Τη λένε Νίλα γιατί ήταν, μέχρι να ενηλικιωθεί, μια σκέτη νίλα. Είχα σκεφτεί το όνομα που θα της έδινα πολύ πριν την δω. Ήξερα πως τουλάχιστον στην αρχή θα μου χαρίζε μόνο νίλες. Κι ήταν αλήθεια. Έχει φάει τα πάντα μέσα στο σπίτι: από το καλώδιο της τηλεόρασης, τον αντάπτορα του laptop, τρεις κάσες από πόρτες δωματίων, κι έναν τοίχο. Αυτά μέχρι που έγινε ενός έτους. Τώρα είναι τρεισήμισι, ολόκληρη κοπέλα, λίγο σνομπ και φωνακλού, διαλέγει προσεχτικά τους φίλους της και είναι απίστευτη λιχούδα και υπναρού. Δεν είναι ράτσας. Είναι ένα πανέξυπνο και πανέμορφο ημίαιμο, αγνώστων λοιπών στοιχείων, τα οποία δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να τα ψάξω.
Μου την χάρισε η φίλη ενός φίλου. Η μαμά της (της Νίλας) γέννησε τρία κουτάβια. Τα δύο (αρσενικά) τα είχαν ήδη δώσει και είχε μείνει η Κούκι. Έτσι την φώναζαν τότε. Μου ήρθε αεροπορικώς από την Θεσσαλονίκη. Δεν ζήτησα ούτε φωτογραφία της να δω, ούτε τίποτα πριν την πάρω. Το μόνο που ήξερα τότε ήταν πως ήθελα να υιοθετήσω ένα σκυλί. Είχα κανονισμένη έτσι τη ζωή μου που μπορούσα να της χαρίσω εκτός από ένα σπίτι, φαί και παχνίδια για να παίζει, χρόνο για να είμαστε μαζί. Την πήρα στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2008. Ήταν μια σκατιά. Μια σταλιά σκυλί, μια μπεζ χνουδόμπαλα, με δόντια σαν καρφίτσες που μπήγονταν παντού και απίστευτη χεζομηχανή. Το πρώτο πράγμα που έκανε με το που μπήκε στο σπίτι ήταν να κατουρήσει στο δωμάτιό μου. Μας πήρε λίγο χρόνο να συνηθίσουμε η μία τα χούγια της άλλης, αλλά νομίζω πως τα έχουμε καταφέρει.
Αυτό που μας έφερε κοντά είναι η απίστευτη υπομονή της με τη δύστροπη μαμά της ( με εμένα δηλαδή). Έχει την ικανότητα, όταν έχω νεύρα ή είμαι στεναχωρημένη, να κάνει κάτι που για αυτήν είναι φυσιολογικό και να με κάνει να γελάσω και να ξεχάσω γιατί είχα νεύρα ή ήμουν στενοχωρημένη. Μας έδεσε η εμμονή της να κουλουριάζεται πάνω μου: όταν κάθομαι στον καναπέ, δουλεύω στην ραπτομηχανή ή τον υπολογιστή μου. Δεν λογαριάζει τι κάνω εκείνη την ώρα, αρκεί να είναι μαζί μου. Λίγο έλειψε να πεθάνω όταν πριν από ένα χρόνο την δάγκωσε σκύλος στην κοιλιά της. Για δυο μέρες, την είχα δίπλα μου στο κρεβάτι για να την προσέχω μην φάει τα ράμματά της. Για μια εβδομάδα κάναμε με τον φίλο μου τους καραγκιόζηδες μπας και την κάνουμε να ξεχαστεί. Τότε κατάλαβα πόσο πολύ την λατρεύω και πόσο δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτή.
Η αγαπημένη της θέση είναι όπου έχει ήλιο το πρωί και όπου μπορεί να χωθεί όταν ο ήλιος χάνεται. Ο καναπές με τα πολλά μαξιλάρια ή κάτω από το τραπέζι της τραπεζαρίας. Είναι τεράστια κουτσομπόλα για αυτό όταν ο καιρός είναι καλός και της ανοίγω την μπαλκονόπορτα, λατρεύει να κάθεται στο μπαλκόνι και να χαζεύει όποιον περνάει.
Την παίρνω μαζί μου πάντα, σε σημείο που γίνομαι γραφική! Στο γραφείο (όταν δούλευα), στην παραλία το καλοκαίρι, στις διακοπές, σε ξενοδοχεία, σε κάμπινγκ, στον καφέ, στο φαί, σε φίλους, στους γονείς μου, παντού, παντού, παντού. Ακόμα δεν την έχω πάρει μαζί μου σε ταξίδια στο εξωτερικό, αλλά το εσωτερικό το έχει γυρίσει και με το παραπάνω. Μέσα σε ένα καλοκαίρι πήγε Χαλκιδική, Θάσο, Σαμοθράκη, Κυπαρισσία και πίσω στην Αθήνα!
