Το όνομα της συνδέεται με μια σημαντική παρουσία στον χώρο του κλασσικού τραγουδιού και με μια διεθνή καριέρα, ανάγοντας την σε πρέσβειρα της Ελλάδας στις μεγάλες όπερες του κόσμου. Την ώρα που η Εθνική Λυρική Σκηνή μοιάζει να αγνοεί την πορεία της, εκείνη αφοσιωμένη στην τέχνη της, μοιράζει τη ζωή της μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας δημιουργώντας εξαιρετικές ερμηνείες. Μαζί με τον σύζυγο της και διευθυντή ορχήστρας Θεόδωρο Ορφανίδη, έχουν στήσει την δική τους εταιρία παραγωγής συμβάλλοντας στην προώθηση σπουδαίων μουσικών εμπειριών. Όπως έγινε πρόσφατα με την μελοποιημένη ποίηση Κωνσταντίνου Καβάφη σε μουσική Αθανάσιου Σίμογλου και τίτλο Shades of love.
Ποια είναι η σχέση σας με την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη;
Για μένα ο Καβάφης είναι ένας ποιητής που ανήκει στην οικουμένη. Δεν θα τον έλεγα ούτε Έλληνα ούτε Αλεξανδρινό. Θα τον έλεγα οικουμενικό. Τα ποιήματα του με συνοδεύουν όλη μου τη ζωή. Διαβάζω την ποίηση του από πολύ μικρή και με έχει επηρεάσει βαθιά τόσο στον τρόπο σκέψης μου όσο και στον τρόπο ζωής μου. Καταρχήν θαυμάζω το θάρρος να είναι ο εαυτός του, χωρίς να προσπαθεί να κρύψει τίποτα, αλλά και να μιλήσει γι’ αυτό μέσα από την ποίηση του. Αυτό το θεωρώ πολύ σπουδαίο. Πέρα από την φοβερή του γλώσσα, η μελαγχολία του και η μοναξιά του είναι στοιχεία που περιέχω κι εγώ μέσα μου και με συνοδεύουν πάντα.
Βέβαια, δεν είναι μόνο το θάρρος του που τον χαρακτηρίζει.
Όχι, βέβαια! Αλλά δεν γίνεται συχνά, και ιδίως στην εποχή που έζησε ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Εμένα με είχε εντυπωσιάσει ιδιαιτέρως γιατί μεγαλώνοντας στην επαρχία, όταν τον διάβασα πρώτη φορά και είδα να βγαίνει προς τα έξω με έναν τέτοιο τρόπο, συγκλονίστηκα. Τώρα που ασχολήθηκα μαζί του και μέσα από την μουσική, όπως έκανα παλιότερα και με τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και την 3η Συμφωνία του Μίκη Θεοδωράκη, διαπιστώνω πόσο σύνθετη και συνάμα απλή είναι η γλώσσα του. Απίστευτες εικόνες που είναι σαν να μυρίζεις, σαν να γεύεσαι, μια ολόκληρη εποχή.
Ξέρετε, καθώς δεν έχουμε μεγάλη παράδοση στην όπερα, όταν άκουσα τα τραγούδια σας, σκέφτηκα ότι η συνάντηση ενός οικουμενικού, και συγχρόνως κοσμοπολίτη, ποιητή με την οπερατική φόρμα είναι σχεδόν ιδανική.
Θα έλεγα ότι η φόρμα των τραγουδιών αυτών είναι στο μεταίχμιο μεταξύ έντεχνου και οπερατικού. Αυτός ο λόγος που περιέχει τόση ομορφιά και τόση ευγένεια, μόνο μ’ αυτό το μουσικό ιδίωμα μόνο μπορούσε να ειπωθεί. Χρειάστηκε να κατεβάσω τον τόνο για να ταυτιστεί και ένα κοινό που δεν είναι τόσο πολύ ταυτισμένο με την όπερα, και για το οποίο ένοιωθα ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσω την φωνή μου in posto.
