Του Σπύρου Παπαδόπουλου από το http://tovytio.wordpress.com/
Το περασμένο ΣΚ μοιάζει να έδωσε την χαριστική βολή. Την Κυριακή πηγαίνοντας για μπάνιο, πρώτη φορά δεν ακούμε μουσική. Γελάμε με τον Βενιζέλο. Ύστερα σχεδόν παγώνουμε. Βγάζουμε τα κομπιουτεράκια, υπολογίζουμε τα τετραγωνικά, μιλάμε για ενοικιαστές, ζώνες και άλλα τέτοια. Ξορκίζουμε τα δίκαια μέτρα του πασόκ με βουτιές, σουβλάκια και μπύρες. Πιάνει και δεν πιάνει.
Τα βάζουμε όλα κάτω. Ο ένας εργαζόμενος ανά σπίτι με τον βασικό μισθό και όλους τους τακτικούς λογαριασμούς και όλες τις τακτικές έκτακτες εισφορές. Τα ξαναβάζουμε κάτω. Τις πορείες, τα χημικά, τις συγκεντρώσεις, τις ατέλειωτες συζητήσεις για την όποια οργάνωση, αντίδραση, εναλλακτική λύση.
Ύστερα, η μπύρα μου έχει – ξεκάθαρα πια – μια γεύση ήττας. Καμία λέξη πια, καμία αντίδραση, κανένα πλήθος, καμία λογική σκέψη, κανένα παραλήρημα δεν είναι ικανά να διαλύσουν αυτό το τοπίο. Οι συνθήκες μας κέρδισαν. Ήμαστε λίγοι, αδιάβαστοι, ανοργάνωτοι, χωρίς σκοπό και ιδέες.
Οι νικητές τώρα μας πετάνε στα μούτρα, γελαστοί και αεράτοι, ατάκες του στιλ: «Μεταναστεύστε ή καθίστε εδώ και πληρώστε. Πληρώστε μέχρι να μη σας μείνει τίποτα. Χρήμα ή αξιοπρέπεια».
Θα ζήσουμε στο εξής φτωχοί. Δεν έχει να κάνει με το γεμάτο ή άδειο πορτοφόλι. Έχει να κάνει με την παγωμάρα για την οποία μιλάει ο old boy. Έχουμε απομείνει ακίνητοι να παρακολουθούμε την πτώση μας. («Βλέπει τον κόσμο να βουλιάζει και βουλιάζει και αυτός μαζί του. Ναυαγός και ταυτόχρονα, θεατής του ναυαγίου, καθισμένος αναπαυτικά σ’ αυτή την κουνιστή πολυθρόνα του μυαλού του»). Θα βλέπουμε τους φίλους μας χαμένους μες τις μικρές αγγελίες, τους γονείς μας βυθισμένους στο άγχος, τα κορίτσια μας φοβισμένα. Θα μετράμε τις εισφορές και θα αφαιρούμε τις εκδρομές. Δεν στενοχωριέμαι ιδιαίτερα. Με ενοχλεί που δεν περπάτησα μερικά στενά ακόμη στο St Jermaine, λέγοντας την επόμενη φορά. Που δεν στάθηκα λίγο παραπάνω ν’ ακούσω τις τρομπέτες της Νέας Ορλεάνης αλλά πήγα να δω τον Μισισιπή. Τώρα σκέφτομαι ότι ίσως το λάθος μου να ήταν οριστικό. Ξαναλέω, το πρόβλημα δεν είναι τα λεφτά, το βιοτικό επίπεδο ή ακόμη και η φτώχεια. Είναι το ότι φτάνει στο ακρότατο όριο ένα ήδη υπάρχον φαινόμενο. Άνθρωποι αξιόλογοι, ωραίοι, όμορφοι, γεμάτοι γνώση και ταλέντα. Ήταν και πριν έξω απ’ όλα τα δημόσια τραπέζια, έξω απ’ όλα τα εντυπωσιακά πάρε δώσε. Ζούσαν όμως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τώρα, παλεύουν με νύχια και με δόντια για κάτι λιγότερο απ’ το ελάχιστο.
