του Δημήτρη Παπαδημητριάδη MD MSc, ιατρού
H αυτοκτονία του 77χρονου συνταξιούχου φαρμακοποιού στην Πλατεία Συντάγματος και η πληροφορία για τη στατιστική αύξηση των αυτοκτονιών στην Ελληνική επικράτεια στο έδαφος της οικονομικής κρίσης, έχουν εύλογα διεγείρει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Διαπιστώνω ότι η ερώτηση σχετικά με αυτές τις αυτοκτονίες, στην οποία επιχειρούν να απαντήσουν ειδικοί και μη ειδικοί, ακόμη και οι πολιτικοί που παρελαύνουν προεκλογικά στα ΜΜΕ, είναι κατά πόσο αφορούν σε πράξεις “λογικής επιλογής” και κατά πόσο αποτελούν γνήσιο σύμπτωμα των δύσκολων πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικών περιστάσεων.
Ασφαλώς, το πρόβλημα με αυτή την ερώτηση είναι ότι δεν γίνεται ποτέ να είμαστε βέβαιοι για τα αληθινά κίνητρα του αυτόχειρα. Μπορούμε μόνο να κάνουμε ορισμένες υποθέσεις από τα στοιχεία που αφήνει πίσω του, όπως ένα σημείωμα, μια συζήτηση με κάποιον, ή ακόμη τις αναφορές άλλων ανθρώπων στον χαρακτήρα του, ή τις κοινωνικές και οικονομικές του συνθήκες.
Αρκετοί αντιλαμβάνονται, γενικά, την αυτοκτονία ως μια γενναία, ή αξιέπαινη πράξη, ενώ άλλοι τη θεωρούν δειλή φυγή από τα προβλήματα, δηλαδή ως αδυναμία. Οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας υιοθετούν συνήθως μια πιο ουδέτερη στάση. Με απόσταση από το ηθικό ζήτημα, υποστηρίζουν ότι η αυτοκτονία είναι αποτέλεσμα διαταραχής της προσωπικότητας, ή μια ενέργεια που προκαλείται από παραφροσύνη, ή έστω στο έδαφος μιας ψυχικής νόσου όπως η κατάθλιψη. Εν προκειμένω, δεν τίθεται το δίλημμα μεταξύ γενναιότητας ή δειλίας, του ηθικού ή του μη ηθικού, ούτε αναγνωρίζεται η λογική επιλογή πίσω από αυτήν. Είναι απλώς νοσηρή.
Για την περίπτωση του Συντάγματος εκπροσωπήθηκαν όλες οι απόψεις, με μεγαλύτερη έμφαση περί γενναιότητας και με διάθεση πολιτικής ερμηνείας, ίσως και κάποιας προεκλογικής εκμετάλλευσης. Μάλλον για το δεύτερο, η συζήτηση πήρε μεγάλη διάσταση. Σε αρκετές αναφορές, υπήρχε επίσης μια ψύχραιμη προσπάθεια κατανόησης της πράξης στο ψυχολογικό πλαίσιο. Εξάλλου, είναι γεγονός ότι αρκετοί άνθρωποι είναι ιδιοσυγκρασιακά ευαίσθητοι σε διάφορους ψυχοπιεστικούς παράγοντες και αντιδρούν σε αυτούς με την εκδήλωση, ή την υποτροπή, ψυχικών διαταραχών και νοσημάτων. Όμως, τι πραγματικά μπορούμε να καταλάβουμε από όλα αυτά;
Κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικά σημαντικό το μήνυμα που καλλιεργεί και στέλνει αυτή τη συζήτηση, γιατί στην πραγματικότητα οι αποδέκτες του μηνύματος δεν είναι το πολιτικό προσωπικό της χώρας, ή η κοινή γνώμη αόριστα, αλλά οι άνθρωποι που νιώθουν ότι ταυτίζονται με τον αυτόχειρα. Σε αυτό το κείμενο, επιχειρώ να εντοπίσω τη διαφορά μεταξύ της αυτοκτονίας από επιλογή, πχ. λόγω συνθηκών ή γεγονότων, και της αυτοκτονίας που επιτελείται σε έδαφος ψυχικής διαταραχής, με την ελπίδα ότι η επικαιρότητα αυτής της αυτοκτονίας και οι διαστάσεις που πήρε, δεν θα βρουν οπαδούς, ή μιμητές, ή θα παρακινήσουν τόσο όσο χρειάζεται άλλους ανθρώπους σε μια παρόμοια απόφαση.
