Νέα στατιστικά στοιχεία αποκαλύπτουν ολοένα και πιο κραυγαλέο χάσμα μεταξύ των εισοδημάτων των πλουσίων και των υπολοίπων -και την απελπισμένη ανάγκη που υπάρχει να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα αυτό. Η διαμορφούμενη κατάσταση μοιάζει εξωφρενική ακόμα και για μια χώρα που θεωρείται -κι είναι- εξοικειωμένη με την εισοδηματική ανισότητα.
Το 2010, μια χρονιά όπου η χώρα συνέχισε να ανακάμπτει μετά την ύφεση, το ιλιγγιώδες 93% του πρόσθετου εισοδήματος που παρήχθη σε σχέση με το 2009, γύρω στα 288 δις, τα καρπώθηκε το 1% των πλουσιότερων φορολογουμένων, με ετήσιο εισόδημα τουλάχιστο 352,000 δολαρίων. Το ποσό αυτό αντιπροσώπευσε μέση εισοδηματική αύξηση της τάξης του 11.6% στα νοικοκυριά αυτά.
Ακόμα εκπληκτικότερος είναι ο βαθμός με τον οποίο οι υπερ-πλούσιοι πλουτίζουν ταχύτερα από τους απλούς πλούσιους. Το 2010, το 37% της αυτής της υπεραξίας το καρπώθηκε το πλουσιότερο 0.01%, μια χούφτα 15,000 νοικοκυριών με μέσο εισόδημα 24 εκατομμύρια δολάρια. Αυτή η ομάδα είδε το εισόδημά της να αυξάνει κατά 21.5%.
Το υπόλοιπο 99% είχε μια λιλιπούτεια ετήσια αύξηση της τάξης των... 80 δολαρίων κατά κεφαλή σε πραγματικές τιμές. Το πλουσιότερο 1%, με μέσο ετήσιο εισόδημα 1,019,089 δολάρια, είδε αυξήσεις της τάξης του 11.6%.
Τα δεδομένα αυτά, που τα άντλησαν από τα επίσημα φορολογικά στοιχεία δύο Γάλλοι οικονομολόγοι, οι Τομά Πικετί (Thomas Piketty) κι Εμανιέλ Σαέζ (Emmanuel Saez), δείχνουν επίσης πως οι πιο πλούσιοι έχουν περισσότερες πιθανότητες να δημιουργούν πλούτο, παρά να τον κληρονομούν. Πράγμα που δεν είναι και τόσο εντυπωσιακό: η ταχεία ανάπτυξη των αμερικανικών επιχειρήσεων -που δραστηριοποιούνται στις τεχνολογίες αιχμής ή τα χρηματοοικονομικά- έχουν αυξήσει τη ζήτηση για πολύ καλά καταρτισμένους και μορφωμένους εργαζόμενους. Παράλληλα, οι παραδοσιακές βιομηχανίες χρειάζονται όλο και λιγότερους τυπικούς χειρώνακτες εργάτες.
Το αποτέλεσμα; Η αμοιβή των αποφοίτων κολεγίων αυξήθηκε σε πραγματικές τιμές κατά 15.7% τα τελευταία 32 χρόνια, ενώ την ίδια περίοδο εκείνη των εργαζόμενων που δεν έχουν αποφοιτήσει από το λύκειο μειώθηκε κατά 25.7%.
Η κρατική πολιτική έπαιξε κι αυτή το ρόλο της, ιδίως επί Τζορτζ Μπους (George W. Bush) που μεταξύ άλλων μείωσε κατά 15% τη φορολογία της κερδοφορίας και των μερισμάτων. Έτσι κατάφερε η γραμματέας του Ουόρεν Μπάφετ (Warren E. Buffett) να έχει ψηλότερο ποσοστό φορολογίας από το αφεντικό της.
Το αποτέλεσμα είναι πως το πλουσιότερο 1% τα πάει καλύτερα από οποτεδήποτε άλλοτε την τελευταία εικοσαετία. Στα χρόνια της οικονομικής άνθησης επί Κλίντον (Clinton) το πλουσιότερο 11% καρπώθηκε το 45% της υπεραξίας· επί Μπους, το αντίστοιχο ποσοστό έφτασε στο 65%· σήμερα είναι 93%.