Είχαμε τα ποτά, τα βιβλία, τις μουσικές, τις βόλτες. Τώρα τα μετράμε ένα προς ένα, μη τυχόν και δεν τηρήσουμε τον συνταγματικό κανόνα περί ισοσκελισμένων πρϋπολογισμών. Έξω πέφταμε και έξω θα πέφτουμε. Όχι επειδή δεν ξέρουμε να κάνουμε κουμάντο, αλλά επειδή μας αρέσει να κερνάμε και να κάνουμε δώρα, πριν κοιτάξουμε το πορτοφόλι μας.
Στη συναυλία του Θ. Παπακωνσταντίνου τις προάλλες, παρατηρούσα παιδιά που ενθουσιάζονταν με το «στην Αμερική». Μου έκανε εντύπωση. Ύστερα εικοσάχρονα που γούσταραν το σόλο που έπαιζε το κλαρίνο. Σ’ ένα απ’ αυτά με έπιασε μια ανόητη λύπη. Έλεγα μέσα μου, όταν τελειώσουν όλα αυτά τι θα έχει μείνει; Ούτε αγριόχορτο, ούτε μικρά ξεσηκωτικά σολάκια, ούτε ένα κομμάτι του Δούσια. Μόνο ιδιωτικά νοσοκομεία και μια πόλη γεμάτη στολές και ασπίδες.
Δεν μιλάω για μια ήττα που ισούται με παράδοση ή μιζέρια. Μιλάω για μια πραγματικότητα η οποία δεν αντιστρέφεται με τίποτα. Μιλάω για προσθαφαιρέσεις που σκοτώνουν όλες τις στιγμές. Είναι ωραίο να ζητάς την εποχή της κρίσης να γίνουν όλοι δημιουργικοί. Για αρχή, έχουμε επιδοθεί στην, προσφιλή στους σημερινούς εισπράκτορες, δημιουργική λογιστική. Λίγη υπομονή, σε λίγο θα φτιάξουμε λογοτεχνία και κινηματογράφο και νέες καινοτόμες επιχειρήσεις.
«Μεταναστεύστε», επιμένουν, δεν έγινε και τίποτα. «Μην φοβάστε». Δεν φοβόμαστε. Είναι που μας αρέσει εδώ, είναι που δεν θέλουμε να αφήσουμε το τοπίο στους ανθρώπους που προτιμούν τα στάρμπακς απ’ τα καφενεία και τα μοντέρνα εστιατόρια απ’ τα σουβλατζίδικα.
Τώρα όμως επιμένω, η γεύση της ήττας έχει κάτσει για τα καλά στη μπύρα μας. «Κάνουμε το καθήκον μας, πολλές φορές με δάκρυα στα μάτια» λέει ο υπουργός δικαιοσύνης. Χωρίς καθόλου δάκρυα στα μάτια, παρατηρώ ότι στο παρατημένο περίπτερο στο Κουκάκι που είχε διαμορφώσει σε αυτοσχέδιο σπίτι ένας άστεγος, τώρα κοιμούνται δύο ή και τρεις κάποιες βραδιές. Κάνω ησυχία να μην τους ξυπνήσω όπως περνάω από μπροστά τους. Ακριβώς δίπλα είναι η action aid. Η ειρωνεία της συγκεκριμένης γειτνίασης δεν πλησιάζει την ειρωνεία της λέξης «ηθικό μέτρο» όπως ακούγεται απ’ το στόμα του υπουργού οικονομικών.
Θα κάνουμε χρόνια να συνέλθουμε ψυχικά. Ως τότε, παγωμένοι και φτωχοί, μα κυρίως με ένα πολύ ισχυρό έλλειμμα αξιοπρέπειας, θα προσπαθούμε να σταθούμε όρθιοι. Ως τότε, θα περνάμε νύχτες και μέρες ψάχνοντας σ’ όλα τα λεξικά. Ηθική και δικαιοσύνη. Τα συγκεκριμένα λήμματα απουσιάζουν.
υγ. και όπως ψάχνουμε ίσως βρούμε και λίγο αγριόχορτο να κρατήσουμε
σχόλια