Αγαπημένες μας βόλτες είναι όλες οι βόλτες. Ακόμα κι όταν βόλτα σημαίνει ότι θα περπατήσουμε γύρω από το τετράγωνο για να κάνει τα απαραίτητα. Λατρεύει όμως να την πηγαίνεις στην παραλία, παρά το γεγονός ότι φοβάται την θάλασσα. Αλλά νομίζω πως πραγματικά γουστάρει τις βόλτες που καταλήγουν σε σπίτια φίλων μας. Εκεί που όλοι την αγαπούν και της δίνουν όλη τους τη σημασία (και πολλές λιχουδιές).
Πιο πολύ πάνω της αγαπάω τα πατουσάκια της. Και τα τέσσερα. Είναι τόσο μικρά! Και την φουντωτή και στριφογυριστή ουρά της, που όταν μακραίνει το τρίχωμα και την ακουμπάει στην πλάτη της νομίζει πως κάτι την ενοχλεί και ορμάει να το διώξει. Πάλι καλά που δεν την κυνηγάει!
Αυτό που γουστάρω να κάνω περισσότερο μαζί της είναι, όταν ανοίγει ο καιρός, βόλτες με το ποδήλατο. Της έχω αγοράσει έναν ειδικό μάρσιπο, την βάζω μέσα και πάμε και οι τρεις βόλτα. Γινόμαστε τρελός περίγελος. Και φυσικά να κοιμόμαστε μαζί. Έρχεται και χώνεται στα πόδια μου και όσο κοιμάμαι εγώ στον καναπέ, κοιμάται κι εκείνη. Και όταν δεν βολεύεται με σπρώχνει κιόλας.
Πρέπει να ομολογήσω ότι η Νίλα είναι λίγο σνομπ. Δεν ανέχεται να την πρήζεις με γαβγίσματα, δεν θέλει πολλές φωνές και θα παίξει για λίγο μαζί σου, αν είσαι σκύλος. Όταν σε βαρεθεί θα σε παρατήσει και θα σου κάνει και παρατήρηση αν κάνεις φασαρία και την ενοχλείς. Αν την παρατήσεις εσύ πρώτος θα τρέχει από πίσω σου. Βαριέται το φαί της πολύ γρήγορα κι έρχεται και ζητιανεύει φαγητό από εμάς. Επειδή ξέρει ότι εγώ είμαι αυστηρή, έχει βρει τον αδύναμο κρίκο της οικογένειας, που την ταϊζει γκουρμέ μεζεδάκια. Ποτέ δεν θα έρθει σε μένα όταν τρώμε (εκτός αν είμαστε μόνες μας στο σπίτι). Πάει κατευθείαν στον Τάκη που με το που του γκρινιάξει λίγο θα τις κόψει μια μπουκίτσα από το φαί του και θα την ταϊσει. Τρελαίνεται για τυρί, γιαούρτι, ψωμί και σολωμό. Φοβάται την ηλεκτρική σκούπα και τις πλαστικές σακούλες, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο την πόρτα της κουζίνας και την λέξη «μπάνιο».
Ο κολλητός της είναι ο Ιβάν, ένα ντόμπερμαν που μένει στη διπλανή πολυκατοικία. Το θέαμα όταν βρίσκονται είναι εξαιρετικά γελοίο, αφού το κεφάλι του Ιβάν είναι όσο η Νίλα ολόκληρη. Αλλά γίνεται χαλί να τον πατήσεις μόλις την βλέπει κι εκείνη τρέμει από ενθουσιασμό. Ο Πάρης, το πεκινουά της θείας μου, μέγας ερωτίλος, τεράστιος γόης αν και μας περνάει κάποια χρόνια, και ο Γκόρμπι, ο νέος μας γείτονας είναι ακόμα δύο της φλερτ! Η Νίλα βέβαια έχει και τρελή αγάπη για τον Τάκη ( τον σύντροφό μου με τον οποίο μένουμε μαζί). Παθαίνει υστερία όταν μπαίνει στο σπίτι από τη δουλειά, του κάνει τέτοια νάζια, ούτε γάτα να ήταν! Λατρεύει τις κολλητές μου, πεθαίνει για τους φίλους του Τάκη και αγαπάει απίστευτα την αδερφή μου και τον Μάρκο της. Αλλά πιο πολύ από όλους νομίζω ότι τρελαίνεται για την γιαγιά μου, η οποία έχω την εντυπωση πως την θεωρεί κάτι σαν εγγόνι της και κάνει ότι κάνει και σε μένα και την αδερφή μου όταν πάμε να την δούμε: μας μπουκώνει με φαί.