Η αυτοκτονία μπορεί πράγματι να γίνει κατανοητή ως επιλογή, αλλά η αλήθεια είναι ότι κάθε πράξη αυτοχειρίας έχει τα δικά της διακριτά χαρακτηριστικά. Ενδεικτικά παραθέτω ορισμένα αντιπροσωπευτικά, κατά τη γνώμη μου, πραγματικά περιστατικά εκούσιας αφαίρεσης της ζωής, χωρίς σαφή ψυχοπαθολογία σε πρώτη ανάγνωση:
300 μετανάστες μεταφέρθηκαν στη νεοκλασσική κατοικία Υπατία και πραγματοποίησαν απεργία πείνας μέχρι θανάτου, ή μέχρι την ικανοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων.
Μετά τη ρίψη των ατομικών βομβών που κατέστρεψαν το Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα, εκατομμύρια Ιάπωνες τέθηκαν αυτόματα σε θέση αναμονής για τις εντολές του Αυτοκράτορα, προκειμένου να πραγματοποιήσουν Seppuku.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1803, 53 γυναίκες από το Σούλι με τα παιδιά τους, που είχαν καταφύγει στο βράχο Στεφάνι του χωριού Ζάλογγο, προτίμησαν αντί της ατιμίας και της αιχμαλωσίας από το ασκέρι του Αλή Πασά που τις καταδίωκε να ρίξουν τα παιδιά τους στο γκρεμό και στη συνέχεια να πέσουν και οι ίδιες σ΄ αυτόν, χορεύοντας, η μία μετά την άλλη στο βάθος του βράχου, γνωρίζοντας ότι λίγα μόλις μέτρα τις χώριζαν από το θάνατο.
Πριν μια δεκαετία, μια νεαρή κοπέλα, η Λίντα, στο Φοίνιξ της Αριζόνας προτίμησε να αυτοπυροβοληθεί στο κεφάλι όταν οι γονείς της της ζήτησαν να σκοτώσει το σκυλάκι της ως τιμωρία για τη βραδιά που είχε περάσει με κάποιον υπολοχαγό γειτονικού στρατοπέδου.
Ο καπετάνιος του Τιτανικού δεν εγκατέλειψε το πλοίο του ενώ βυθιζόνταν, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει ότι οι επιβάτες είχαν αποβιβαστεί με ασφάλεια.
Ένας 85χρονος συνταξιούχος που ζούσε σε οίκο ευγηρίας και έπασχε από κατάθλιψη και μια σειρά άλλων παθήσεων ξεκίνησε νηστεία και αρνήθηκε τη λήψη τροφής με σκοπό να φύγει από τη ζωή.
Ένας άνδρας, περίπου 80 ετών πυροβόλησε δύο φορές τη συνομήλικη σύζυγό του στην καρδιά. Στη συνέχεια αυτοπυροβολήθηκε με το ίδιο όπλο. Το ηλικιωμένο ζευγάρι άφησε ένα σημείωμα δηλώνοντας ότι μετά από 60 χρόνια γάμου θεωρούσαν αυτονόητο πως έπρεπε να φύγουν μαζί.
Μια κοινωνική κοπέλα και καλή μαθήτρια, η Μαρία ετών 17, έπεσε στις γραμμές του τρένου γιατί απέτυχε στις παννελλαδικές εξετάσεις. Λίγες βδομάδες πριν την πράξη της την είχε εγκαταλείψει ο ερωτικός της σύντροφος.
