via icookgreek.com
Αποφάσισα να πάω και να ανακαλύψω μόνος μου την άλλη, μυστική (για μας τους Έλληνες) πλευρά της Βασιλείας.
Η πόλη
Η Βασιλεία σε μια πρώτη ματιά είναι μια τυπική ελβετική πόλη. Δεν έχω επισκεφτεί πολλές αλλά φαντάζομαι πως, πάνω κάτω, παντού επικρατεί το ίδιο μοτίβο. Μεγάλοι δρόμοι, πλατείες, καθαριότητα, τάξη, γραφικά στενάκια, ηρεμία, το υγρό στοιχείο (στην προκειμένη περίπτωση ο επιβλητικός ποταμός Ρήνος, που χωρίζει την πόλη στα δύο) και μια αίσθηση ασφάλειας σε κάθε της σημείο. Αυτό όμως που τη διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες είναι πως αποτελεί έναν από τα σπουδαιότερα πολιτισμικά κέντρα της Ελβετίας, καθώς αριθμεί περίπου 40 μουσεία - αριθμός εντυπωσιακός αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της πόλης, της οποίας ο πληθυσμός δεν ξεπερνά τους 700.000 κατοίκους.
Το… σάντουιτς
Οι ρυθμοί τις δύο πρώτες μέρες πριν την έναρξη του Καρναβαλιού ήταν χαλαροί, κάτι που στο επιβάλλει η ίδια η ατμόσφαιρα της πόλης. Όλα χαρακτηρίζονται από νωχελικότητα και γαλήνη, ό,τι πρέπει δηλαδή αν θέλεις να ξεφύγεις από την ένταση και την οχλαγωγία της Αθήνας. Περιπλανήθηκα κυρίως στο ιστορικό κέντρο της πόλης, που είναι και το πιο γραφικό, με εξαιρετικά μεσαιωνικά κτήρια, πλακόστρωτα στενά και πολλές… ανηφόρες. Η βόλτα κατά μήκος του Ρήνου είναι πανέμορφη, οι καφετέριες και τα bars είναι άφθονα και καλόγουστα, ενώ τα περισσότερα από αυτά σερβίρουν νοστιμότατα ελβετικά σνακς, από τα οποία ξεχώρισα και τίμησα ουκ ολίγες φορές τα περίφημα Brötli. Τα Brötli είναι ανοιχτά σαντουιτσάκια τα οποία σερβίρονται με κάθε λογής γαρνιτούρα, από γαρίδες και σολομό, μέχρι μαγιονέζα, κοτόπουλο και ελιές. Είναι πεντανόστιμα και ταιριάζουν τέλεια με ένα ποτήρι κρύα μπίρα.
Το μουσείο
Από τα 40 μουσεία της πόλης επέλεξα αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, που δεν είναι άλλο από το μουσείο του Jean Tinguley. Αυτό που κάνει το συγκεκριμένο μουσείο τόσο ξεχωριστό είναι η δυνατότητα αλληλεπίδρασης που παρέχει στους επισκέπτες, καθώς τα εκθέματα του εκκεντρικού κύριου Tinguley αποκαλύπτουν τη μαγεία τους με τη δική σου συνεισφορά. Πατάς ένα κουμπί, κινείς ένα μοχλό και ξαφνικά ένα σύμπλεγμα από μεταλλικά εξαρτήματα αποκτά ζωή και αρχίζει να κινείται μπροστά στα μάτια σου. Για όσους έχουν πάει στο παριζιάνικο Pompidou, έχουν σίγουρα δει τα ιδιόρρυθμα μηχανικά όντα του Jean Tinguley εν κινήσει στη μικρή πλατεία με το σιντριβάνι που υπάρχει δίπλα στο μουσείο.
Το στόρι
Μια μέρα περίπου πριν την έναρξη του Καρναβαλιού, έχω μόλις βγει από ένα bar στο κέντρο, στέκομαι στη γέφυρα και αντιλαμβάνομαι πως γύρω μου δεν υπάρχει ψυχή. Η ώρα δεν είναι καν έντεκα και είναι Σάββατο. Αναρωτιέμαι πότε και αν διασκεδάζει αυτή η πόλη και κυρίως πώς είναι δυνατόν την επόμενη μέρα να φιλοξενεί ένα από τα πιο ξακουστά καρναβάλια της Ευρώπης. Μια μέρα μετά, το ξυπνητήρι χτυπάει στις 2.30 τα ξημερώματα. Ήρθε η ώρα να ετοιμαστούμε. Η επίσημη έναρξη του καρναβαλιού είναι κάθε χρόνο, 40 μέρες πριν το Καθολικό Πάσχα, στις 4 το πρωί. Μια ενδιαφέρουσα ιστορία λέει πως η παράδοση του «morgenstraich» (η αρχή του καρναβαλιού στις 4 το πρωί) ξεκίνησε από τον Βασιλιώτη χασάπη και εστιάτορα Samuel Bell, ο οποίος το 1830 άρχισε να μαζεύει κόσμο στο εστιατόριό του για να γιορτάσουν το καρναβάλι, και γύρω στις 4 το πρωί έβγαιναν στην πόλη και περιφέρονταν παίζοντας μουσική. Εννοείται πως η αστυνομία το απαγόρευσε, αλλά δεν μπόρεσαν να τους σταματήσουν και έτσι έγινε μέρος της παράδοσης.