Ο Καβάφης εν ζωή πρόλαβε να ακούσει την μελοποίηση των ποιημάτων του από τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Σας πέρασε ποτέ από την σκέψη να τα ερμηνεύσετε;
Έχω ψάξει πολλούς δρόμους προσέγγισης του Καβάφη. Οι συνθέσεις του Μητρόπουλου τυγχάνουν μελέτης και ερμηνείας και σε ένα ρεσιτάλ θα με ενδιέφερε να τα τραγουδήσω και ίσως και να τα ηχογραφήσω. Με πρόλαβαν οι συνθέσεις του κ. Σίμογλου ο οποίος ήρθε και με βρήκε και μου τις ανέθεσε. Έγινε μια πρόταση από τον ίδιο σε δική του παραγωγή. Όταν άρχισα να τα επεξεργάζομαι διαπίστωσα ότι τα τραγούδια του έχουν το ανατολικό και δυτικό τρόπο συγχρόνως. Ήλπιζα και θέλω ακόμα να πιστεύω ότι μέσα από αυτές τις μελωδίες θα περάσουν εύκολα στ’ αυτιά του κόσμου, κι ότι στη συγκεκριμένη περίοδο που ζούμε ίσως να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να βγουν έτσι. Παρατήρησα ότι οι πρώτοι φίλοι και γνωστοί που τα άκουγαν, ρουφούσαν την μελωδία και πρόφεραν με τα χείλη τους κάτι που είχαν καιρό να προφέρουν. Μια «άλλη» ελληνική γλώσσα. Περνούσε στον απλό κόσμο σαν να τα είχαν ίσως λίγο ξεχάσει. Κι όχι απλά σ’ αυτούς που ξέρουν τα ποιήματα του Καβάφη. Όπως έγινε και με τον Θεοδωράκη και τον Ελύτη.
Θα χαρακτηρίζαμε αυτές τις εκτελέσεις «άριες» ;
Όχι. Θα τα αποκαλούσα «λόγια τραγούδια», δεν θα τα έλεγα άριες. Η άρια έχει μια έξαρση πολλή δραματική. Η έξαρση εδώ είναι κάτω από ένα καβούκι κλεισμένο. Η δραματική του έξαρση έχει μια λαϊκότητα που δεν επιτρέπει τόση ένταση.
Κι όμως, έχουν οπερατική χροιά. Άλλωστε συμμετέχει και ο βαρύτονος Κώστας Ραφαηλίδης…
Ας πούμε ότι είναι μια λαϊκή όπερα. Παρόλ’ αυτά λείπει η δραματικότητα του Μπελίνι ή του Πουτσίνι. Έχουν το γράμμα και το μελωδικό κτίσιμο των λαϊκών τραγουδιών. Ακούγοντας τα θυμίζουν την μελαγχολία της Ανατολής ανάμεικτη με Σοστακόβιτς.
Τραγουδισμένα πάντως από μια υψίφωνο.
Το ένστικτο μου με οδηγούσε να τα πω έτσι. Όταν έχω μια παρτιτούρα μπροστά μου, η ψυχή μου με οδηγεί να ακολουθήσω ένα συγκεκριμένο δρόμο. Αυτός ο δρόμος οδηγεί την φωνή μου να τραγουδήσω με έναν τρόπο. Δεν θα μπορούσα να γίνω Σωτηρία Μπέλλου γιατί δεν είμαι. Ωστόσο, η λαϊκότητα που διαθέτω ως διάθεση, με οδηγεί να τραγουδήσω κατά τέτοιο τρόπο που όταν με ακούσει κάποιος να πει «έχει μια αλήθεια». Μια λαϊκότητα. Αυτό είναι το ζητούμενο όταν κάνω κάτι. Η προσέγγιση της ψυχής μου κι ως μέσο το λαρύγγι μου.
Η τεχνική σας δεν είναι καθαρά κλασικής παιδείας;
Η τεχνική είναι μια. Η χροιά και οι μουσικές μνήμες είναι σημαντικές. Κατάγομαι από μια ποντιακή οικογένεια. Τις τρίλιες του Πόντου με τις οποίες μεγάλωσα, τις δουλεύω όπως κάνουν οι Πόντιοι λυράδες. Στην μνήμη μου τη λαϊκή πέρασαν συγκεκριμένοι δρόμοι. Στα συγκεκριμένα τραγούδια προσπάθησα να τραγουδήσω χωρίς βιμπράτο.