Στις περιπτώσεις της αυτοκτονικής επίθεσης στον Λίβανο και των 300 της Υπατίας, το κίνητρο δεν ήταν η αυτοκτονία, αλλά ένας αντικειμενικός στόχος, δηλαδή να εστιάσει ο κόσμος την προσοχή του σε ένα πολιτικό περιεχόμενο. Ήταν δε πράξεις πολιτισμικά δικαιολογημένες ως “μαρτυρίες”, αλλά είναι αρκετά πιθανό ότι οι αυτόχειρες θα είχαν χρησιμοποιήσει άλλους τρόπους για τον ίδιο στόχο, αν είχαν άλλα διαθέσιμα μέσα. Ενδεχομένως δεν θα είχαν σκεφτεί να θυσιάσουν τη ζωή τους αν δεν υπήρχε η θρησκευτική παραδοχή της μετά θάνατον επιβράβευσης, τουλάχιστον στην πρώτη περίπτωση. Μπορούμε επομένως να τοποθετήσουμε τέτοιες πράξεις στο πλαίσιο ενός πολιτισμικού, πολιτικού και θρησκευτικού καθήκοντος.
Οι Ιάπωνες και οι Σουλιώτισσες είχαν επίσης ως κίνητρο μια πολιτισμική επιταγή, την επιλογή του θανάτου αντί της αντικειμενικής παράδοσης, της ταπείνωσης και της βίας. Μολονότι θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο πόλεμος, ή η κατοχή, και οι συνέπειές τους είχαν δημιουργήσει ικανές προϋποθέσεις για την κατάθλιψη ως διαταραχή, τέτοιες πράξεις πρέπει μάλλον να ειδωθούν μέσα από το πρίσμα της τραγωδίας παρά της ψυχικής ασθένειας.
Η Λιντα επαναστάτησε απέναντι στους αυστηρούς γονείς της και κοιμήθηκε με τον στρατιώτη. Εκείνη η πράξη της ήταν μια κραυγή απελπισίας που δυστυχώς κλιμάκωσε την αυστηρότητα και την τιμωρητικότητά τους. Ζητώντας από την κόρη τους να αφαιρέσει τη ζωή από το πλάσμα που αγαπούσε, απέσυραν δεικτικά την αγάπη τους. Η Λίντα επέλεξε να αφαιρέσει τη δική της ζωή και με αυτόν τον τρόπο να σκοτώσει το πλάσμα που εκείνοι με τη σειρά τους όφειλαν να αγαπούν. Η πράξη της δεν ήταν αποτέλεσμα αυτοκτονικού ιδεασμού, ή βάσει σχεδίου, αλλά διακρίνουμε σε αυτήν παρόρμηση, μια τελευταία κραυγή απελπισίας.
Η Μαρία αφαίρεσε τη ζωή της ως αντίδραση ντροπής για την αποτυχία, σε έδαφος μελαγχολίας από την ερωτική απογοήτευση, συναισθήματα που πιθανότατα γεννήθηκαν μέσα από αυτόματες δυσλειτουργικές σκέψεις, όπως ότι “όλα είχαν τελειώσει” για εκείνη. Μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι η έγκαιρη αντιμετώπιση αυτών των σκέψεων και επομένως της μελαγχολίας θα την είχαν οδηγήσει σε διαφορετική πορεία.
Ο καπετάνιος επίσης δεν είχε την επιθυμία του θανάτου. Η απόφασή του, όπως και οι ανάλογες πράξεις αυτοθυσίας, βρισκόνταν ξεκάθαρα στο πλαίσιο του χρέους ή του καθήκοντος και ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας να εκτελεστεί αυτό το καθήκον μέχρι τέλους. Ασφαλώς θα είχε προτιμήσει την επιλογή να σωθεί αν είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τη σωτηρία του τελευταίου επιβάτη.
