του Κωστή Παπαϊωάννου από το
http://antiphono.wordpress.com/
Μεσούντος του Μνημονίου, η υποθετική σκηνή θα ξάφνιαζε: ο Υπουργός Οικονομικών επισκέπτεται τη διοίκηση μιας δημόσιας επιχείρησης κοινής ωφέλειας και διαβεβαιώνει ότι δεν θα θιγούν οι μισθοί των εργαζομένων ειδικά αυτής της επιχείρησης. Διαβεβαιώνει επίσης ότι τα περιουσιακά στοιχεία της δεν «κινδυνεύουν» να αξιοποιηθούν στη μάχη κατά του δημόσιου χρέους.
Κι όμως, αυτό συνέβη στην πρόσφατη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου. Ο κ. Βενιζέλος καθησύχασε τους ιεράρχες για τη μισθοδοσία του κλήρου και για τη μη ένταξη εκκλησιαστικής περιουσίας στο ταμείο δημόσιας περιουσίας. Ο προκάτοχός του είχε επιδείξει πρόθεση αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας (προεκλογική δέσμευση ήταν άλλωστε, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και σοβαρής περικοπής της συμμετοχής του κράτους στη μισθοδοσία των κληρικών. Αντίθετα, ο νέος υπουργός έκανε μια ιδιότυπη «συμφωνία»: η κυβέρνηση δεν θα θίξει καμιά παροχή ή εξαιρετική μεταχείριση της εκκλησίας και σε αντιστάθμισμα η εκκλησία θα κάνει φιλανθρωπίες.
Προκύπτουν αναπόφευκτα ορισμένες παρατηρήσεις. Κατ’ αρχήν, κακώς υπεισέρχεται στη συζήτηση το θεάρεστο φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας. Οι υποχρεώσεις της εκκλησίας, ως θεσμού στο πλαίσιο κοσμικού κράτους, δεν υποκαθίστανται από τη φιλανθρωπία. Η υποχρέωση καταβολής φόρου ακίνητης περιουσίας, για παράδειγμα, δεν αναιρείται με την επίκληση των συσσιτίων. Εξάλλου, οι φιλανθρωπικές δωρεές εκπίπτουν από τη φορολογία οποιουδήποτε χωρίς να τον απαλλάσσουν συνολικά από τη φορολόγηση.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την ίδια την οικονομική σχέση κράτους και εκκλησίας. Μετά την απαλλοτρίωση μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας προβλέφθηκε ως ανταπόδοση η κρατική μισθοδοσία των ιερέων. Παράλληλα, ορίστηκε πως το 25% των ακαθάριστων εσόδων των ναών έπρεπε να καταβάλλεται ως φόρος, ποσοστό που ανέβηκε στο 35% επί δικτατορίας για να καταργηθεί πλήρως από την κυβέρνηση Σημίτη, όπως και ο φόρος 10% από την εκμίσθωση γαιών και οικοδομών εμπορικού χαρακτήρα της εκκλησίας.
Όταν προσεγγίζουμε το ακανθώδες ζήτημα των μισθοδοτικών υποχρεώσεων της πολιτείας έναντι του κλήρου, καλό είναι να βλέπουμε πώς εξελίχθηκε συνολικά το θέμα μέσα στο χρόνο, χωρίς επιλεκτικές απλουστεύσεις. Καλό είναι επίσης να λαμβάνεται υπόψη η διηνεκής κρατική αδυναμία ή απροθυμία ελέγχου των στοιχείων που δήλωνε η εκκλησία, γεγονός που επέτρεψε τα παγκοίνως γνωστά έθιμα πολλών Μητροπόλεων (να τηρούν διπλά βιβλία, να αποδίδουν φόρους για το 10% των εσόδων και να βαφτίζουν στα δεύτερα βιβλία το 90% «έσοδα εκ δωρεών»). Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στην ύψους 226 εκατομμυρίων ετήσια μισθοδοσία των ιερέων, ποσό όχι ιδιαίτερα σημαντικό κατά τον κ. Βενιζέλο, καλό είναι να τα έχουμε όλα αυτά κατά νου. Ιδίως μάλιστα όταν ιερείς από άμβωνος και ιεράρχες από την τηλεόραση ανενδοίαστα δηλώνουν «αγανακτισμένοι» με την οικονομική κρίση.
Πέρα όμως από την κυβερνητική πολιτική απέναντι στην εκκλησία, αποτιμώνται και προσωπικές πολιτικές πολιτικών παραγόντων. Ο πάντοτε ευθύβολος Ανδρέας Πετρουλάκης θύμισε (εδώ) πώς ο κ. Βενιζέλος «προτίμησε να κλείσει το μάτι στις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και το συντηρητικό κοινό της Θεσσαλονίκης» κρατώντας επαμφοτερίζουσα στάση στην αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Θύμισε επίσης τον καινοφανή χειρισμό της έκθεσης OUTLOOK, όταν ως υπουργός Πολιτισμού αποκαθήλωσε έναν (αμφιλεγόμενο) πίνακα αντί να υπερασπιστεί την καλλιτεχνική ελευθερία. Θύμισε και την εύγλωττη προσπάθεια συσκότισης των ευθυνών των μοναχών του Βατοπεδίου. Εμείς μπορούμε να προσθέσουμε σε αυτή την άσκηση μνήμης την καθοριστική συμβολή του στο μνημειωδώς αποτυχημένο και διεθνώς στιγματισμένο εμπάργκο κατά της ΠΓΔΜ. Όλες αυτές οι κινήσεις απευθύνονταν σε πιο σκληροπυρηνικές ή σε ευρύτερες και ηπιότερες εκδοχές του ίδιου πάντα ακροατηρίου.
Οι δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου και του Υπουργού μετά την Ιερά Σύνοδο στέλνουν λάθος μήνυμα. Ότι δηλαδή ακόμα και την ώρα της κρίσης, όταν ανατρέπεται κάθε δεδομένο και σπάνε τα παραδοσιακά στεγανά, μερικές προνομιακές σχέσεις διατηρούνται αλώβητες για χάρη μιας, ελάχιστα χριστιανικής, αμοιβαίας ιδιοτέλειας.
Χάνεται έτσι μια διπλή ιστορική ευκαιρία. Η εκκλησία θα μπορούσε να βγει από το κάδρο της κοινωνικής απαξίας αν αντί για λόμπι συντεχνιακού χαρακτήρα έκανε την αλληλεγγύη όχημα δομικής αυτοκάθαρσης και δραστικού αναπροσδιορισμού των κοσμικών της χαρακτηριστικών. Η πολιτεία από την άλλη θα μπορούσε με ειλικρίνεια να προσεγγίσει επιτέλους το ζήτημα των σχέσεων με την εκκλησία. Οι συνθήκες διευκολύνουν μια τέτοια προσέγγιση, χωρίς επικοινωνιακούς λαϊκισμούς και τακτικισμούς. Η κρίση θα μπορούσε να μετατραπεί σε ευκαιρία εξορθολογισμού.
σχόλια