Καθώς γνωρίζουμε καλύτερα τις αιτίες που δημιουργούν αυτή την ανισότητα, βελτιώνεται και η δυνατότητά μας να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα: χρειαζόμαστε καλύτερη εκπαίδευση και κατάρτιση, δικαιότερο φορολογικό σύστημα, περισσότερα προγράμματα πρόνοιας για τους μη προνομιούχους, ενθάρρυνση της κοινωνικής κινητικότητας που να βοηθά να ξεφύγει κανείς από τον εισοδηματικό πάτο κ.ο.κ..
Όσο για το κράτος, ναι μεν δεν μπορεί να καθυποτάξει εντελώς ορισμένες από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία μας, όπως την παγκοσμιοποίηση, αλλά μπορεί ακόμα να κάνει πολλά.
Μέσα στη χρονιά αναμένεται να εκπνεύσουν μια σειρά από χρονοδιαγράμματα που έχουν τεθεί πολύπλοκα νομοθετικά κείμενα, με αποτέλεσμα πολλά να κρίνονται από τη στάση του κογκρέσου. Το σημαντικότερο είναι πως θα λήξει η περίοδο ισχύος των φοροαπαλλαγών του Μπους. Αν το κογκρέσο δεν παρέμβει, η φορολογία των πλουσίων θα επιστρέψει στις πολύ υψηλότερες κλίμακες όπου βρισκόταν επί Κλίντον, πριν το 2000. Παράλληλα, λόγω της αποτυχίας να υπάρξει συμφωνία στη δημοσιονομική διαχείριση, θα ισχύσουν αυτομάτως περικοπές δαπανών ύψους 1.2 τρις δολαρίων.
Προς το παρόν όμως, οι πολιτικές προοπτικές μοιάζουν από ανησυχητικές ως τρομακτικές. Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, οι Ρεπουμπλικάνοι της βουλής των αντιπροσώπων δημοσιοποίησαν ένα πρόγραμμα βαθιά άνισων φορολογικών περικοπών, εκτενών και ασαφών περικοπών σε κοινωνικές δαπάνες (σαν την εκπαίδευση, τις υποδομές, την έρευνα και ανάπτυξη) και στραγγαλίσματος των κοινωνικών προγραμμάτων που απευθύνονται στους φτωχότερους, σαν τα επιδόματα ανεργίας, τα κουπόνια διατροφής, τις φοροαπαλλαγές των εισοδημάτων που προέρχονται από μισθοδοσία κ.λπ.
Παρόμοιες πολιτικές αντί να καταπραΰνουν, θα οξύνουν το πρόβλημα της εισοδηματικής ανισότητας. Το αντίστοιχο πρόγραμμα που θα ανακοινώσουν οι Δημοκρατικοί την επόμενη εβδομάδα θα είναι αναμφίβολα πολύ ελκυστικότερο. Και είναι προς τιμή του προέδρου Ομπάμα που αναφέρθηκε ευφραδώς στην ανάγκη να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα αυτό. Αλλά με τους Δημοκρατικούς να μειοψηφούν στη βουλή των αντιπροσώπων και τις εκλογές να επίκεινται, είναι αμφίβολο αν θα περάσουν οι προτάσεις τους.
Ο μόνος τρόπος να διορθωθούν οι εισοδηματικές ανισότητες είναι να εφαρμοσθούν πολιτικές που στοχεύουν στην άρση των αιτίων που τις δημιουργούν. Αυτό σημαίνει να αφεθούν να εκπνεύσουν οι φοροαπαλλαγές του Μπους υπέρ των πλουσίων και να χρηματοδοτηθούν περισσότερο ορισμένα από τα κοινωνικά προγράμματα που θέλουν να καταργήσουν οι Ρεπουμπλικάνοι. Η διαιώνιση του σημερινού εισοδηματικού χάσματος είναι ταυτόχρονα κακή οικονομική και κακή κοινωνική πολιτική. Χρωστάμε στους λιγότερο ευνοημένους μια ευκαιρία να ανέλθουν κοινωνικά.
Ο Steven Rattner είναι οικονομικός αναλυτής που υπήρξε επί μακρόν στέλεχος της Ουολ Στριτ
σχόλια