Πάντως ο Καβάφης είναι ελληνικό «υλικό» που ενδείκνυται για ελληνική όπερα…
Εγώ τα αποκάλεσα 12 συμφωνικά ποιήματα. Υπάρχει και μια ορχήστρα που σε υποβάλει. Και ήταν μια live ηχογράφηση in posto.
Έχετε μια ιδιαίτερη σχέση με την λογοτεχνία. Συμμετείχατε σε μια παράσταση σε κείμενα της Ελφρίδεκ Γιέλινεκ.
Στην Κολωνία όπου παρουσιάσαμε έναν μεγάλο κύκλο Γιέλινεκ. Μια παράσταση με τίτλο «Η δημοκρατία στο λυκόφως. Κανένα φως». Ένα δίπτυχο με μονταρισμένα κείμενα της αλλά και άλλων σπουδαίων Γερμανών συγγραφέων που αφορούσε τη Φουκουσίμα και πως ένα φυσικό φαινόμενο μπορεί να αλλάξει την ζωή μας. Ο δυτικός πολιτισμός σε κατάρρευση που η τελική βοήθεια δεν έρχεται ποτέ. Στο πρώτο μέρος η ορχήστρα θύμιζε τη γνωστή ταινία του Φελίνι «Πρόβα ορχήστρας» γι’ αυτό και οι ηθοποιοί έπαιζαν οι ίδιοι τα όργανα. Οι πρώτοι ήχοι που ακούγονταν ήταν το νερό που έφτανε στην Φουκουσίμα. Εγώ ερμήνευσα μια ντίβα η οποία ρίχνει τον διευθυντή ορχήστρας – δικτάτορα. Η μουσική ήταν του Γιογκ Γκόλας και σκηνοθεσία της Κάριν Μπάιερ, που έκανε και τη σύνθεση των κειμένων.
Έχετε συμμετάσχει σε πολλά πρωτοποριακά ανεβάσματα…
Δυο πρωτοποριακοί σκηνοθέτες που σημάδεψαν την ζωή μου είναι ο Λουκ Μπόντι με τον οποίο έκανα το «Γαϊτανάκι του έρωτα» του Σνίτσλερ για την Βασιλική Όπερα των Βρυξελλών, και ο μέντορας μου Χέρμερτ Βέρνικε, ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης όπερας των τελευταίων ετών. Μαζί του έκανα σπουδαίες παραστάσεις στην Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όπως την «Θεοδώρα» που πήρε βραβεία καλύτερου έργου της χρονιάς και καλύτερης τραγουδίστριας .
Αλλά το λιμπρέτο στην όπερα δεν τυγχάνει πάντα λογοτεχνικής αξίας. Πλην εξαιρέσεων όπως είναι η περίπτωση του Μπόιτο και του Ντα Πόντε.
Ήταν μια άλλη εποχή. Η δράση στις όπερες του Μότσαρτ υπήρξε καινοτόμος. Ο Ντα Πόντε σημάδεψε την εποχή γιατί για πρώτη φορά πολιτικοποιείται η όπερα. Μέσα από το «Φίγκαρο» και μέσα από τις σχέσεις του Ντον Τζιοβάνι με τις γυναίκες. Ξαφνικά η φεουδαρχική τάξη χάρη του λιμπρέτου, αποσχίζεται. Επίσης η υπόθεση στην «Ηλέκτρα» του Στράους, αλλά και όλες οι όπερες που έχουν σχέση με την αρχαία Ελλάδα που αναβίωσαν την μυθολογία της χώρας μας. Ήταν κι αυτά μια σπουδαία εποχή. Υπάρχουν όμως και οι όπερες του Βέρντι που ενώ η μουσική είναι ιδιοφυής, το κείμενο είναι γελοίο.
Ποια όπερα έχετε ζηλέψει;
Την «Κάρμεν», που δεν είμαι…
Έχετε την τύχη ωστόσο να τραγουδήσετε στα γερμανικά Μπρεχτ-Βάιλ.
Ναι, και τα κείμενα του Μπρεχτ με αγγίζουν πολιτικά.
Αισθάνεστε ότι η πατρίδα σας αγνοεί την καριέρα σας;
Αν σας πω ναι, θα φανώ πικρή. Υπήρχε μια εποχή που με πείραζε. Τώρα καθόλου.
σχόλια