Οι λέξεις στις οποίες αντιδρά πιο έντονα είναι: Γιαούρτι, τυρί, μπισκότο, βόλτα και μπάνιο. Ακόμα κι αν είναι στο σαλόνι κι εγώ στο δωμάτιο και φωνάξω «τυρί» έχει εμφανιστεί μπροστά μου σε χρόνο dt. Όταν την φωνάζουμε για βόλτα, δεν πα να κοιμάται του καλού καιρού, έχει πεταχτεί σαν ελατήριο και περιμένει στην πόρτα να της περάσουμε το λουρί της! Και όταν πεις τη λέξη «μπάνιο» έχει εξαφανιστεί. Πρέπει να την πάρεις με το καλό και να της τάξεις πολλές λιχουδιές για να σε αφήσει να την πιάσεις και να την βάλεις στην μπανιέρα. Βέβαια μετά, ως κοκέτα, κάθεται να την στεγνώσω με το σεσουάρ και να την χτενίσω.
Δεν με έχει βάλει ποτέ σε μπελάδες. Είναι καλό σκυλί, υπάκουο και γενικώς την προσέχω κι εγώ πολύ να μην ενοχλεί τους γύρω μας. Από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε να βγαίνουμε βόλτες, μάζευα πάντα τις ακαθαρσίες της, την προσέχω πολύ όταν είναι κοντά σε παιδιά και όταν την παίρνουμε μαζί σε κάποιο μαγαζί πάντα ρωτάω αν υπάρχει θέμα... Αν υπάρχει, απλώς δεν ξαναπατάω στο μαγαζί!
Ο αριθμός αδέσποτων σκυλιών και γατιών δείχνει με πολύ γλαφυρό τρόπο την σχέση που έχουμε οι Αθηναίοι με τα ζώα. Κανείς δεν θα γυρίσει να κοιτάξει ένα βρώμικο και σκελετωμένο σκυλί ή γατί. Θα κοιτάξει να το κλωτσήσει για να πάει πιο πέρα γιατί του χαλάει τη μόστρα. Δεν θα του βάλει ένα μπολ νερό και φαί. Θα το διώξει μακριά από το παιδί του, από το σπίτι του, από το μαγαζί του. Βέβαια, η απαράδεκτη συμπεριφορά μας απέναντι στα ζώα ξεκινά από την οικογένεια και από τον τρόπο που αντιδρούν όταν το παιδί τους έρχεται σε επαφή με ένα σκυλί ή γατί, δεσποζούμενο ή αδέσποτο. Έχω βρεθεί πολλές φορές στη δύσκολη θέση να εξηγώ στην αφιονισμένη μάνα ότι το βλαστάρι της δεν θα πάθει τίποτα αν χαιδέψει τη Νίλα ή την όποια Νίλα. Όπως πολλές φορές έχω βρεθεί να τσακώνομαι για τη συμπεριφορά του εκάστοτε ανεγκέφαλου που κακομεταχειρίζεται ζώα.
Αν θα υιοθετούσα ένα αδέσποτο ζώο; In a heartbeat, που λένε και στο χωριό μου! Το γεγονός ότι είναι αδέσποτο, δεν το κάνει λιγότερο όμορφο ή καλό. Ίσα – ίσα, αυτό έχει μεγαλύτερη ανάγκη για αγάπη! Κι αν μπορούσα, αν είχα ένα σπίτι με αυλή, θα είχα όλα τα αδέσποτα του κόσμου!
Αυτό που νομίζω ότι ενώνει ανθρώπους και σκυλιά είναι η μοναδική ικανότητα των σκυλιών να αγαπούν πέραν όποιας λογικής τα αφεντικά τους. Η απίστευτη πίστη τους, η ικανότητα να συγχωρούν.
Άσχετο αλλά θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα αφήσει την Νίλα μόνη της στο σαλόνι, όταν ήταν ακόμη κουτάβι. Γυρνώντας, μετά από λίγη ώρα, πίσω στο σπίτι την βρήκα να έχει επιλέξει από τη θήκη με τα cd μου και να μασουλάει το «Everyday is a brand new day» των A dog named Rodriguez.
σχόλια