Μουριές στην Κονδυλάκη
Είναι πασίγνωστη η ρήση: αν κάτι μας εμπόδιζε να προσηλωθούμε σε ένα και μόνο πάθος είναι το ότι είχαμε πολλά. Η βιβλιοφιλία μας εναρμονίζεται πλήρως με την φιλοποσία και την φιλοκαπνία μας, ενώ δεν ξεχνάμε ποτέ αυτό που έλεγε ο ωραίος Μονταλμπάν, «Πίνουμε για να θυμόμαστε και τρώμε για να ξεχνάμε». Ναι, τέμενος της νύχτας το μπαρ, και, ναι, κρυφό σχολειό τα καφενεία, αλλά και πάμπολλες οι ώρες που σπαταλήσαμε αμέριμνα και ανενδοίαστα στης Αθήνας τα κουτούκια και τα ταβερνεία, εκεί όπου μπορείς να βρεις καλό αγνό κρασί, εύγευστα και με μεράκι καμωμένα εδέσματα, ανθρώπους καλοσυνάτους, προσηνείς, πρόθυμους να σε κεράσουν για μια έξυπνη κουβέντα που σ' άκουσαν να λες, και να σου δωρίσουν την πολυτιμότητα ενός άδολου χαμόγελου.
Ανάμεσα στα Άνω Πατήσια και τη Λαμπρινή, στη σκιά του Παπαδιαμάντη, πλάι στην πλατεία του φέρει το όνομά του και κοσμείται μ' ένα ταπεινό, όπως και ο ίδιος, άγαλμά του, στην οδό Κονδυλάκη, προσφεύγουμε συχνά-πυκνά, σ' ένα από τα πιο καλοκρυμμένα της πόλης μυστικά, στο μεζεδοπωλείον «Μουριές», ένα κυριολεκτικώς χειροποίητο στέκι, ένα θαλπερό φαγάδικο, με σάουντρακ που έχουν συνθέσει ο Στράτος Διονυσίου και ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Μανόλης Αγγελόπουλος και ο μέγας Άκης Πάνου, ο Γιώργος ο Ζαμπέτας και ο Πάνος Γαβαλάς.
Πάντα ευγενικός, ακάματος αν και γλυκά νωχελικός, ήπιος, κατευναστικός, ο κύριος Κώστας, φίλος παλιός του ποιητή Λευτέρη Πούλιου, θαλασσόλυκος στα νιάτα του, θυμόσοφος τώρα και άνθρωπος πεπειραμένος, με μάτια γλαρά και υγρά, με φωνή αργή, και στυλ Αλεξανδρινού, μας καλοδέχεται, ρωτάει πώς τα πάμε, μας φέρνει εκλεκτές γαρίδες και γάβρο μαρινάτο, σαρδέλα στα κάρβουνα, σαλάτες που λαμποκοπούν από φρεσκάδα, κρασί κεχριμπαρένιο. Οι ποιητές και δημοσιογράφοι Γιώργος Δουατζής και Γιάννης Τριάντης, ο σκακιστής Ηλίας Κουρκουνάκης, η εκδότρια Μάγδα Κοτζιά, ο μουσικοσυνθέτης Χάρης Βρόντος, ο ηθοποιός Βαγγέλης Κτενάς, τα αδέλφια Βασίλης και Νίκος Σπυρόπουλος, εκ της θρυλικής και προσφάτως αναγεννημένης ροκ μπάντας «Σπυριδούλα», και άλλοι πολλοί, έχουν απολαύσει τη φιλοξενία του κυρίου Κώστα και το θάλπος που προσφέρουν οι «Μουριές». Διαβάσματα έχουνε πέσει πολλά εδώ, ιδίως τις ηλιόλουστες Κυριακές, που οι «Μουριές» ανοίγουν και μεσημέρι, κι ακόμα πολλές συζητήσεις για θέματα που ανθίζουνε αιφνίδια και ευωδιάζουν και σε παρασύρουν σε μια λυτρωτική πνευματική μέθη, σε μιαν ευεξία ευπρόσδεκτη.
Και το αεράκι ελευθερίας που πνέει εδώ, τι πολύτιμο κι αυτό! Φτάνουμε στις «Μουριές», όλη η παλιοπαρέα, τρώμε και πίνουμε, γλυκαινόμαστε μες στην αύρα μιας μέθης ελαφράς, ιδρύουμε το Δημιουργικό Εργαστήρι "Vita Nuova", και βάζουμε μπροστά το φερώνυμο έντυπο.
«Τα τελευταία λόγια του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ», λέει ο ταπεινός σας ανταποκριτής, σαν ένα είδος προπόσεως, «ήσαν, 'Όχι, δεν έπρεπε να το γυρίσω απ' το ουίσκι στο μαρτίνι'». «Εγκρίνω και επαυξάνω», βροντοφωνάζει σείοντας το ποτήρι του ο Καπετάν Φασαρίας, ο Κινηματογραφιστής. «Δεν υπάρχουν προβλήματα, υπάρχουν μόνο λύσεις», αποφαίνεται ο Κουρκουνάκης, ο Σκακιστής. «Παιδιά, αυτό είναι κερασμένο από το μαγαζί», λέει ο κύριος Κώστας φέρνοντας ακόμα ένα κιλό κρασί. «Ζήτω οι 'Χειμερινοί Κολυμβητές'!» κραυγάζει, όχι και τόσο απρόσμενα ο σκηνοθέτης Στέργιος Νιζήρης.
Λίγο πριν αναχωρήσουμε γι' αλλού, πλούσια φαγωμένοι, ευχάριστα πιωμένοι, αγαπώντας για μιαν ακόμα φορά την πόλη μας και τις ζεστές της φάτνες, θυμόμαστε τον Νίκο Καρούζο, τον ποιητή που τόσο αγάπησε τον Παπαδιαμάντη, και ο Βαγγέλης Κτενάς, ο Ηθοποιός, αναλαμβάνει να μας απαγγείλει στίχους από το ποίημα «Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος»: «Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος Έλληνας που κράτησε/ τον πόνο στο σωστό του το ύψος/ αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτικισμούς και μόδες/ αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια/ την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων/ αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας/ ο ανοξείδωτος».
σχόλια