Η Τέχνη μετά τον Μαρσέλ
Οινοβαρής πάλι καθώς ήταν, άλλα άκουγε κι άλλα νόμιζε, στου Βαγγέλη το κονάκι, στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου, ο Λάμπρος Λιάγκος, καθήμενος δίπλα μου στην μπάρα, μισό μέτρο από τον ζωγράφο της Κλεφτουριάς του Κάτω Κόσμου, που λέει κι ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, τον Τάσο Παυλόπουλο που ήταν στην τέταρτη βότκα του και μινύριζε στα όρια της σιωπής, μιας σιωπής που δόξασε τόσο ο Samuel Beckett όσο και η Suzan Sontag, τόσον ο Guy Debord όσον και ο Marcel Duchamp, άπαντες ασκούντες μιαν αισθητική άλλοτε και άλλοτε μια στρατηγική της Σιωπής, παρενθέτοντας σιωπές στα έργα τους, ή, ναν το πω αλλιώς, εγώ ο Οδυσσέας Γεωργίου, οινοβαρής επίσης, εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή του 1992, πλαισιώνοντας με έργα σημαίνοντα τις ακόμα πιο σημαίνουσες σιωπές των.
Πάλιν οινοβαρής, ήτοι τύφλα στο μεθύσι, λιώμα, λιάδα, ο μπεκρής (καίτοι το τύφλα δεν ισχύει εν προκειμένω καθότι και καθόσον έβλεπε μια χαρά ο εκλεκτός συμπότης μου), πάλιν οινοβαρής, πιωμένος πά’ να πει, σταφίδα, κουρούνα, σκνίπα, ο σουρωμένος, φέσι, τάβλα και στουπί, ακούει να μιλάν για τον Μαρσέλ, και αρχίζει τα δικά του – παίρνει βαθιά ανάσα και βροντολέει:
«Η ηθική του Ντυσάν είναι η ανατροπή κάθε ηθικής που επιχειρεί να αρνηθεί την ηθική της ανατροπής. Και η ηθική της ανατροπής είναι η ηθική τού ερήμην. Είναι, δηλαδή, η ηθική του να συλλογίζεσαι και να πράττεις ενώ οι άλλοι είναι απόντες, να συλλογίζεσαι και να πράττεις ανεπηρέαστος από τους άλλους, προσηλωμένος σε μιαν ακραιφνή ανιδιοτέλεια, επιμένοντας να αδιαφορείς τόσο για τις επικρίσεις όσο και για τα εγκώμια. Είναι η ηθική της άρνησης κάθε παγίωσης ιδεών ή συναισθημάτων, συνεπώς η ηθική της άρνησης κάθε οικείας συμπεριφοράς, κάθε τρόπου να συνάπτουμε σχέσεις, εν τέλει κάθε παραδεδεγμένης μορφής σύνδεσής μας με τους άλλους».
Και συνεχίζει ακάθεκτος:
«Ο έρωτας, μετά το πέρασμα του Ντυσάν, παύει να είναι αυτό που ήταν, και οι τρόποι με τους οποίους πασχίζαμε (και ενίοτε καταφέρναμε) να τον εκφράσουμε, να τον κοινοποιήσουμε, καθίστανται άκυροι. Τώρα πια, εδώ και τόσον καιρό μετά το Tu m’ και τα Δεδομένα, ο έρωτας –πύκνωση και απόγειο κάθε σχέσης που αξίζει το όνομά της– έχει διαζευχθεί από την ιδεολογία και την ιδεοληψία του εσπευσμένου, δεν ανήκει πλέον στον τόπο του ρητώς εκπεφρασμένου, αρνείται να επιμένει στη διασάλπιση, ξεφεύγει, για πάντα, από το νυν. Γίνεται μυστικός ψίθυρος. Γίνεται κρυφό ουρλιαχτό με σιγαστήρα. Μετά το πέρασμα του Ντυσάν, επικράτεια του έρωτα είναι η βραδύτητα («αργοπορία σε γυαλί», για να μιλήσουμε με τα δικά του λόγια). Μετά το πέρασμα του Ντυσάν, τρόπος και ηθική του έρωτα είναι ο τρόπος και η ηθική του ερήμην, ο τρόπος και η ηθική της δημιουργικής σιωπής, ο τρόπος και η ηθική της απόλυτης ευγένειας – της ευγένειας της μη-διεκδίκησης. Ενώ όλοι περιμένουν να διεκδικήσεις την αγαπημένη, εσύ βραδυπορείς, φεύγεις και επανέρχεσαι απροειδοποίητα, μεταμφιέζεις τις προθέσεις, επινοείς νέες στρατηγικές αβρότητας. Πράγματι, μετά το πέρασμα του Ντυσάν, ο έρωτας γίνεται και αυτός μία cosa mentale, μια υπόθεση της ευγενούς νοημοσύνης, ένα σύνολο στρατηγημάτων που δεν αποσκοπούν στην κατάκτηση αλλά στην απόλυτη ελευθερία, σε ένα πράγματι επικίνδυνο παιχνίδι με το όντως κινδυνώδες».
Σταματημό δεν έχει:
«Ακόμα, μετά το πέρασμα του Ντυσάν, ο τρόπος και η ηθική του έρωτα επιβάλλουν την ευγένεια της μη-κοινοποίησης στον παρόντα χρόνο, της εργασίας στη σκιά του ατελιέ όπου ζεις με την απούσα παρουσία και την παρούσα απουσία εκείνης που συμβαίνει να έχεις ερωτευθεί, της κρυφής εργασίας μέσα σε μιαν εντατική αριστοκρατική βραδύτητα έως την στιγμή της ολοκλήρωσης ενός έργου που πηγαίνει πέρα από την τέχνη και πέρα από την αγαπημένη που σε εμπνέει. Έτσι, ο Ντυσάν, αυτός ο απαράμιλλος μηχανικός του χαμένου χρόνου, μας μαθαίνει πώς να γινόμαστε θιασώτες και διάκονοι μιας εχέμυθης προσήλωσης στις στιγμές που μας συγκλόνισαν. Μας μαθαίνει να είμαστε, ό,τι κι αν μας συμβαίνει, με τη μεριά της ζωής. Ο ίδιος συνέθεσε το επιτάφιο επίγραμμά του. Είναι το περιλάλητο: Εξάλλου, εκείνοι που πεθαίνουν είναι πάντα οι άλλοι».
Συνεχίζεται. Αύριο: Όμως επρόκειτο περί του Μαρσέλ Προυστ
σχόλια