AΠΟ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΗ ΜΕΝΕΓΟ
Αβάνα, 7 Ιουνίου
Σου στέλνω φιλιά από τη Φλοριδίτα, το ομορφότερο και πιο ατμοσφαιρικό μπαρ της Αβάνας. Φυλάω το διπλανό σκαμπό στο μπαρ για σένα, έτσι όπως μου είχες ζητήσει. Οι μπάρμαν με ξέρουν τόσο καλά που καταλαβαίνουν πότε πρέπει να με αφήσουν στην ησυχία μου, αυτό ακριβώς που χρειάζομαι σήμερα.
Μπροστά μου έχω ένα παγωμένο Νταϊκιρί και το παρατηρώ. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε ο Χέμινγουεϊ όταν έγραφε στο Islands in the Stream πως «μοιάζει με τη θάλασσα εκεί όπου το κύμα ανυψώνεται και πέφτει από την πλώρη του σκάφους, όταν αυτό πλέει με 30 κόμβους».
Ποτέ μου δεν είχα βρει ένα μέρος στον κόσμο όπου ο χρόνος να σταματά και να διαρκεί για πάντα, κάπως σαν το πρώτο φιλί με την καινούργια αγάπη ή στο άκουσμα του θανάτου ενός ανθρώπου σου.
Τέσσερα υλικά μόνο: ρούμι τριών ετών, χυμός λάιμ, ζάχαρη και πάγος. Το παγωμένο ποτήρι μου δροσίζει το χέρι και το ποτό μου μαλακώνει την καρδιά.
Οι ελάχιστοι πελάτες φωτογραφίζονται χαμογελώντας δίπλα στο μπρούντζινο άγαλμα του Έρνεστ, αγνοώντας ποιος ήταν, και παραγγέλνουν σαχλαμάρες να πιουν. Μα, κανείς τους δεν ξέρει πού βρίσκεται;
Πιο πέρα η ορχήστρα παίζει αργά ένα μπολέρο που τους ζήτησα και το σιγοτραγουδώ ζαλισμένος από τη ζέστη του απογεύματος και την πνιγηρή υγρασία: «Ρολόι, πάψε να σημαίνεις τις ώρες γιατί πάω να τρελαθώ. Εκείνη θα φύγει για πάντα σαν ξημερώσει».
Κάθε φορά που παίζει ένα μπολέρο, οπουδήποτε κι αν βρίσκομαι, θα σταθώ να το αναγνωρίσω και να το ακούσω και τα λόγια του πάντα θα επιβεβαιώνουν πως δεν υπάρχει ανώδυνος χωρισμός, μα η θλίψη του πρέπει να τραγουδιέται.
Ποτέ μου δεν είχα βρει ένα μέρος στον κόσμο όπου ο χρόνος να σταματά και να διαρκεί για πάντα, κάπως σαν το πρώτο φιλί με την καινούργια αγάπη ή στο άκουσμα του θανάτου ενός ανθρώπου σου. Με το που κάθομαι στο μπαρ της Φλοριδίτα νιώθω πως η αίθουσα ξεκολλά από το σήμερα και ταξιδεύουμε μέσα στον χρόνο σαν σε βαγόνι όπου όλα ακολουθούν τον ρυθμό της καθημερινότητας ενός μπαρ στην Παλιά Αβάνα και οι μόνοι παράταιροι είναι οι τουρίστες και οι θόρυβοι της πόλης που ακούγονται κάθε που ανοίγει η πόρτα.
Με πλησιάζει η Γρασιέλα, η τραγουδίστρια με τη δυνατή, ολοκάθαρη φωνή και μάτια που προδίδουν ασιατικό αίμα και με ρωτά αν θέλω ν' ακούσω κάτι άλλο. Της ζητώ να ξαναπαίξουν για μια τελευταία φορά το «Reloj». «Σύμφωνοι, αλλά ξέρεις πως δεν θα είναι η τελευταία», μου απαντάει και χαμογελά.
Παραγγέλνω ένα ακόμη Νταϊκιρί απ' τον Άλεξ, τον μόνο αληθινό φίλο που έκανα στην Αβάνα τα τρία χρόνια της παραμονής μου στην πιο μελαγχολική και παράξενη πόλη του κόσμου, εκεί όπου «Hay mas tiempo que vida»*, και φτάνει μπροστά μου ακριβώς μαζί με το ρεφρέν: «Ρολόι, σταμάτα τον χρόνο απ' τους δείκτες σου, κάνε τη νύχτα να κρατήσει για πάντα, για να μη φύγει ποτέ από κοντά μου, για να μην ξημερώσει ποτέ».
* Υπάρχει πιο πολύς χρόνος απ' ό,τι ζωή