Η αυτοκτονία του 85χρονου, βασίζονταν σε σκέψεις αποτελμάτωσης μέσα από αντικειμενικά προβλήματα υγείας. Επέλεξε τον θάνατο για να αποφύγει οποιαδήποτε βία θα εφαρμόζονταν στο σώμα του με τη μορφή παρεμβατικών ιατρικών πράξεων που θα επέτασσε το πολιτισμικό πλαίσιο της ιατρικής φροντίδας του. Θα είχε οπωσδήποτε επιλέξει τη ζωή, αν οι συνθήκες της υγείας του και η ποιότητα της ζωής του, δηλαδή της δικής του πραγματικότητας ήταν διαφορετικές. Αυτό διαφέρει σημαντικά από την πράξη των Λιβανέζων, ή την πρόθεση των Ιαπώνων που δεν απέφυγαν αλλά επέλεξαν τη δική τους πραγματικότητα, ενεργώντας με τρόπους συνακόλουθους ή σύμφωνους με τις ιδιαίτερες συνθήκες τους, ή τις πολιτισμικές νόρμες. Διαφέρει επίσης από τις περιπτώσεις της Μαρίας και της Λίντα όπου μια διαφορετική ματιά στα πράγματα θα μπορούσε να δημιουργήσει για εκείνες μια διαφορετική πραγματικότητα.
Η αυτοκτονία του ηλικωμένου ζεύγους είναι το μοναδικό από τα παραπάνω παραδείγματα στο οποίο η απόφαση για το τέλος της ζωής είχε σχέδιο, χωρίς όμως γνωστό κίνητρο για τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που επέλεξαν.
Ελπίζω ότι μπορεί κανείς να διακρίνει στα παραπάνω παραδείγματα πως στις περιπτώσεις που η αυτοκτονία μοιάζει ως αποτέλεσμα λογικής επιλογής, οι δεδομένες συνθήκες έκαναν αυτή την επιλογή αναπόφευκτη ή και επιβεβλημένη. Είτε γιατί συντελούσαν πολιτισμικοί παράγοντες, είτε απόλυτα αδιέξοδα. Κατά τη γνώμη μου, στις υπόλοιπες περιπτώσεις υπάρχει πάντα ένα περιθώριο, έστω και οριακό, μέσα στο οποίο η πορεία μπορεί να ακολουθήσει διαφορετική κατεύθυνση, είτε παρεμβαίνοντας στην ψυχική σφαίρα, δηλαδή στις δυσλειτουργικές σκέψεις και στο συναίσθημα, είτε προσφέροντας λύσεις. Όπως έγραψα στην αρχή, με απασχολεί αυτή ακριβώς η διάκριση μεταξύ της αυτοχειρίας από πραγματικά λογική επιλογή και της αυτοκτονίας στο έδαφος ψυχικών περιστάσεων. Ο λόγος είναι ότι η δεύτερη περίπτωση προλαμβάνεται και αποτρέπεται.
Στην πράξη, οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν προσπαθήσει στο παρελθόν να δώσουν τέλος στη ζωή τους, μετανιώνουν για την απόπειρα όταν έχουν την ευκαιρία να κοιτάξουν τα γεγονότα με μια διαφορετική ματιά μετά από καιρό, με διαφορετικά συναισθήματα.
Στο περιστατικό της πλατείας Συντάγματος, προσπαθούμε ασφαλώς να καταλάβουμε το γεγονός γνωρίζοντας την αντικειμενική οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, χωρίς όμως να έχουμε ακριβείς πληροφορίες για τις ιδιαίτερες ψυχολογικές περιστάσεις. Παραμένοντας στο πρώτο σκέλος, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τα οριακά αδιέξοδα της ελληνικής πραγματικότητας σήμερα είναι οπωσδήποτε περισσότεροι από όσους αποφασίζουν να δώσουν τέλος στη ζωής τους. Πιστεύω λοιπόν ότι η αυτοκτονία σε αυτή την περίπτωση δεν είναι ελεύθερη ψυχολογικής διαταραχής και επομένως πραγματικά δεν αποτελεί λογική επιλογή. Ούτε ασφαλώς ο θάνατος από επιλογή επιλύει αδιέξοδα, αντιθέτως στερεί από το άτομο τη δυνατότητα της συστράτευσης και της ενεργού προσπάθειας να αλλάξουν οι περιστάσεις.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την αυτοκτονία ως λανθασμένη γιατί βλάπτει το δημόσιο συμφέρον, τοποθετώντας το κοινωνικό σύνολο ως ανώτερο του ατόμου, σε αντίθεση με τις σύγχρονες κοινωνίες στις οποίες δίνεται έμφαση στην ατομικότητα.
σχόλια