Ηράκλειο Κρήτης, χειμώνας 1989. Έξι χρονών.
- Παππού, τί θα φάμε;
- Ε, εγώ λέω να πάμε στη γωνία, να πάρουμε μερικά σουβλάκια, που θα ‘ρθει κι ο θείος στο σπίτι, να κάνουμε και μια βόλτα.
Η γιαγιά μ’ έντυσε με μια ολόσωμη φόρμα – μπουφάν, που μου είχε φέρει ο πατέρας μου γυρνώντας απ’ το τελευταίο ταξίδι του στην Ολλανδία. Αυτό το κόκκινο μπουφάν μου είχε φέρει , δέκα toblerone χρυσές – τις έκρυψαν στα ντουλάπια, ψηλά, μην τις φάω όλες με τη μία – μια Barbie (τη 15η ίσως) και μαρκαδόρους πολύχρωμους. Έβαφες ό,τι ήθελες, περνούσες έναν άσπρο μαρκαδόρο πάνω από τη ζωγραφιά κι αυτή άλλαζε χρώμα.
- Παππού, γιατί δε φεύγουμε;
- Κάτσε τώρα, θέλω να δω λίγο τη Βουλή, σε δέκα λεπτά θα φύγουμε.
- Πόσο είναι δέκα λεπτά;
- Μάζεψε εσύ τα πλεϊμομπίλ από το σαλόνι και θα περάσουν τα δέκα λεπτά.
- Δεν είναι πλεϊμομπίλ εκεί, είναι τα πόνυ.
Ο Μητσοτάκης, ο «Δρακουμέλ» σύμφωνα με τη γιαγιά μου, μιλούσε στο βήμα της Βουλής κι εγώ δεν ήθελα να τον βλέπω καθόλου, γιατί μου φαινόταν λίγο άσχημος και – για άγνωστη αιτία – κακός. Κι ίσως να ήταν στ’ αλήθεια ο Δρακουμέλ, αλλά δεν τον είχα δει ποτέ με μια γάτα, για να βεβαιωθώ.
Στο εσωτερικό της εξώπορτας είχα κολλήσει στο ύψος μου, ένα μέτρο και λίγο ακόμα, ένα αυτοκόλλητο «Fruit of the loom», γυαλιστερό και πολύχρωμο. Το χάζευα, δίπλα του άπλωνα καμιά φορά δελτία «Προ-πο» και τα μουτζούρωνα.
Είχα κι ένα αυτοκόλλητο Στρουμφίτα, αλλά δεν ήθελα να την κολλήσω. Μην την έβλεπε ο Δρακουμέλ κανένα βράδυ, σκαρφάλωνε έξω από την οθόνη της τηλεόρασης και την έξυνε μέχρι να την ξεκολλήσει για να την πάρει μαζί του, πίσω στη Βουλή.
- Παππού, πέρασαν τα δέκα λεπτά, πάμε.
- Πάμε, γιατί νομίζω ότι ήρθε η μάνα σου, άκουσα τη φωνή της απέξω.
- Να πάρουμε και το βιβλίο με τον «Καραγκιόζη» να διαβάσουμε εκεί;
- Να το πάρουμε.
Στην πιλοτή της πολυκατοικίας, πάρκαρε ένα καφέ mazda, ο πατέρας μου. Η μάνα μου περίμενε το ασανσέρ, έγκυος, με φουντωτά μαλλιά και δερμάτινο μπουφάν.
- Πάτε για σουβλάκια;
- Για σουβλάκια και βόλτα.
- Ομπρέλα πήρατε; Μπορεί να βρέξει.
Στο δρόμο λίγα αυτοκίνητα, το σουβλατζίδικο δυο στενά πιο κάτω, πέντε γείτονες στην ουρά. Κι εκεί τη Βουλή έβλεπαν, αντί για τον «Δρακουμέλ» μιλούσε ένας άλλος.
- Παππού, γιατί υπάρχουν τα σύννεφα;
- Για να βρέχει και να ποτίζεται η γη και να έχουμε νερό να πίνουμε.
- Α, εγώ νόμιζα για να κρύβουν τον ήλιο.
σχόλια