σαμαρά, εκδ. Ωκεανίδα, 2011.
[2] Rand, Ayn, μετ. Έρη Κανδρή, εκδ. Ωκεανίδα, 2007. Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία King Vidor με τον Gary Cooper στον ρόλο του Howard Roark. Το διαφημιστικό σύνθημα της ταινίας ήταν: «Νοbody Takes What’s Mine”. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει ένα ακόμα μυθιστόρημα της Ayn Rand: «Εμείς οι ζωντανοί», μετ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. Ωκεανίδα, 1996.
[3] Παραθέτω, όπως κάνω μερικές φορές, τον εαυτό μου τον οποίον αντιγράφω εδώ: “Τhe Fountainhead: the Image of the Architect in Hollywood Cinema 1946-1960”, exposé EHESS (directeur: Jean Heffer, 1989)
[4] Bλ. Weiss, Gary, Ayn Rand Nation: The Hidden Struggle for America’s Soul, St. Martin’s, 2012
[5] Locke, A. Edwin, The Prime Movers: Traits of the Great Wealth Creators, AMACOM, 200
σχόλια