Η σκηνή είναι σκοτεινή, μια λευκή επιφάνεια που σβήνει στο σκοτάδι. Δευτερόλεπτα μετά, προβολείς φωτίζουν την πλατφόρμα που φτάνει μέχρι το βάθος του δωματίου. Ένας άντρας και μια γυναίκα διασχίζουν γυμνοί το χώρο και συναντιούνται στη μέση, κοιτάζονται στα μάτια και γίνεται η «γνωριμία». Σκέφτομαι ότι ο επαναλαμβανόμενος χτύπος που ακούγεται, είναι ο χτύπος μιας καρδιάς. Το ζευγάρι κινείται συγχρονισμένα, τα κορμιά τους αλληλοσυμπληρώνονται. Ένα τέλειο ζευγάρι, γυμνό. Από σχεδόν αμήχανες, οι κινήσεις τους γίνονται προσωπικές, οι ανάσες τους βίαιες. Η πράξη του έρωτα - μια μελέτη του σώματος, ενώ κάθε λεπτομέρεια του φωτίζεται… Καταλήγουν σε μια πάλη, τα ρυθμικά μουγκρητά τους γεμίζουν το χώρο. Στο τέλος παραδίνονται. Μένουν ξαπλωμένοι, ακίνητοι στη σκηνή, τα πρόσωπα γυρισμένα, δεν φαίνονται.
Το τέλος μου αφήνει μια πικρή αίσθηση. Έτσι είναι μάλλον και στον έρωτα… πρώτα παλεύεις να ενωθείς με τον άλλο, μετά παλεύεις να σηκώσεις την κυριαρχία που έχει στο δικό σου είναι. Καπνίζοντας στην αυλή του παλιού εργοστασίου σκέφτομαι ότι τα παιδιά που χόρεψαν μαζί (Χριστίνα Πατσαλή, Πέτρος Κονναρής), πρέπει να είναι πολύ καλοί φίλοι. Δεν γίνεται αλλιώς να κάνεις μια τόσο αυστηρά δομημένη και περίπλοκη χορογραφία προσωπική, πέρα από το γυμνό.
Μπαίνω για το δεύτερο μέρος και η σκηνή είναι τώρα μαύρη. Ένας προβολέας συγκεντρώνει το φως σε μια γυναικεία μορφή. Ο χτύπος της καρδιάς ακούγεται ξανά και η γυναίκα που στέκεται ακίνητη, υποβλητική, αρχίζει να κινείται στο ρυθμό - πρώτα μόνο τα χέρια σε κίνηση ελλειπτική. Η χορογράφος Λία Χαράκη φαίνεται να συγκεντρώνει την ενέργειά της. Τα μαλλιά της μαζεμένα πίσω, χαμογελάει. Ο ήχος γίνεται βόμβος και η κίνηση πιο έντονη, γίνεται συριγμός και αρχίζει να την απορροφά. Όσο η ένταση αυξάνεται, τόσο η γυναίκα στη σκηνή αλλάζει, τα μαλλιά της λύνονται, το πρόσωπό της συσπάται. Στο συριγμό προστίθενται κρουστά, σαν κάτι πρωτόγονο. Το φως διαγράφει το σώμα της μέσα από το σχεδόν διάφανο φόρεμά της και ο ήχος γίνεται μουσική που την καταλαμβάνει.
Πάλλεται στο ημίφως και γίνεται ένα με αυτό. Μετά από μισή ώρα ασταμάτητης κίνησης ανησυχώ ότι θα πέσει… Στην αντίστροφη μέτρηση για το τέλος, ο ήχος χάνει σταδιακά τα στοιχεία που απέκτησε και η γυναίκα ηρεμεί, αλλά δεν είναι πια η ίδια. Σηκώνομαι και παρατηρώ τις άσπρες πατημασιές της στη σκηνή, όντως ήταν εκεί.
Ανεβαίνοντας προς την Πειραιώς μια κοπέλα ρωτάει αν έχω ένα τσιγάρο... «Το χρειάζομαι μετά από όλο αυτό. Και ένα κλαμπ να χορεύω όλο το βράδυ».
σχόλια