Από το don't ever read me
Είναι ένα από τα πολλά βιβλία που μετέφερα ευλαβικά από το Λονδίνο το 2004.
Το είχα αγοράσει από ένα μικρό βιβλιοπωλείο στο Bloomsbury και το χάζευα νοσταλγικά στο φοιτητικό μου δωμάτιο: η εστία όπου έμενα τότε δεν είχε καν κουζίνα. Ήταν αδύνατο να τηγανίσω ένα αυγό, πόσο μάλλον να φτιάξω σούπα.
Πάντα μου άρεσε η δεύτερη σελίδα, αυτή που μοιάζει με τραπεζομάντηλο.
Φαίνεται πως φέτος η κολοκύθα, αυτή η μεγάλη, η κόκκινη, είναι πολύ στα πάνω της – δεν εξηγείται αλλιώς το ότι τρεις διαφορετικοί φίλοι μας χάρισαν κολοκύθες από τα περιβόλια τους.
Μετά από καιρό, άνοιξα ξανά το New Covent Garden Book of Soups.
Είχα μόλις επιστρέψει από το γραφείο, έξω είχε κρύο, έβαλα ένα ποτήρι κρασί κι άρχισα να συγκεντρώνω τα υλικά στον πάγκο της κουζίνας.
Θυμήθηκα το Λονδίνο, και καθώς τσιγάριζα τα κρεμμύδια – πιστή στη συνταγή του βιβλίου – αναρωτήθηκα πόσα χρόνια της ζωής μου έχω χάσει καταναλώνοντας το έτοιμο φαγητό των φοιτητικών εστιών. Ακόμα με κατατρέχει η μυρωδιά εκείνου του φρικτού κοκκινιστού αρνιού που κολυμπούσε στο λάδι ("μηχανής αυτοκινήτου", όπως έλεγε ο Αλέξανδρος).
Σιγά σιγά μπήκαν όλα τα υλικά...
... Και τα καμάρωνα να σιγοβράζουν.
Καθώς η κουζίνα γέμιζε μυρωδιές, αναλογίστηκα όλα τα φαγητά του Λονδίνου που μου έχουν λείψει.
Αλλά και όλα τα μαραμένα μπρόκολα που έτρωγα για να χορτάσω την πείνα μου. Όλα τα πλαστικά νουντλς.
Μία ώρα αργότερα, καθόμασταν στο τραπέζι. Δεν είχα ακόμα αποφασίσει εάν μου αρέσει το τριμμένο μοσχοκάρυδο, όπως προτείνει η συνταγή του βιβλίου – κι άρχισα να σιγοτραγουδάω ένα τραγούδι που νόμιζα πως είχα ξεχάσει.
σχόλια