Το χρονικό
3.15 π.μ. Περπατάω με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης. Πριν μια μέρα στους δρόμους δεν υπήρχε άνθρωπος και τώρα επικρατεί κοσμοσυρροή. Χιλιάδες κόσμος, μικρά παιδιά, νέοι, νέες, μεγάλοι κύριοι και κυρίες, από όλη την Ελβετία (και την Ευρώπη) ξύπνησαν στα άγρια χαράματα και τώρα κατευθύνονται προς την Μarktplatz, όπου σε μισή ώρα το ρολόι του Rathaus θα χτυπήσει 4, τα δημόσια φώτα θα σβήσουν και θα σημάνει η αρχή του Basler Fasnacht. Για τις τρεις ερχόμενες μέρες, τις «τρεις πιο όμορφες μέρες» («die drey scheenschte Dääg») όπως τις αποκαλούν οι ντόπιοι, οι Βασιλιώτες και οι υπόλοιποι Ελβετοί θα βγάλουν τη στολή της σοβαρότητας, της εγκράτειας και της αυστηρότητας και θα ζήσουν χωρίς κανόνες και φραγμούς. 4.00 π.μ. Το ρολόι χτυπάει, τα φώτα σβήνουν, ακούγεται η φράση «Morgenstraich - Vorwärts marsch» και όλα ξαφνικά μοιάζουν με μεγαλειώδη θεατρική παράσταση. Tην ίδια στιγμή, ταυτόχρονα, σε όλους τους δρόμους της πόλης ξεκινά η παρέλαση. Η κάθε ομάδα (clique) αποτελείται από 2 έως και 80 άτομα και η πιο παλιά από αυτές τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1884.
Οι τέσσερις μπροστινοί κουβαλάνε τη λατέρνα και όλοι οι υπόλοιποι πεζοί παίζουν είτε trommeln (είδος ταμπούρλου) είτε piccolo (είδος φλάουτου), δημιουργώντας μια παγανιστική ατμόσφαιρα, με τα φανάρια από τις λατέρνες να δίνουν την τελική πινελιά στο σουρεαλιστικό θέαμα. Για τις επόμενες 96 ώρες, η μουσική δεν πρόκειται να σταματήσει ούτε λεπτό… Κάθε λατέρνα μοιάζει με έργο τέχνης. Άλλες είναι εμπνευσμένες από την Ιστορία, άλλες σατιρίζουν τη σύγχρονη κατάσταση (σαφώς και υπήρχε αναφορά στους Έλληνες) ενώ άλλες έχουν αναφορές στην ποπ κουλτούρα. Δεν υπάρχουν όρια. Απλώς διαλέγεις ποια clique σου ταιριάζει και την ακολουθείς για όσο αντέξεις. 5.00 π.μ. Η κούραση από την αϋπνία, το περπάτημα και την πείνα χτυπάει κόκκινο, και το μόνο που θες είναι ένα ζεστό και φιλικό μέρος να ξεκουραστείς και να βάλεις κάτι στο στόμα σου. Στα στενά της παλιάς πόλης και μόνο για τις μέρες του Καρναβαλιού, ανοίγουν τα λεγόμενα κελάρια, που βρίσκονται στα υπόγεια κατοικήσιμων σπιτιών, ένα για κάθε ομάδα του καρναβαλιού.
Στην είσοδό τους υπάρχει ένα φωτεινό φαναράκι με το όνομα της ομάδας και εσύ μπαίνεις, βρίσκεις αν είσαι τυχερός τραπέζι και τρως τις τρεις σπεσιαλιτέ του καρναβαλιού. Μια σούπα από αλεύρι (mehlsuppe), μια υπέροχη τυρόπιτα (käsewähe) και μια εξίσου λαχταριστή κρεμμυδόπιτα (zwiebellewähe). Αυτές τις τρεις λιχουδιές τις βρίσκεις παντού - πέρα από τα κλασικά λουκάνικα και το αγαπημένο μου raclette, που είναι ψωμί ψημένο με λιωμένο τυρί, το οποίο όμως το βρίσκεις μόνο σε 2-3 επιλεγμένα σημεία στην πόλη. Αφού φάγαμε, ήπιαμε και πήραμε δυνάμεις, βγήκαμε πάλι έξω. Είναι πλέον χαράματα και η θερμοκρασία αγγίζει το μηδέν. Η στιγμή που άνοιξα την πόρτα και βγήκα πάλι στα στενά της παλιάς πόλης του Basel θα μου μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη.
Το ξημέρωμα είχε δώσει ένα πρωτόγνωρο μπλε στο τοπίο, οι ομάδες περιφέρονταν παίζοντας κρουστά, ο κόσμος μεθυσμένος γέλαγε και φώναζε και όλα έμοιαζαν σαν να βρίσκομαι στο Basel ενός παράλληλου σύμπαντος.
Οι Waggis
Γυρίσαμε σπίτι νωρίς το πρωί να κοιμηθούμε λίγες ώρες, για να είμαστε το μεσημέρι στην επίσημη παρέλαση των μεγάλων αρμάτων. Εκεί, μαζεύεται όλος ο κόσμος κατά μήκος των μεγάλων λεωφόρων και όσο παρακολουθεί τα άρματα να περνούν, φωνάζει στους Waggis να πετάξουν πράγματα. Και αυτοί πετάνε! Από παιχνίδια και καραμέλες, φρούτα και σοκολάτες μέχρι ό,τι μπορείς να φανταστείς. Οι Waggis είναι η πιο παραδοσιακή στολή του καρναβαλιού. Λένε πως η φιγούρα αυτή ξεκίνησε σατιρίζοντας τους μεθυσμένους χωριάτες που πίνανε στο καρναβάλι και μοιάζανε με καρικατούρες. Είναι είρωνες, σαρκαστικοί και έχουν μια αδυναμία στις γυναίκες, τις οποίες τις λούζουν (στην κυριολεξία!) με κομφετί όταν τις πετυχαίνουν στο δρόμο.
Το πάρτι
Η προτελευταία μέρα του καρναβαλιού είναι και η πιο ενδιαφέρουσα από πλευράς μουσικής. Οι μπάντες που κυκλοφορούν στο δρόμο δεν παίζουν μόνο φλάουτο και κρουστά, αλλά βγαίνουν με πλήρη ορχήστρα και διασκευάζουν γνωστές επιτυχίες, ο κόσμος μαζεύεται γύρω τους και χορεύει. Το βράδυ, σε όλες τις κεντρικές πλατείες οι ομάδες συγκεντρώνονται και δίνουν συναυλίες, ενώ παράλληλα σε διάφορα σημεία τις πόλης οργανώνονται ανεξάρτητα gigs, μετατρέποντας το μέχρι προσφάτως «γαλήνιο» Basel σε μια τεράστια αρένα για πάρτι.
Αυτό που σου κάνει πραγματική εντύπωση είναι η επόμενη μέρα μετά το τετραήμερο καρναβάλι. Η πόλη μοιάζει σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα. Λες και δεν σκορπίστηκαν τόνοι χαρτοπόλεμου, λες και δεν πετάχτηκαν σκουπίδια, λες και δεν κυκλοφορούσαν στα στενά της χιλιάδες άνθρωποι. Ξημερώματα Πέμπτης, στις τέσσερις και ένα δευτερόλεπτο, τα μεγάλα μηχανήματα καθαρισμού ήδη ρουφάνε κομφετί από τους δρόμους, κάνοντας το καρναβάλι μέσα σε λίγες ώρες να φαίνεται σαν μακρινή ανάμνηση. Κλείνω με τα λόγια της φίλης μου, που ζει και εργάζεται εδώ και χρόνια στο Basel. «Το πιο καταθλιπτικό απ’ όλα είναι όταν πηγαίνεις για δουλειά Πέμπτη πρωί, όπου όλοι οι δρόμοι έχουν καθαρίσει και έχεις την αίσθηση ότι χτες το βράδυ ήσουν κάπου αλλού, μέχρι που βλέπεις καμιά δεκαριά ξεχασμένους σε κάποιο μπαρ, να τα πίνουν ακόμα με τις στολές τους, σαν μη θέλουν να συνειδητοποιήσουν πως για άλλη μια φορά, το καρναβάλι τελείωσε»… Για μερικούς, η προσγείωση στην πραγματικότητα είναι πραγματικά οδυνηρή. Ακόμα και αν είναι η «γαλήνια», «ασφαλής», «νωχελική» πραγματικότητα της Βασιλείας.
Πώς φτάνετε: Στο Basel πάτε πετώντας με Swiss μέχρι Ζυρίχη και συνεχίζετε με τρένο (στην τιμή του αεροπορικού εισιτήριου περιλαμβάνεται και το τρένο) ή απευθείας με Easy Jet από Θεσσαλονίκη. Υπάρχουν κι άλλες διαδρομές, μέσω Φρανκφούρτης, Μονάχου και Γενεύης, αλλά οι δύο πρώτες επιλογές είναι οι πιο δημοφιλείς.
Πού μένετε: Τα ξενοδοχεία στο Basel είναι πάρα πολύ ακριβά. Συνιστώ ανεπιφύλακτα κάποιο από τα Ηostels ή τα Bed & Breakfast που έχει. Πριν κλείσετε οτιδήποτε στην πόλη, καλό είναι να έχετε υπόψη πως δεν πρόκειται να ηρεμήσετε ούτε λεπτό, καθώς οι cliques παίζουν ακόμα και στους διαδρόμους του πιο ακριβού και πολυτελούς ξενοδοχείου. Αναλυτικότερα: Για περισσότερες πληροφορίες μπείτε στο www.basel.com.
σχόλια